Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ωτίτιδα

ωτίτιδα ὠτίτις λέξη της Katharevousaς για να αποδώσει τον ιατρικό όρο otitis altgriechisch Genitiv ὠτός οὖς


ωτορινολαρυγγολογία

ωτορινολαρυγγολογία (entlehnt aus) französisch oto-rhino-laryngologie altgriechisch ὠτο- ( οὖς) + ῥιν- (ῥίς) + λάρυγξ + -λογία


ωτορινολαρυγγολόγος

ωτορινολαρυγγολόγος ωτο- + ρινο- + λαρυγγο- + -λόγος, (entlehnt aus) französisch otorhinolaryngologiste altgriechisch ὠτο- ( οὖς) + ῥιν- (ῥίς) + λάρυγξ + -λόγος


ωτοσκόπηση

ωτοσκόπηση λόγ. ὠτοσκόπησις um das französische wiederzugeben otoscopie oto- ( altgriechisch Genitiv ὠτός της λέξης οὖς) + -scopie ( altgriechisch σκοπέω-σκοπῶ)


ωτοσκόπιο

ωτοσκόπιο λόγ. ὠτοσκόπιον um das französische wiederzugeben otoscope oto- ( altgriechisch Genitiv ὠτός της λέξης οὖς) + -scope ( altgriechisch σκοπέω-σκοπῶ)


ωφέλεια

ωφέλεια altgriechisch ὠφέλεια ὠφελέω


ωφέλημα

ωφέλημα altgriechisch ὠφέλημα ὠφελῶ


ωφελώ

ωφελώ altgriechisch ὠφελέω / ὠφελῶ


ώχρα

ώχρα altgriechisch ὤχρα ὠχρός


ένα

ένα altgriechisch ἕν


αβαθής

αβαθής Koine-Griechisch ἀβαθής ἀ- (στερητικό) + altgriechisch βάθος βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)


θαρραλέος

θαρραλέος altgriechisch θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέον ( και θαρσαλέος)


ξακουστός

ξακουστός mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐξάκουστος altgriechisch ἐξακούω (ακούω από μακριά) ἐξ και ἀκούω


κουτός

κουτός κουτόμυαλος κοττόμυαλος (που έχει μυαλό κότας) altgriechisch κόττος


πολύς

πολύς altgriechisch πολύς


βηρύλλιο

βηρύλλιο (entlehnt aus) neulateinisch beryllium (χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά von Wöhler το 1828) lateinisch beryl altgriechisch βήρυλλος


βιοηθική

βιοηθική (entlehnt aus) englisch bioethics (βιο--) altgriechisch βίος + ἠθική, Femininum von ἠθικός ἦθος ἔθος ἔθω indoeuropäisch (Wurzel) *swe-dʰh₁ *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω)


βιοκλιματολογία

βιοκλιματολογία (entlehnt aus) englisch bioclimatology altgriechisch βίος + κλίμα + λέγω


βιομετρία

βιομετρία (entlehnt aus) englisch biometry altgriechisch βίος + μέτρον


βουτάνιο

βουτάνιο englisch butane butyric altgriechisch βούτυρον / βούτυρος (αντιδάνειο) βοῦς + τυρός


χειρουργός

χειρουργός Koine-Griechisch (ίδια σημασία) altgriechisch χειρουργός χείρ + ἔργον


ευγονική

ευγονική substantiviertes Femininum des Adjektivs: ευγονικός ευγονία altgriechisch εὐγονία, (entlehnt aus) (Lehnübersetzung) englisch eugenics


αλιεύς

αλιεύς altgriechisch ἁλιεύς ἅλς


γενετική

γενετική altgriechisch γενέτης γίγνομαι


βρώμη

βρώμη altgriechisch βρόμος


Κοσσυφοπέδιο

Κοσσυφοπέδιο mittelgriechisch κοσσυφοπέδιον altgriechisch κόσσυφος + πεδίον


Μονακό

Μονακό französisch Monaco altgriechisch Μόνοικος μόνος + οίκος


φωσφόρος

φωσφόρος altgriechisch φωσφόρος φῶς + φέρω


ξυλουργία

ξυλουργία altgriechisch ξυλουργία ξύλον + ἔργον


θείον

θείον altgriechisch θεῖον


σόργο

σόργο neulateinisch sorghum Sorghum italienisch sorgo δημώδης lateinisch *syricum lateinisch Syricus Syria + -icus altgriechisch Συρία (αντιδάνειο) Σύρος akkadisch ???????? (Aššur)


ταντάλιο

ταντάλιο (entlehnt aus) neulateinisch tantalum altgriechisch Τάνταλος


θεραπευτική

θεραπευτική altgriechisch θεραπευτικός


χήρος

χήρος altgriechisch χῆρος


βιντεοδίσκος

βιντεοδίσκος (entlehnt aus) englisch videodisc lateinisch video + altgriechisch δίσκος


τεράστιος

τεράστιος altgriechisch τεράστιος τέρας


εύπεπτος

εύπεπτος altgriechisch εὔπεπτος εὖ + πέσσω


αθώος

αθώος altgriechisch ἀθῷος θωή (ποινή)


σχίνος

σχίνος altgriechisch σχῖνος


πόσος

πόσος altgriechisch πόσος


γευστικός

γευστικός altgriechisch γευστικός γεῦσις


γελοίος

γελοίος altgriechisch γελοῖος


χαρούμενος

χαρούμενος mittelgriechisch χαρούμενος χαιρούμενος χαίρομαι altgriechisch χαίρω


ύπουλος

ύπουλος altgriechisch ὕπουλος (με κρυφή πληγή, φαινομενικά επουλωμένος κάτω von ουλή). Η σημερινή σημασία von ελληνιστική περίοδο.[1][2]


ακονίζομαι

ακονίζομαι Passiv von ακονίζω altgriechisch ἀκονάω


αποχωρίζομαι

αποχωρίζομαι Passiv von αποχωρίζω altgriechisch ἀποχωρίζω


βεβαιώνομαι

βεβαιώνομαι Passiv von βεβαιώνω, altgriechisch βεβαιοῦμαι


γνωρίζομαι

γνωρίζομαι altgriechisch γνωρίζω


δέρνομαι

δέρνομαι altgriechisch δέρω


διορίζομαι

διορίζομαι altgriechisch διορίζομαι είχε άλλη έννοια αλλά το δανείστηκαν οι λόγιοι της Katharevousaς για να αποδώσουν την τότε έννοια του γαλλικού désigner


εγκαθίσταμαι

εγκαθίσταμαι altgriechisch ἐγκαθίσταμαι, μέση-παθητική φωνή του ἐγκαθίστημι


εισάγομαι

εισάγομαι Passiv von εισάγω altgriechisch εἰσάγω


εκδίδομαι

εκδίδομαι altgriechisch ἐκδίδομαι, Passiv von ἐκδίδωμι ἐκ + δίδωμι


ενθουσιάζομαι

ενθουσιάζομαι altgriechisch ἐνθουσιάζομαι, Passiv von ἐνθουσιάζω ἔνθους ἔνθεος ἐν + θεός proto-griechisch *tʰehós proto-indogermanisch *dʰéh₁s *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s


ενοχλούμαι

ενοχλούμαι παθητική φωνή του ενοχλώ altgriechisch ἐνοχλοῦμαι


εξάγομαι

εξάγομαι Passiv von εξάγω altgriechisch εξάγομαι ἐξ + ἄγω


εξελίσσομαι

εξελίσσομαι εξελίσσω altgriechisch ἐξελίσσω


εξηγούμαι

εξηγούμαι altgriechisch ἐξηγέομαι (ἐξηγοῦμαι)


ήρεμα

ήρεμα altgriechisch ἠρέμα


ηρωίδα

ηρωίδα altgriechisch ἡρωίς


θάβομαι

θάβομαι : Passiv von θάβω altgriechisch θάπτομαι


καίγομαι

καίγομαι altgriechisch καίομαι, παθητική φωνή του καίω, άγνωστης ετυμολογίας και χωρίς συγγενείς λέξεις έξω von ελληνική


καύσιμο

καύσιμο altgriechisch καύσιμος καῦσις καίω


κινούμαι

κινούμαι altgriechisch κινοῦμαι


κορώνα

κορώνα mittelgriechisch κορόνα italienisch corona lateinisch corona altgriechisch κορώνη (αντιδάνειο), με ωμέγα όπως στα αρχαία ελληνικά[1][2] Δείτε την καθιερωμένη γραφή κορόνα[3]


κουλουράκι

κουλουράκι κουλούρι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα


μασιέμαι

μασιέμαι mittelgriechisch μασῶ, altgriechisch μασάομαι-μασῶμαι


μεταδίδομαι

μεταδίδομαι Passiv von μεταδίδω altgriechisch μεταδίδομαι


νοικοκυρά

νοικοκυρά mittelgriechisch νοικοκυρά altgriechisch οἶκος + κύριος


ξανοίγομαι

ξανοίγομαι Passiv von ξανοίγω mittelgriechisch ξανοίγω altgriechisch ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)


ξημερώνομαι

ξημερώνομαι: Passiv von ξημερώνω mittelgriechisch ξημερώνω / εξημερώνω εξ- + ημέρα + -ώνω altgriechisch ἡμέρα ἦμαρ (ημέρα) indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)


ξύνομαι

ξύνομαι Passiv von ξύνω altgriechisch ξύω


παρουσιάζομαι

παρουσιάζομαι Passiv von παρουσιάζω, altgriechisch παρουσιάζομαι


πηλίκο

πηλίκο altgriechisch πηλίκος ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) quotient ( λατινικά quotiens)


πολεμίστρια

πολεμίστρια altgriechisch πολεμίστρια


πονώ

πονώ (Katharevousa) πονῶ altgriechisch πονέω-πονῶ


προστάτιδα

προστάτιδα altgriechisch προστάτις + κατάληξη θηλυκού -ιδα


πρώτα

πρώτα πρώτος + -α altgriechisch πρῶτος indoeuropäisch (Wurzel) *pr̥H-


πωλήτρια

πωλήτρια altgriechisch πωλητής πωλῶ


ρίχνομαι

ρίχνομαι ρίχνω altgriechisch ῥίπτω


σπάω

σπάω altgriechisch σπάω / σπῶ proto-indogermanisch *sp(h)ei- (τραβώ)


σχάρα

σχάρα altgriechisch σχάρα ἐσχάρα


τζιτζίκι

τζιτζίκι τζίτζικας + -ι altgriechisch τέττιξ (Onomatopoetikum)


τίποτα

τίποτα mittelgriechisch τίποτα / τίποτε altgriechisch τί ποτε τίπτε[1]


υπερασπίζω

υπερασπίζω Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς


φίλη

φίλη altgriechisch φίλη


φτερνίζομαι

φτερνίζομαι φταρνίζομαι altgriechisch πτάρνυμαι


φυσώ

φυσώ altgriechisch φυσάω indoeuropäisch (Wurzel) *pu- (φυσώ, φουσκώνω)


χαρίζομαι

χαρίζομαι Passiv von χαρίζω και altgriechisch χαρίζομαι


χειρότερα

χειρότερα χειρότερος altgriechisch χείρων (επίθετο) και χεῖρον (επίρρημα)


χθες

χθες altgriechisch χθές. siehe auch χτες[1]


πικτογραφία

πικτογραφία (entlehnt aus) englisch pictograph lateinisch pingo + altgriechisch γράφω


μηνιάτικο

μηνιάτικο mittelgriechisch μηνιατικόν altgriechisch μήν


υποχόνδριος

υποχόνδριος altgriechisch ὑποχόνδριος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


χολερικός

χολερικός altgriechisch χολερικός χολέρα


τολύπη

τολύπη altgriechisch τολύπη


ασπροπάρης

ασπροπάρης ασπροπάρι *ασπρογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ


φιλάνθρωπος

φιλάνθρωπος altgriechisch φιλάνθρωπος φίλος + ἄνθρωπος


καθαρτήριο

καθαρτήριο καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός ((Lehnübersetzung) (ιταλικά) purgatorio)


φιλελεύθερος

φιλελεύθερος Koine-Griechisch φιλελεύθερος altgriechisch φίλος + ἐλεύθερος πολιτική σημασία: ((Lehnbedeutung) englisch liberal



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback