υπερασπίζω Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όταν ήλθα στην παρούσα Συνέλευση, δεν φαντάστηκα ότι θα κατέληγα να υπερασπίζω τη θέση της Επιτροπής και όμως η Επιτροπή έκανε το καθήκον της. | Als ich in dieses Haus kam, konnte ich mir wirklich nicht vorstellen, dass ich einmal die Haltung der Kommission verteidigen würde. Heute möchte ich jedoch ausdrücklich sagen, dass die Kommission ihre Hausaufgaben gemacht hat. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΩ I defend | Aktiv | Aktiv | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπερασπίζω | υπερασπίζουμε, υπερασπίζομε | υπερασπίζομαι | υπερασπιζόμαστε |
υπερασπίζεις | υπερασπίζετε | υπερασπίζεσαι | υπερασπίζεστε, υπερασπιζόσαστε | ||
υπερασπίζει | υπερασπίζουν(ε) | υπερασπίζεται | υπερασπίζονται | ||
Imper fekt | υπεράσπιζα | υπερασπίζαμε | υπερασπιζόμουν(α) | υπερασπιζόμαστε, υπερασπιζόμασταν | |
υπεράσπιζες | υπερασπίζατε | υπερασπιζόσουν(α) | υπερασπιζόσαστε, υπερασπιζόσασταν | ||
υπεράσπιζε | υπεράσπιζαν, υπερασπίζαν(ε) | υπερασπιζόταν(ε) | υπερασπίζονταν, υπερασπιζόντανε, υπερασπιζόντουσαν | ||
Aorist | υπεράσπισα | υπερασπίσαμε | υπερασπίστηκα | υπερασπιστήκαμε | |
υπεράσπισες | υπερασπίσατε | υπερασπίστηκες | υπερασπιστήκατε | ||
υπεράσπισε | υπεράσπισαν, υπερασπίσαν(ε) | υπερασπίστηκε | υπερασπίστηκαν, υπερασπιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπερασπίσει | έχουμε υπερασπίσει | έχω υπερασπιστεί | έχουμε υπερασπιστεί | |
έχεις υπερασπίσει | έχετε υπερασπίσει | έχεις υπερασπιστεί | έχετε υπερασπιστεί | ||
έχει υπερασπίσει | έχουν υπερασπίσει | έχει υπερασπιστεί | έχουν υπερασπιστεί | ||
Plu per fekt | είχα υπερασπίσει | είχαμε υπερασπίσει | είχα υπερασπιστεί | είχαμε υπερασπιστεί | |
είχες υπερασπίσει | είχατε υπερασπίσει | είχες υπερασπιστεί | είχατε υπερασπιστεί | ||
είχε υπερασπίσει | είχαν υπερασπίσει | είχε υπερασπιστεί | είχαν υπερασπιστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπερασπίζω | θα υπερασπίζουμε, | θα υπερασπίζομαι | θα υπερασπιζόμαστε | |
θα υπερασπίζεις | θα υπερασπίζετε | θα υπερασπίζεσαι | θα υπερασπίζεστε, | ||
θα υπερασπίζει | θα υπερασπίζουν(ε) | θα υπερασπίζεται | θα υπερασπίζονται | ||
Fut ur | θα υπερασπίσω | θα υπερασπίσουμε, | θα υπερασπιστώ | θα υπερασπιστούμε | |
θα υπερασπίσεις | θα υπερασπίσετε | θα υπερασπιστείς | θα υπερασπιστείτε | ||
θα υπερασπίσει | θα υπερασπίσουν(ε) | θα υπερασπιστεί | θα υπερασπιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπερασπίζω | να υπερασπίζουμε, | να υπερασπίζομαι | να υπερασπιζόμαστε |
να υπερασπίζεις | να υπερασπίζετε | να υπερασπίζεσαι | να υπερασπίζεστε, | ||
να υπερασπίζει | να υπερασπίζουν(ε) | να υπερασπίζεται | να υπερασπίζονται | ||
Aorist | να υπερασπίσω | να υπερασπίσουμε, | να υπερασπιστώ | να υπερασπιστούμε | |
να υπερασπίσεις | να υπερασπίσετε | να υπερασπιστείς | να υπερασπιστείτε | ||
να υπερασπίσει | να υπερασπίσουν(ε) | να υπερασπιστεί | να υπερασπιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπερασπίσει | να έχουμε υπερασπίσει | να έχω υπερασπιστεί | να έχουμε υπερασπιστεί | |
να έχεις υπερασπίσει | να έχετε υπερασπίσει | να έχεις υπερασπιστεί | να έχετε υπερασπιστεί | ||
να έχει υπερασπίσει | να έχουν υπερασπίσει | να έχει υπερασπιστεί | να έχουν υπερασπιστεί | ||
Imper ativ | Pres | υπεράσπιζε | υπερασπίζετε | υπερασπίζεστε | |
Aorist | υπεράσπισε | υπερασπίστε | υπερασπίσου | υπερασπιστείτε | |
Part izip | Pres | υπερασπίζοντας | |||
Perf | έχοντας υπερασπίσει | ||||
Infin | Aorist | υπερασπίσει | υπερασπιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verteidige | ||
du | verteidigst | |||
er, sie, es | verteidigt | |||
Präteritum | ich | verteidigte | ||
Konjunktiv II | ich | verteidigte | ||
Imperativ | Singular | verteidige! | ||
Plural | verteidigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verteidigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verteidigen |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.