Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διατηρώ

διατηρώ altgriechisch διατηρέω / διατηρῶ διά + τηρέω / τηρῶ ((Lehnbedeutung) französisch conserver)


διατίμηση

διατίμηση Koine-Griechisch διατίμησις altgriechisch τιμάω


διατιμώ

διατιμώ Koine-Griechisch διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch διατιμάω / διατιμῶ τιμάω / τιμῶ τιμή


διάτομα

διάτομα (entlehnt aus) französisch diatomées altgriechisch διάτομος διά + τέμνω


διατομή

διατομή altgriechisch διατομή διατέμνω διά + τέμνω ((Lehnbedeutung) französisch section)


διατρέξαντα

διατρέξαντα altgriechisch διατρέξαντα, Mehrzahl von διατρέξαν, Maskulinum von διατρέξας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος διατρέχω διά + τρέχω


διατρέφω

διατρέφω altgriechisch διατρέφω διά + τρέφω


διατρέχω

διατρέχω altgriechisch διατρέχω διά + τρέχω ((Lehnbedeutung) französisch parcourir[1] [2])


διατριβή

διατριβή altgriechisch διατριβή διατρίβω διά + τρίβω


διατροφή

διατροφή altgriechisch διατροφή διατρέφω διά + τρέφω


διατρυπώ

διατρυπώ (λόγιο) altgriechisch διατρυπῶ, συνηρημένος τύπος του διατρυπάω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + τρυπώ


διάττοντας

διάττοντας altgriechisch διᾴττων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διᾴττω / διᾴσσω / διαΐσσω ἀΐσσω


διατυπώνω

διατυπώνω altgriechisch διατυπόω / διατυπῶ διά + τυπόω / τυπῶ τύπος ((Lehnbedeutung) deutsch ausdrücken)


διατύπωση

διατύπωση altgriechisch διατύπωσις (ολοκληρωμένη μορφή)


διαυγάζω

διαυγάζω altgriechisch διαυγάζω ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) clarifier-clarifié)


διαύγεια

διαύγεια Koine-Griechisch διαύγεια altgriechisch διαυγής διά + αὐγής


διαυγής

διαυγής altgriechisch διαυγής αὐγής αὐγή


δίαυλος

δίαυλος (λόγιο) altgriechisch δίαυλος δί- + αὐλός indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eulos (σωλήνας)


διαφέρω

διαφέρω altgriechisch διαφέρω διά + φέρω


διαφθείρω

διαφθείρω altgriechisch διαφθείρω διά + φθείρω proto-griechisch kʷʰtʰéřřō proto-indogermanisch *dʰgʷʰér-ye-ti *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)


διαφθορά

διαφθορά altgriechisch διαφθορά διαφθείρω διά + φθείρω proto-griechisch kʷʰtʰéřřō proto-indogermanisch *dʰgʷʰér-ye-ti *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)


διαφθορέας

διαφθορέας altgriechisch διαφθορεύς


διαφιλονικώ

διαφιλονικώ altgriechisch διαφιλονικῶ


διαφορά

διαφορά altgriechisch διαφορά διαφέρω


διάφραγμα

διάφραγμα altgriechisch διάφραγμα διαφράσσω φράσσω


διαφυγή

διαφυγή altgriechisch διαφυγή διά + φυγή φεύγω


διαφύλαξη

διαφύλαξη διαφύλαξις altgriechisch διαφυλάσσω και διαφυλάττω διά + φυλάττω


διαφωνώ

διαφωνώ altgriechisch διαφωνέω / διαφωνῶ διά + φωνέω / φωνῶ φωνή


διαφωτίζω

διαφωτίζω Koine-Griechisch διαφωτίζω διά + altgriechisch φωτίζω φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)


διαχειμάζω

διαχειμάζω altgriechisch διαχειμάζω δια- + altgriechisch χειμάζω χεῖμα


διαχειρίζομαι

διαχειρίζομαι altgriechisch διαχειρίζομαι, Passiv von διαχειρίζω


διαχείριση

διαχείριση altgriechisch διαχείρισις


διαχέω

διαχέω altgriechisch διαχέω διά και χέω


διάχρυσος

διάχρυσος Koine-Griechisch διάχρυσος διά + altgriechisch χρυσός


διαχύσεις

διαχύσεις Mehrzahl von διάχυση altgriechisch διάχυσις διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) ((Lehnübersetzung) französisch effusions)


διάχυση

διάχυση altgriechisch διάχυσις διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) ((Lehnübersetzung) französisch diffusion)


διαχυτικότητα

διαχυτικότητα διαχυτικός + -ότητα altgriechisch διαχυτικός διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)


διαχωρίζω

διαχωρίζω altgriechisch διαχωρίζω διά + χωρίζω χῶρος / χώρα proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)


διαχωρισμός

διαχωρισμός Koine-Griechisch διαχωρισμός altgriechisch διαχωρίζω διά + χωρίζω χῶρος / χώρα proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)


διαψεύδω

διαψεύδω Koine-Griechisch διαψεύδω altgriechisch διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω


διάψευση

διάψευση Koine-Griechisch διάψευσις altgriechisch διαψεύδω


διβολίζω

διβολίζω Koine-Griechisch διβολέω / διβολῶ altgriechisch δίβολος δι- + βάλλω


διγνωμία

διγνωμία δίγνωμος + -ία Koine-Griechisch δίγνωμος δι- + altgriechisch γνώμη γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


δίγνωμος

δίγνωμος Koine-Griechisch δίγνωμος[1] δι- + altgriechisch γνώμη γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


δίδαγμα

δίδαγμα altgriechisch δίδαγμα διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδακτήριο

διδακτήριο διδάσκω + -τήριο altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδακτικός

διδακτικός altgriechisch διδακτικός διδάσκω


διδακτισμός

διδακτισμός französisch didactisme didactique Koine-Griechisch διδακτικός (αντιδάνειο) altgriechisch διδακτός διδάσκω δάω indoeuropäisch (Wurzel) *deḱ- (παίρνω)


διδακτός

διδακτός altgriechisch διδακτός διδάσκω


διδασκαλείο

διδασκαλείο altgriechisch διδασκαλεῖον διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδασκαλία

διδασκαλία altgriechisch διδασκαλία


διδάσκαλος

διδάσκαλος (λόγιο) altgriechisch διδάσκαλος. siehe auch δάσκαλος


διδάσκω

διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδαχή

διδαχή altgriechisch διδαχή διδάσκω


δίδυμος

δίδυμος altgriechisch δίδυμος (δίς) δι- + -δυ + -μος (εκφραστικός αναδιπλασιασμός του δύο)


δίδω

δίδω Koine-Griechisch δίδω altgriechisch δίδωμι


διεγείρω

διεγείρω altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch exciter)


διέγερση

διέγερση Koine-Griechisch διέγερσις altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch excitation)


διεγέρτης

διεγέρτης διεγείρω + -της altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnübersetzung) französisch excitant)


διεισδύω

διεισδύω Koine-Griechisch διεισδύω / διεισδύνω διά + altgriechisch εἰσδύνω ( δύω)


διεκδικώ

διεκδικώ Koine-Griechisch διεκδικέω / διεκδικῶ δι- + ἐκδικέω altgriechisch δίκη ((Lehnübersetzung) französisch revendiquer)


διεκπεραιώνω

διεκπεραιώνω Koine-Griechisch διεκπεραιόω / διεκπεραιῶ διά + ἐκ + altgriechisch πέρας


διεκτραγωδώ

διεκτραγωδώ διά + Koine-Griechisch ἐκτραγῳδέω / ἐκτραγῳδῶ ἐκ + altgriechisch τραγῳδέω / τραγῳδῶ τράγος + ᾄδω


διένεξη

διένεξη mittelgriechisch διένεξις altgriechisch διαφέρω (πρόθεση διά + αοριστικό θέμα ἐνεγκ- του φέρω)


διεξάγω

διεξάγω Koine-Griechisch διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διεξαγωγή

διεξαγωγή Koine-Griechisch διεξαγωγή διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διεξέρχομαι

διεξέρχομαι altgriechisch διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι


διέξοδος

διέξοδος altgriechisch διέξοδος διά + ἔξοδος


διέπω

διέπω (λόγιο) altgriechisch διέπω


διερεύνηση

διερεύνηση Koine-Griechisch διερεύνησις altgriechisch διερευνάω


διερευνώ

διερευνώ altgriechisch διερευνάω διά + ἐρευνάω ἔρευνα ἔρομαι εἴρω proto-indogermanisch *ser-


διερμηνέας

διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνεία

διερμηνεία Koine-Griechisch διερμηνεία διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμήνευση

διερμήνευση (λόγιο) Koine-Griechisch διερμήνευ(σις) + -ση διά (δι-) + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνευτής

διερμηνευτής Koine-Griechisch διερμηνευτής διερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ενδεχομένως: Ἑρμῆς) (2. (Lehnbedeutung) englisch interpreter)


διερμηνεύω

διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διέρχομαι

διέρχομαι altgriechisch διέρχομαι


διεστώτα

διεστώτα altgriechisch διεστῶτα, Maskulinum von διεστώς, Passiv Perfekt von διίσταμαι


διετία

διετία Koine-Griechisch διετία altgriechisch διετής δι- + ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


διευθετώ

διευθετώ Koine-Griechisch διευθετέω / διευθετῶ altgriechisch εὐθετέω / εὐθετῶ εὔθετος εὖ + τίθημι


διευθυντής

διευθυντής (λόγιο) Koine-Griechisch διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (Lehnbedeutung) französisch directeur[1] διευθύνω διά (δι-) + altgriechisch εὐθύνω εὐθύς


διευκρινίζω

διευκρινίζω altgriechisch διευκρινέω / διευκρινῶ εὐκρινέω / εὐκρινῶ εὐκρινής εὖ + κρίνω proto-griechisch *kríňňō proto-indogermanisch *kri-n-ye- *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)


διευκρίνιση

διευκρίνιση διευκρινίζω + -ση altgriechisch διευκρινέω / διευκρινῶ εὐκρινέω / εὐκρινῶ εὐκρινής εὖ + κρίνω proto-griechisch *kríňňō proto-indogermanisch *kri-n-ye- *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)


διήγημα

διήγημα Koine-Griechisch διήγημα altgriechisch διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g- (αναζητώ)


διήγηση

διήγηση altgriechisch διήγησις διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


διηγούμαι

διηγούμαι altgriechisch διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


διήθηση

διήθηση Koine-Griechisch διήθησις altgriechisch διηθέω / διηθῶ ἠθέω / ἠθῶ


διηθώ

διηθώ altgriechisch διηθέω / διηθῶ διά + ἠθέω (*ἤθω) «κοσκινίζω» indoeuropäisch (Wurzel) *seh₁i- «κοσκινίζω»


διίσταμαι

διίσταμαι altgriechisch διΐσταμαι διά + ἵσταμαι (στέκομαι ενάντια)


δικάζω

δικάζω altgriechisch δικάζω δίκη


δίκαιο

δίκαιο altgriechisch δίκαιον


δίκαιον

δίκαιον altgriechisch δίκαιος


δικαιοδοσία

δικαιοδοσία Koine-Griechisch δικαιοδοσία altgriechisch δίκαιος + δίδωμι


δικαιοκρίτης

δικαιοκρίτης Koine-Griechisch δῐκαιοκρῐ́της altgriechisch δίκαιος + κρίνω


δικαιολογία

δικαιολογία altgriechisch δικαιολογία


δικαιολογώ

δικαιολογώ Koine-Griechisch δικαιλογῶ altgriechisch δικαιολογοῦμαι δίκαιος + λόγος


δικαιοσύνη

δικαιοσύνη altgriechisch δικαιοσύνη δίκαιος δίκη


δικαίωμα

δικαίωμα altgriechisch δικαίωμα (1.(Lehnbedeutung) französisch droit. 2.(Lehnbedeutung) französisch droits)


δικαιώνω

δικαιώνω altgriechisch δικαιόω / δικαιῶ


δικαίωση

δικαίωση altgriechisch δικαίωσις δικαιόω / δικαιῶ ((Lehnbedeutung) französisch justification)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback