Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ζωγραφίζω

ζωγραφίζω mittelgriechisch ζωγραφίζω altgriechisch ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]


ζωγράφος

ζωγράφος altgriechisch ζωγράφος [1]


ζώδιο

ζώδιο altgriechisch ζῴδιον


ζωικός

ζωικός altgriechisch ζωικός


ζώμα

ζώμα altgriechisch ζῶμα ζώννυμι


ζώνη

ζώνη altgriechisch ζώνη ζώννυμι


ζωντανός

ζωντανός mittelgriechisch ζωντανός altgriechisch ζῶ


ζώνω

ζώνω altgriechisch ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα


ζώο

ζώο altgriechisch ζῷον


ζωογονώ

ζωογονώ altgriechisch


ζωοκτονία

ζωοκτονία mittelgriechisch ζωοκτονία altgriechisch ζῷον + -κτονία κτείνω (σκοτώνω)


ζωολατρία

ζωολατρία (entlehnt aus) französisch zoolâtrie altgriechisch ζῷον + λατρεία


ζωολογία

ζωολογία (entlehnt aus) französisch zoologie altgriechisch ζῷον + -λογία


ζωοτοκία

ζωοτοκία altgriechisch ζωοτοκία ζωός + τίκτω


ζωοτροφείο

ζωοτροφείο Koine-Griechisch ζῳοτροφεῖον altgriechisch ζῷον + τρέφω


ζωοτροφή

ζωοτροφή mittelgriechisch ζωοτροφή altgriechisch ζῳοτροφία ζῷον + τρέφω


ζωοτροφία

ζωοτροφία altgriechisch ζῳοτροφία


ζωοφιλία

ζωοφιλία (entlehnt aus) französisch zoophilie deutsch Zoophilie neulateinisch zoophilia altgriechisch ζῷον + φίλος


ζωστήρας

ζωστήρας altgriechisch ζωστήρ ζώννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *Hyeh₃s (ζώνομαι)


ήβη

ήβη altgriechisch ἥβη


ηγεμόνας

ηγεμόνας altgriechisch ἡγεμών ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


ηγεμόνευση

ηγεμόνευση ηγεμονεύω + -ση altgriechisch ἡγεμονεύω ἡγεμών ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


ηγεμονεύω

ηγεμονεύω altgriechisch ἡγεμονεύω ἡγεμών ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


ηγεμονία

ηγεμονία altgriechisch ἡγεμονία


ηγεμονικός

ηγεμονικός altgriechisch ἡγεμονικός


ηγεμονισμός

ηγεμονισμός (entlehnt aus) englisch hegemony + -ισμός altgriechisch ἡγεμονία


ηγέτης

ηγέτης altgriechisch ἡγέτης ἡγοῦμαι


ηγήτορας

ηγήτορας altgriechisch ἡγήτωρ


ηγούμαι

ηγούμαι altgriechisch ἡγοῦμαι


ηγουμενία

ηγουμενία mittelgriechisch ἡγουμενία / ἡγουμενεία altgriechisch ἡγούμενος + -ία ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


ηγούμενος

ηγούμενος mittelgriechisch ἡγούμενος altgriechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


ήδη

ήδη altgriechisch ἤδη


ηδονή

ηδονή altgriechisch ἡδονή ἥδομαι proto-griechisch *hwā́domai proto-indogermanisch *sweh₂d- (γλυκός)


ηδονικός

ηδονικός altgriechisch ἡδονικός


ηδονιστής

ηδονιστής (entlehnt aus) französisch hédoniste altgriechisch ἡδονή


ηδύποτο

ηδύποτο altgriechisch ἡδύποτον, Maskulinum von ἡδύποτος ἡδύς + πότος ( πίνω)


ηθική

ηθική Koine-Griechisch ἠθική altgriechisch ἠθικός ἦθος


ηθικός

ηθικός altgriechisch ἠθικός


ηθμός

ηθμός altgriechisch ἠθμός ἤθω / ἠθέω indoeuropäisch (Wurzel) *seh₁- (σπέρνω, φυτρώνω)


ηθογραφία

ηθογραφία ηθογράφος + -ία altgriechisch ἠθογράφος ((Lehnbedeutung) französisch éthographie)


ηθογράφος

ηθογράφος altgriechisch ἠθογράφος ἦθος ήθ(ος) + -ο- + -γράφος


ηθοποιία

ηθοποιία Koine-Griechisch ἠθοποιία altgriechisch ἠθοποιός


ήθος

ήθος altgriechisch ἦθος ἔθος ἔθω indoeuropäisch (Wurzel) *swe-dʰh₁ *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω)


ηλακάτη

ηλακάτη altgriechisch ἠλακάτη


ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω (entlehnt aus) französisch électriser altgriechisch ἤλετρον


ήλεκτρο

ήλεκτρο (λόγιο) altgriechisch ἤλεκτρον


ηλεκτροκαρδιογράφος

ηλεκτροκαρδιογράφος (entlehnt aus) englisch electrocardiograph altgriechisch ἤλεκτρον + καρδία + γράφω


ηλεκτρολογία

ηλεκτρολογία (entlehnt aus) französisch électrologie altgriechisch ἤλεκτρον + λέγω


ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος ηλεκτρολογ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) (entlehnt aus) {{δαν|fr|el|électrologie]] altgriechisch ἤλεκτρον, ηλεκτρο- + -λόγος


ηλεκτρόνιο

ηλεκτρόνιο englisch electron neulateinisch electricus lateinisch electrum altgriechisch ἤλεκτρον (κεχριμπάρι)


ηλιθιότητα

ηλιθιότητα altgriechisch ἠλιθιότης


ηλιθιώδης

ηλιθιώδης Koine-Griechisch ἠλιθιώδης altgriechisch ἠλίθιος ἤλιθα


ηλικία

ηλικία altgriechisch ἡλικία


ηλιοτρόπιο

ηλιοτρόπιο altgriechisch ἡλιοτρόπιον altgriechisch ἥλιος + τρέπω


ήμαρτον

ήμαρτον altgriechisch ἥμαρτον, von αόριστο β΄ des altgriechischen ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα)


ημέρα

ημέρα altgriechisch ἡμέρα ἦμαρ (ημέρα) indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)


ημεραλωπία

ημεραλωπία französisch héméralopie neulateinisch hemeralopia altgriechisch ἡμεράλωψ ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ (αντιδάνειο)


ημερεύω

ημερεύω mittelgriechisch ημερεύω ἥμερος altgriechisch ἥμερος. Συγχρονικά αναλύεται σε ήμερ(ος) + -εύω


ημερολόγιο

ημερολόγιο altgriechisch ἡμερολόγιον ἡμερ(α) + -ο- + -λόγιο


ήμερος

ήμερος altgriechisch ἥμερος


ημίθεος

ημίθεος altgriechisch ἡμίθεος ἡμί- + θεός


ημιονηγός

ημιονηγός altgriechisch ἡμιονηγός ἡμίονος + ἄγω


ημίονος

ημίονος (λόγιο) altgriechisch ἡμίονος ἡμι- + ὄνος (όνος κατά το ήμισυ)


ημιστίχιο

ημιστίχιο altgriechisch ἡμιστίχιον


ημισφαίριο

ημισφαίριο altgriechisch ἡμισφαίριον


ημιτόνιο

ημιτόνιο altgriechisch ἡμιτόνιον


ημπορώ

ημπορώ mittelgriechisch ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ηνίο

ηνίο altgriechisch ἡνία (μόνο πληθυντικός)


ήπαρ

ήπαρ altgriechisch ἧπαρ


ηπειρογένεση

ηπειρογένεση (entlehnt aus) französisch épirogenèse altgriechisch ἤπειρος + γένεσις


ηρεμία

ηρεμία altgriechisch ἠρεμία


ηρεμώ

ηρεμώ altgriechisch ἠρεμῶ


ήρωας

ήρωας altgriechisch ἥρως


ηρωισμός

ηρωισμός (entlehnt aus) französisch héroïsme héros + -isme altgriechisch ἥρως)


ήσκιος

ήσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά· το η- δικαιολογείται από επίδραση της λέξης ἥλιος ή von επίδραση του άρθρου ἡ σκιά→ἥσκιος (αρσενικού γένους, κατ' αναλογία προς το ἥλιος).


ησυχαστής

ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος


ήσυχος

ήσυχος altgriechisch ἥσυχος


ήτα

ήτα altgriechisch ἦτα


ήτοι

ήτοι altgriechisch ἤτοι


ήττα

ήττα altgriechisch ἧττα


ηττώμαι

ηττώμαι altgriechisch ἡττῶμαι


ηφαίστειο

ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)


ηχείο

ηχείο spätgriechisch ἠχεῖον altgriechisch ἦχος Η σημερινή σημασία αποδίδει την englisch resonator


ήχος

ήχος altgriechisch ἦχος


ηχώ

ηχώ altgriechisch ἠχώ


θάβω

θάβω altgriechisch θάπτω


θαλάμη

θαλάμη altgriechisch θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)


θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος Koine-Griechisch ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), altgriechisch ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1] θάλαμος + πέλω


θαλάμι

θαλάμι altgriechisch θαλάμη (είτε με μετατροπή του τελικού φωνήεντος σε ι entweder/oder von υποκοριστικό της θαλάμιον)


θάλαμος

θάλαμος (λόγιο) altgriechisch θάλαμος [1]


θάλασσα

θάλασσα altgriechisch θάλασσα


θαλάσσιος

θαλάσσιος altgriechisch θαλάσσιος και θαλάττιος (ο ναυτικός, ο θαλασσινός) θάλασσα και θάλαττα


θαλασσοκρατία

θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία


θαλασσοκράτορας

θαλασσοκράτορας altgriechisch θαλασσοκράτωρ


θαλασσοκρατορία

θαλασσοκρατορία altgriechisch θαλασσοκράτωρ + -ία


θαλερός

θαλερός altgriechisch θαλερός θάλλω


θαλερότητα

θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα


θάλλω

θάλλω altgriechisch θάλλω (θάλ-jω/θάλ-νω) (ανθώ, βλασταίνω)


θάλπος

θάλπος altgriechisch θάλπος


θάλπω

θάλπω altgriechisch θάλπω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback