Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επιτάχυνση

επιτάχυνση mittelgriechisch ἐπιτάχυνσις ἐπιταχύνω


επιταχυντής

επιταχυντής επιταχύνω + -τής ((Lehnübersetzung) französisch accélérateur)


επιταχύνω

επιταχύνω altgriechisch ἐπιταχύνω ἐπί + ταχύνω


επιτείνω

επιτείνω altgriechisch ἐπιτείνω ἐπί + τείνω


επιτελάρχης

επιτελάρχης επιτελής + -άρχης


επιτελείο

επιτελείο επί + τέλος


επιτέλεση

επιτέλεση altgriechisch ἐπιτέλεσις ἐπιτελέω / ἐπιτελῶ ἐπί + τελέω / τελῶ


επιτελής

επιτελής επί + τέλος


επιτέλους

επιτέλους συμφυρμός των φράσεων von altgriechisch ἐπί τέλος + διά τέλους, (Lehnübersetzung) französisch enfin


επιτελώ

επιτελώ altgriechisch ἐπιτελέω, -ῶ ἐπί + τελῶ τελος(=σκοπός)


επίτευγμα

επίτευγμα mittelgriechisch ἐπίτευγμα altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επίτευξη

επίτευξη Koine-Griechisch ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου"). Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις


επιτήδεια

επιτήδεια επιτήδει(ος) + -α


επιτήδειος

επιτήδειος altgriechisch ἐπιτήδειος ((Lehnbedeutung) französisch habile)


επιτηδειότητα

επιτηδειότητα altgriechisch ἐπιτηδειότης


επίτηδες


επιτήδευμα

επιτήδευμα von ρ. ἐπιτηδεύω (ασχολούμαι με κάτι)


επιτηδευματίας

επιτηδευματίας επιτήδευμα ( altgriechisch ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύω) + -ίας


επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι altgriechisch ἐπιτηδεύoμαι


επιτήδευση

επιτήδευση altgriechisch ἐπιτήδευσις ἐπιτηδεύω ἐπιτηδές / ἐπίτηδες


επιτήρηση

επιτήρηση altgriechisch ἐπιτήρησις ἐπιτηρῶ


επιτηρητής

επιτηρητής (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρητής (επιστάτης φόρων)[1].


επιτηρώ

επιτηρώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρῶ, συνηρημένου τύπου του ἐπιτηρέω Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + τηρώ


επιτίθεμαι

επιτίθεμαι altgriechisch ἐπιτίθεμαι


επιτίμηση

επιτίμηση altgriechisch ἐπιτίμησις


επιτίμιο

επιτίμιο altgriechisch ἐπιτίμιον ἐπί + τιμή


επιτιμώ

επιτιμώ altgriechisch ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ


επιτόκιο

επιτόκιο Etymologie fehlt


επιτολή

επιτολή altgriechisch ἐπιτολή


επιτομή

επιτομή altgriechisch ἐπιτομή ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επίτομος

επίτομος Koine-Griechisch ἐπίτομος altgriechisch ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επιτονισμός

επιτονισμός (Lehnübersetzung) französisch intonation


επιτόπου

επιτόπου Koine-Griechisch ἐπί τόπου ((Lehnbedeutung) französisch sur place)


επιτραπέζιος

επιτραπέζιος Koine-Griechisch ἐπιτραπέζιος (=πάνω σε τραπέζι)( (Lehnbedeutung) γαλλικά de table)


επιτραχήλιο

επιτραχήλιο Koine-Griechisch ἐπιτραχήλιον, Maskulinum von ἐπιτραχήλιος ἐπί + altgriechisch τράχηλος


επιτρέπω

επιτρέπω altgriechisch ἐπιτρέπω


επιτρέχω

επιτρέχω altgriechisch ἐπιτρέχω


επιτροπεία

επιτροπεία altgriechisch ἐπιτροπεία


επιτροπή

επιτροπή Etymologie fehlt


επιτροπικός

επιτροπικός altgriechisch ἐπιτροπικός ἐπίτροπος


επιτυγχάνω

επιτυγχάνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω ἐπί + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτυχία

επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη


επιφαινόμενο

επιφαινόμενο Etymologie fehlt


επιφάνεια

επιφάνεια altgriechisch ἐπιφάνεια ἐπιφαίνω ἐπί + φαίνω


επιφέρω

επιφέρω altgriechisch ἐπιφέρω


επιφοίτηση

επιφοίτηση Koine-Griechisch ἐπιφοίτησις altgriechisch ἐπιφοιτάω / ἐπιφοιτῶ ἐπί + φοιτάω / φοιτῶ


επιφοιτώ

επιφοιτώ altgriechisch ἐπιφοιτῶ


επιφορτίζω

επιφορτίζω altgriechisch ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((Lehnübersetzung) französisch charger)


επιφόρτιση

επιφόρτιση επιφορτίζω + -ση


επιφυλακή

επιφυλακή Koine-Griechisch ἐπιφύλαξ + -ή altgriechisch ἐπιφυλάσσω ἐπί + φυλάσσω proto-griechisch *pʰuláťťō


επιφυλακτικότητα

επιφυλακτικότητα επιφυλακτικός + -ότητα


επιφύλαξη

επιφύλαξη ἐπιφύλαξις ἐπιφυλάσσω


επιφυλάσσω

επιφυλάσσω επί + φυλάσσω


επιφυλλίδα

επιφυλλίδα Koine-Griechisch ἐπιφυλλίς ((Lehnbedeutung) französisch feuilleton)


επιφυλλιδογραφία

επιφυλλιδογραφία επιφυλλίδα + -ο- + -γραφία


επιφυλλιδογράφος

επιφυλλιδογράφος επιφυλλίδ(α) + -ο- + -γράφος


επίφυση

επίφυση επί + φύση


επιφώνημα

επιφώνημα spätgriechisch ἐπιφώνημα ἐπιφωνέω


επιφώνηση

επιφώνηση Etymologie fehlt


επιχαίρω

επί + χαίρω ‹ ινδοευρ. ρ. *ghel(e)- = θέλω


επιχάλκωση

επιχάλκωση επιχαλκώνω + -ση


επιχείρημα

επιχείρημα altgriechisch ἐπιχείρημα ἐπιχειρέω ἐπί + χείρ (χεῖρας ἐπιτίθημι τινί, χωρίς ενδιάμεσο πρόσωπο)


επιχειρηματίας

επιχειρηματίας altgriechisch ἐπιχείρημα, (Lehnübersetzung) französisch entrepreneur Wort verwendet ab 1821


επιχειρηματολογία

επιχειρηματολογία επιχείρημα + -ο- + -λογία


επιχειρηματολογώ

επιχειρηματολογώ επιχείρημα + -ο- + -λογώ


επιχείρηση

επιχείρηση altgriechisch ἐπιχείρησις


επιχειρώ

επιχειρώ altgriechisch ἐπιχειρέω


επιχορήγηση

επιχορήγηση επιχορηγώ + -ση


επιχορηγώ

επιχορηγώ Koine-Griechisch ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ ἐπί + altgriechisch χορηγέω / χορηγῶ χορός + ἄγω


επίχριση

επίχριση Koine-Griechisch ἐπίχρισις ἐπιχρίω χρίω


επίχρισμα

επίχρισμα Koine-Griechisch ἐπίχρισμα χρῖσμα χρίω


επιχρίω

επιχρίω altgriechisch ἐπιχρίω ἐπί + χρίω


επιχρυσώνω

επιχρυσώνω επί + χρυσός + -ώνω


επιχρωμίωση

επιχρωμίωση επιχρωμιώνω + -ση χρώμιο (entlehnt aus) französisch chrome altgriechisch χρῶμα


επιχωματίζω

επιχωματίζω επι- + χώμα (Genitiv: χώματος) + -ίζω


επιχωματισμός

επιχωματισμός επιχωματίζω + -μός


επιχωματώνω

επιχωματώνω επι- + χώμα (Genitiv: χώματος) + -ώνω


επιχωμάτωση

επιχωμάτωση Katharevousa επιχωμάτωσις επιχωματώ(νω) + -σις (-ση)


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


επιψήφιση

επιψήφιση επιψηφί(ζω) + -ση, Διαφορετικής σημασίας η Koine-Griechisch ἐπιψήφισις (ακριβής μέτρηση)[1]


εποικίζω

εποικίζω Koine-Griechisch ἐποικίζω


εποίκιση

εποίκιση Koine-Griechisch ἐποίκισις ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικισμός

εποικισμός Koine-Griechisch ἐποικισμός ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικοδομή

εποικοδομή Koine-Griechisch ἐποικοδομή


εποικοδόμημα

εποικοδόμημα Koine-Griechisch ἐποικοδόμημα altgriechisch ἐποικοδομέω ((Lehnbedeutung) französisch superstructure)


έποικος

έποικος επί επ- + οίκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


εποικώ

εποικώ altgriechisch ἐποικέω / ἐποικῶ


έπομαι

έπομαι altgriechisch ἕπομαι


επομένως

επομένως altgriechisch (ἑπομένως). Από τη μετοχή ἑπόμενος.


επονομάζω

επονομάζω altgriechisch ἐπονομάζω ὀνομάζω ὄνομα


επονομασία

επονομασία επονομάζω + -σία


επονοματίζω

επονοματίζω επ- + ονοματίζω


εποποιία

εποποιία altgriechisch ἐποποιία


εποπτεία

εποπτεία altgriechisch ἐποπτεία ἐποπτεύω (1.(Lehnbedeutung) französisch inspection. 2.(Lehnbedeutung) deutsch Übersicht)


επόπτευση

επόπτευση εποπτεύω + -ση altgriechisch ἐποπτεύω


εποπτεύω

εποπτεύω altgriechisch ἐποπτεύω


επόπτης

επόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ ((Lehnübersetzung) französisch inspecteur)


έπος

έπος altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ)


επουλώνω

επουλώνω altgriechisch ἐπουλόω / ἐπουλῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback