Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ισθμός

ισθμός altgriechisch ἰσθμός


ισιάζω

ισιάζω mittelgriechisch ἰσιάζω ἴσιος altgriechisch ἴσος


ίσκιος

ίσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά (παραβάλετε με το altgriechisch ἰσκιερός)


ισκιώνω

ισκιώνω ίσκι(ος) + -ώνω altgriechisch σκιά


ισοδυναμία

ισοδυναμία altgriechisch ἰσοδυναμία / ίσος + δύναμη + -ία


ισόκωλο

ισόκωλο (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσόκωλον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: altgriechisch ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)


ισονομία

ισονομία altgriechisch ἰσονομία


ισοπεδώνω

ισοπεδώνω όψιμη Koine-Griechisch ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοπεδόω[1] + -ώνω altgriechisch ἰσόπεδος[2] Wort verwendet ab 1856 [3]


ισορροπία

ισορροπία altgriechisch ἰσορροπία ἰσόρροπος ἴσος + ῥέπω


ισόρροπος

ισόρροπος altgriechisch ἰσόρροπος


ισορροπώ

ισορροπώ altgriechisch ἰσορροπῶ ἰσόρροπος


ίσος

ίσος altgriechisch ἴσος


ισοσταθμίζω

ισοσταθμίζω Koine-Griechisch ἰσοσταθμέω / ἰσοσταθμῶ ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής altgriechisch ἴσος + στάθμη ((Lehnübersetzung) französisch équilibrer, balancer)


ισότητα

ισότητα altgriechisch ἰσότης ἴσος


ισότοπο

ισότοπο (entlehnt aus) englisch isotope altgriechisch ἴσος + τόπος επινοήθηκε το 1914 von Βρετανό χημικό Φρέντερικ Σόντυ (Frederick Soddy)


ισούμαι

ισούμαι, λόγια λέξη altgriechisch ἰσόομαι, -οῦμαι


ισοφάριση

ισοφάριση ισοφαρίζω + -ση altgriechisch ἰσοφαρίζω


ισοψηφώ

ισοψηφώ ισο- ( ίσος) + altgriechisch ψηφῶ


Ισραήλ

Ισραήλ altgriechisch Ἰσραήλ


ιστίο

ιστίο altgriechisch ἱστίον


ιστορία

ιστορία altgriechisch ἱστορία ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) οἷδα + -τωρ (Είδ- + τωρ, το τελικό "δ" προ του "τ", τρεπόταν σε "σ")


ιστορώ

ιστορώ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ


ιστός

ιστός altgriechisch ἱστός


ισχαιμία

ισχαιμία (entlehnt aus) französisch ischémie altgriechisch ἴσχαιμος ἴσχω + αἷμα


ισχίο

ισχίο altgriechisch ἰσχίον


ισχναίνω

ισχναίνω altgriechisch ἰσχναίνω ἰσχνός


ισχυρίζομαι

ισχυρίζομαι altgriechisch ἰσχυρίζομαι (αρχική σημασία: "ενισχύομαι"}


ισχυρογνώμονας

ισχυρογνώμονας altgriechisch ἰσχυρογνώμων


ισχυρογνωμοσύνη

ισχυρογνωμοσύνη altgriechisch ἰσχυρογνωμοσύνη


ισχυρός

ισχυρός altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς


ισχυρώς

ισχυρώς altgriechisch ἰσχυρῶς


ισχύω

ισχύω altgriechisch ἰσχύω


ιτιά

ιτιά altgriechisch ἰτέα


ιχθυοπώλης

ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω


ιχθυόσαυρος

ιχθυόσαυρος neulateinisch ichthyosaurus altgriechisch ἰχθύς + -σαυρος


ιχθυοτροφείο

ιχθυοτροφείο Koine-Griechisch ἰχθυοτροφεῖον altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοτροφία

ιχθυοτροφία ιχθυοτρόφος + -ία Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθύς

ιχθύς (λόγιο) altgriechisch ἰχθύς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰǵʰu-


ιχνογραφία

ιχνογραφία altgriechisch ἰχνογραφία


ίχνος

ίχνος altgriechisch ἴχνος indoeuropäisch (Wurzel) *ei (πηγαίνω)


ιώδιο

ιώδιο (entlehnt aus) französisch iode altgriechisch ἰώδης ἴον


ιωδισμός

ιωδισμός (entlehnt aus) französisch iodisme iode altgriechisch ἰώδης ἴον


κάδμιο

κάδμιο (entlehnt aus) neulateinisch cadmium lateinisch cadmia altgriechisch καδμεία (μετάλλευμα ψευδαργύρου) Κάδμος (μυθολογικός βασιλιάς της Θήβας)


κάδος

κάδος altgriechisch κάδος


καημός

καημός mittelgriechisch καημός καίω + -μός altgriechisch καίω indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u- (ανάβω, καίω)


καθαρίζω

καθαρίζω Koine-Griechisch καθαρίζω altgriechisch καθαρός + -ίζω


κάθαρμα

κάθαρμα altgriechisch κάθαρμα


καθαρότητα

καθαρότητα altgriechisch καθαρότης, von αιτιατική καθαρότητα[1]


κάθαρση

κάθαρση altgriechisch κάθαρσις καθαίρω


καθαρτήριος

καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός


καθαρτικός

καθαρτικός altgriechisch καθαρτικός καθαίρω


κάθε

κάθε mittelgriechisch κάθε altgriechisch καθέν, Maskulinum von καθείς κατά + εἷς


καθέδρα

καθέδρα altgriechisch καθέδρα


καθείς

καθείς altgriechisch καθεῖς


καθελκυσμός

καθελκυσμός Koine-Griechisch καθελκυσμός altgriechisch καθέλκω


καθελκύω

καθελκύω altgriechisch καθέλκω ἕλκω / ἑλκύω ϝέλκω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)


καθέν

καθέν altgriechisch καθεῖς


καθεξής

καθεξής altgriechisch καθεξῆς


καθεστώς

καθεστώς altgriechisch καθεστώς, Maskulinum von καθεστώς, Passiv Perfekt von καθίστημι κατά + ἵστημι


καθετήρας

καθετήρας Koine-Griechisch καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηριάζω

καθετηριάζω Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηρίαση

καθετηρίαση καθετηριάζω + -ση Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηριασμός

καθετηριασμός Koine-Griechisch καθετηρισμός καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


κάθετος

κάθετος altgriechisch κάθετος (ενν. γραμμή) altgriechisch καθίημι ἵημι


καθήκον

καθήκον altgriechisch τα καθήκοντα μετοχή του καθήκω (είμαι κατάλληλος για κάτι)


κάθημαι

κάθημαι altgriechisch κάθημαι


καθίδρυμα

καθίδρυμα Koine-Griechisch καθίδρυμα altgriechisch καθιδρύω κατά + ἱδρύω


καθιέρωση

καθιέρωση altgriechisch καθιέρωσις


καθιζάνω

καθιζάνω altgriechisch καθιζάνω κατά + ἱζάνω ἵζω indoeuropäisch (Wurzel) *sisdō / *sizdō *sed- (κάθομαι)


καθίζω

καθίζω altgriechisch καθίζω κατά + ἵζω


καθικετεύω

καθικετεύω altgriechisch καθικετεύω κατά + ἱκετεύω ἱκέτης ἱκνέομαι ἵκω proto-indogermanisch *seik-[1]


καθιστώ

καθιστώ altgriechisch καθίστημι


κάθοδος

κάθοδος altgriechisch κάθοδος[1] κατά (κάθ-) + ὁδός


κάθομαι

κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι


καθομιλουμένη

καθομιλουμένη θηλυκή μετοχή του ελληνιστικού καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) altgriechisch καθομιλῶ


καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


καθοσίωση

καθοσίωση Koine-Griechisch καθοσίωσις κατά + altgriechisch ὅσιος


καθόσον

καθόσον altgriechisch καθ' ὅσον κατά + ὅσον ὅσος ((Lehnübersetzung) französisch en tant que


καθότι

καθότι altgriechisch καθ’ ὅτι ((Lehnübersetzung) französisch en tant que)


καθρέφτης

καθρέφτης καθρέπτης Koine-Griechisch κάθοπτρον altgriechisch κάτοπτρον


καθυστερώ

καθυστερώ Koine-Griechisch καθυστερέω / καθυστερῶ altgriechisch ὑστερέω / ὑστερῶ ὕστερος


καθώς

καθώς altgriechisch καθώς


και

και altgriechisch καί


καινοτομία

καινοτομία Koine-Griechisch καινοτομία altgriechisch καινοτόμος καινός + τέμνω


καινοτομώ

καινοτομώ altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


καίριος

καίριος altgriechisch καίριος


καιρός

καιρός altgriechisch καιρός


καιροσκόπος

καιροσκόπος Koine-Griechisch καιροσκόπος altgriechisch καιρός + -σκόπος (σκοπέω)


καιροφυλακτώ

καιροφυλακτώ altgriechisch καιροφυλακτῶ


καίτοι

καίτοι altgriechisch καίτοι καί + τοι


κακαρώνω

κακαρώνω mittelgriechisch καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) altgriechisch καρῶ κάρος, αναισθησία, νάρκη


κακεντρέχεια

κακεντρέχεια Koine-Griechisch κακεντρέχεια κακεντρεχής altgriechisch κακός + ἐντρεχής


κακία

κακία altgriechisch κακία κακός


κακοδοξία

κακοδοξία Koine-Griechisch κακοδοξία (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακοδοξία κακόδοξος κακός + δόξα


κακόδοξος

κακόδοξος Koine-Griechisch κακόδοξος (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακόδοξος κακός + δόξα


κακοήθεια

κακοήθεια altgriechisch κακοήθεια


κακολογία

κακολογία altgriechisch κακολογία κακός + λέγω


κακόλογος

κακόλογος mittelgriechisch κακόλογος altgriechisch κακολόγος


κακολογώ

κακολογώ altgriechisch κακολογέω / κακολογῶ κακός + λέγω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback