διατυπώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Diese Kategorien, die Grundtypen unlauterer Praktiken ausformulieren, bieten zusätzliche Rechtssicherheit. | Οι κατηγορίες αυτές που περιλαμβάνουν βασικά είδη αθέμιτων πρακτικών παρέχουν πρόσθετη ασφάλεια δικαίου. Übersetzung bestätigt |
Es muss mehr Information dazu bereitgestellt werden, damit andere Experten den Ansatz ausformulieren und weitere Szenarien ausgehend von unterschiedlichen Annahmen entwickeln können. | Θα πρέπει να παρασχεθούν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν, προκειμένου και άλλοι εμπειρογνώμονες να μπορούν να ελέγξουν την προσέγγιση και να αναπτύξουν άλλα σενάρια βάσει διαφορετικών υποθέσεων. Übersetzung bestätigt |
Stärker ausformulieren | Ενίσχυση της διατύπωσης Übersetzung bestätigt |
Sie folgen in einem hohen Ausmaß der Empfehlung, die der Ausschuss für Recht und Binnenmarkt abgegeben hat, und auf dieser Grundlage sollen sie offenbar das, was wir uns eigentlich in dem Zusammenhang von der Kommission erwarten, ein bisschen ausformulieren. | Ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τη σύσταση που υπέβαλε η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς και, επί της βάσης αυτής, διατυπώνουν εμφανώς αυτό που προσδοκούμε από την Επιτροπή. Übersetzung bestätigt |
Die Tagung der Internationalen Jute-Organisation, die Ende des Monats in Dhaka stattfinden wird, wird den Satzungsentwurf für dieses Gremium diskutieren und hoffentlich ausformulieren, so dass er der UNCTAD in Genf vorgelegt werden kann. | Το σχέδιο πρότασης για τη σύσταση του εν λόγω οργάνου θα συζητηθεί και ελπίζω να οριστικοποιηθεί στη συνάντηση του Διεθνούς Οργανισμού Γιούτας που θα λάβει χώρα στη Ντάκα στο τέλος του τρέχοντος μηνός. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ausgestalten |
detailliert ausarbeiten |
ausformulieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | formuliere aus | ||
du | formulierst aus | |||
er, sie, es | formuliert aus | |||
Präteritum | ich | formulierte aus | ||
Konjunktiv II | ich | formulierte aus | ||
Imperativ | Singular | formulier aus! formuliere aus! | ||
Plural | formuliert aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausformuliert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausformulieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατυπώνω | διατυπώνουμε, διατυπώνομε | διατυπώνομαι | διατυπωνόμαστε |
διατυπώνεις | διατυπώνετε | διατυπώνεσαι | διατυπώνεστε, διατυπωνόσαστε | ||
διατυπώνει | διατυπώνουν(ε) | διατυπώνεται | διατυπώνονται | ||
Imper fekt | διατύπωνα | διατυπώναμε | διατυπωνόμουν(α) | διατυπωνόμαστε, διατυπωνόμασταν | |
διατύπωνες | διατυπώνατε | διατυπωνόσουν(α) | διατυπωνόσαστε, διατυπωνόσασταν | ||
διατύπωνε | διατύπωναν, διατυπώναν(ε) | διατυπωνόταν(ε) | διατυπώνονταν, διατυπωνόντανε, διατυπωνόντουσαν | ||
Aorist | διατύπωσα | διατυπώσαμε | διατυπώθηκα | διατυπωθήκαμε | |
διατύπωσες | διατυπώσατε | διατυπώθηκες | διατυπωθήκατε | ||
διατύπωσε | διατύπωσαν, διατυπώσαν(ε) | διατυπώθηκε | διατυπώθηκαν, διατυπωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατυπώνω | θα διατυπώνουμε, | θα διατυπώνομαι | θα διατυπωνόμαστε | |
θα διατυπώνεις | θα διατυπώνετε | θα διατυπώνεσαι | θα διατυπώνεστε, | ||
θα διατυπώνει | θα διατυπώνουν(ε) | θα διατυπώνεται | θα διατυπώνονται | ||
Fut ur | θα διατυπώσω | θα διατυπώσουμε, | θα διατυπωθώ | θα διατυπωθούμε | |
θα διατυπώσεις | θα διατυπώσετε | θα διατυπωθείς | θα διατυπωθείτε | ||
θα διατυπώσει | θα διατυπώσουν | θα διατυπωθεί | θα διατυπωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατυπώνω | να διατυπώνουμε, | να διατυπώνομαι | να διατυπωνόμαστε |
να διατυπώνεις | να διατυπώνετε | να διατυπώνεσαι | να διατυπώνεστε, | ||
να διατυπώνει | να διατυπώνουν(ε) | να διατυπώνεται | να διατυπώνονται | ||
Aorist | να διατυπώσω | να διατυπώσουμε, | να διατυπωθώ | να διατυπωθούμε | |
να διατυπώσεις | να διατυπώσετε | να διατυπωθείς | να διατυπωθείτε | ||
να διατυπώσει | να διατυπώσουν(ε) | να διατυπωθεί | να διατυπωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διατυπώσει να έχεις διατυπωμένο | να έχετε διατυπώσει να έχετε διατυπωμένο | να έχεις διατυπωθεί να είσαι διατυπωμένος, -η | να έχετε διατυπωθεί να είστε διατυπωμένοι, -ες | ||
να έχει διατυπώσει να έχει διατυπωμένο | να έχουν διατυπώσει να έχουν διατυπωμένο | να έχει διατυπωθεί | να έχουν διατυπωθεί | ||
Imper ativ | Pres | διατύπωνε | διατυπώνετε | διατυπώνεστε | |
Aorist | διατύπωσε | διατυπώστε, διατυπώσετε | διατυπώσου | διατυπωθείτε | |
Part izip | Pres | διατυπώνοντας | |||
Perf | έχοντας διατυπώσει, | διατυπωμένος, -η, -ο | διατυπωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατυπώσει | διατυπωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.