{το}  ζώο Subst.  [zoo, zwo]

{das}    Subst.
(0)

Etymologie zu ζώο

ζώο altgriechisch ζῷον


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
θηρίο
κτήνος
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu ζώο

ζώο το [zóo] : 1. (και βιολ.) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα (οι άλλες τέσσερις: τα φυτά, οι μύκητες, τα πρώτιστα και τα μονήρη): Tο βασίλειο των ζώων. Συνομοταξία ή φύλο / ομοταξία ζώων. Ωοτόκα / ζωοτόκα / σπονδυλωτά / φυτοφάγα / σαρκοφάγα ζώα. Ο άνθρωπος είναι ζώο έλλογο. Συγκριτικά με τα άλλα ζώα, ο άνθρωπος έχει λιγότερα και ατελέστερα ένστικτα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback