διατυπώνω altgriechisch διατυπόω / διατυπῶ διά + τυπόω / τυπῶ τύπος ((Lehnbedeutung) deutsch ausdrücken)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατυπώνω | διατυπώνουμε, διατυπώνομε | διατυπώνομαι | διατυπωνόμαστε |
διατυπώνεις | διατυπώνετε | διατυπώνεσαι | διατυπώνεστε, διατυπωνόσαστε | ||
διατυπώνει | διατυπώνουν(ε) | διατυπώνεται | διατυπώνονται | ||
Imper fekt | διατύπωνα | διατυπώναμε | διατυπωνόμουν(α) | διατυπωνόμαστε, διατυπωνόμασταν | |
διατύπωνες | διατυπώνατε | διατυπωνόσουν(α) | διατυπωνόσαστε, διατυπωνόσασταν | ||
διατύπωνε | διατύπωναν, διατυπώναν(ε) | διατυπωνόταν(ε) | διατυπώνονταν, διατυπωνόντανε, διατυπωνόντουσαν | ||
Aorist | διατύπωσα | διατυπώσαμε | διατυπώθηκα | διατυπωθήκαμε | |
διατύπωσες | διατυπώσατε | διατυπώθηκες | διατυπωθήκατε | ||
διατύπωσε | διατύπωσαν, διατυπώσαν(ε) | διατυπώθηκε | διατυπώθηκαν, διατυπωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατυπώνω | θα διατυπώνουμε, | θα διατυπώνομαι | θα διατυπωνόμαστε | |
θα διατυπώνεις | θα διατυπώνετε | θα διατυπώνεσαι | θα διατυπώνεστε, | ||
θα διατυπώνει | θα διατυπώνουν(ε) | θα διατυπώνεται | θα διατυπώνονται | ||
Fut ur | θα διατυπώσω | θα διατυπώσουμε, | θα διατυπωθώ | θα διατυπωθούμε | |
θα διατυπώσεις | θα διατυπώσετε | θα διατυπωθείς | θα διατυπωθείτε | ||
θα διατυπώσει | θα διατυπώσουν | θα διατυπωθεί | θα διατυπωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατυπώνω | να διατυπώνουμε, | να διατυπώνομαι | να διατυπωνόμαστε |
να διατυπώνεις | να διατυπώνετε | να διατυπώνεσαι | να διατυπώνεστε, | ||
να διατυπώνει | να διατυπώνουν(ε) | να διατυπώνεται | να διατυπώνονται | ||
Aorist | να διατυπώσω | να διατυπώσουμε, | να διατυπωθώ | να διατυπωθούμε | |
να διατυπώσεις | να διατυπώσετε | να διατυπωθείς | να διατυπωθείτε | ||
να διατυπώσει | να διατυπώσουν(ε) | να διατυπωθεί | να διατυπωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διατυπώσει να έχεις διατυπωμένο | να έχετε διατυπώσει να έχετε διατυπωμένο | να έχεις διατυπωθεί να είσαι διατυπωμένος, -η | να έχετε διατυπωθεί να είστε διατυπωμένοι, -ες | ||
να έχει διατυπώσει να έχει διατυπωμένο | να έχουν διατυπώσει να έχουν διατυπωμένο | να έχει διατυπωθεί | να έχουν διατυπωθεί | ||
Imper ativ | Pres | διατύπωνε | διατυπώνετε | διατυπώνεστε | |
Aorist | διατύπωσε | διατυπώστε, διατυπώσετε | διατυπώσου | διατυπωθείτε | |
Part izip | Pres | διατυπώνοντας | |||
Perf | έχοντας διατυπώσει, | διατυπωμένος, -η, -ο | διατυπωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατυπώσει | διατυπωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | formuliere aus | ||
du | formulierst aus | |||
er, sie, es | formuliert aus | |||
Präteritum | ich | formulierte aus | ||
Konjunktiv II | ich | formulierte aus | ||
Imperativ | Singular | formulier aus! formuliere aus! | ||
Plural | formuliert aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausformuliert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausformulieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | formuliere | ||
du | formulierst | |||
er, sie, es | formuliert | |||
Präteritum | ich | formulierte | ||
Konjunktiv II | ich | formulierte | ||
Imperativ | Singular | formuliere! formulier! | ||
Plural | formuliert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
formuliert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:formulieren |
διατυπώνω [δiatipóno] -ομαι : εκφράζω κτ., σε γραπτό ή σε προφορικό λόγο, αποδίδοντας με μια συγκεκριμένη μορφή τις σκέψεις μου: Διατυπώνει τις σκέψεις του με σαφήνεια. Οι αντιρρήσεις του είναι διατυπωμένες με οξύτητα. Ενώ έχει πολλές γνώσεις, δυσκολεύεται να τις διατυπώσει. || Εγώ, αυτό που είπες, θα το διατυπώσω κάπως διαφορετικά, θα δώσω μια κάπως διαφορετική άποψη. Έτσι όπως διατυπώθηκε η συμφωνία, δε μας κατοχυρώνει, οι όροι που περιλαμβάνει, κυρίως όσον αφορά τις λεπτομέρειες. || κάνω γνωστή, δηλώνω μια άποψή μου: Διατύπωσε πολλές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα του έργου. Διατυπώθηκαν παράπονα / κατηγορίες εναντίον του διευθυντή.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.