Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διαύγεια

διαύγεια Koine-Griechisch διαύγεια altgriechisch διαυγής διά + αὐγής


διατιμώ

διατιμώ Koine-Griechisch διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch διατιμάω / διατιμῶ τιμάω / τιμῶ τιμή


διατίμηση

διατίμηση Koine-Griechisch διατίμησις altgriechisch τιμάω


διαταραχή

διαταραχή Koine-Griechisch διαταραχή ((Lehnbedeutung) französisch trouble / englisch disorder)


διάσωση

διάσωση (λόγιο) Koine-Griechisch διάσω(σις) + -ση altgriechisch διασῴζω διά (διά-) + σῴζω σῶς + -ίζω


διασφάλιση

διασφάλιση διασφαλίζω + -ση Koine-Griechisch διασφαλίζομαι διά + ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής σφάλλω proto-indogermanisch *(s)gʷʰh₂el-


διασφαλίζω

διασφαλίζω Koine-Griechisch διασφαλίζομαι διά + ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής σφάλλω proto-indogermanisch *(s)gʷʰh₂el-


διασυρμός

διασυρμός Koine-Griechisch altgriechisch διασύρω


διαστροφή

διαστροφή Koine-Griechisch διαστροφή altgriechisch διαστροφή διαστρέφω διά + στρέφω


διαστροφέας

διαστροφέας Koine-Griechisch διαστροφεύς altgriechisch διαστρέφω διά + στρέφω


διαστολή

διαστολή Koine-Griechisch διαστολή altgriechisch διαστολή


διαστολέας

διαστολέας Koine-Griechisch διαστολεύς altgriechisch διαστέλλω διά + στέλλω


διάστιξη

διάστιξη Koine-Griechisch διάστιξις


διασταυρώνω

διασταυρώνω Koine-Griechisch διασταυρόω-διασταυρῶ


διασπορά

διασπορά Koine-Griechisch διασπορά ((Lehnbedeutung) αγγλικά dissemination)


διασκορπώ

διασκορπώ διασκορπίζω Koine-Griechisch διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


διασκορπισμός

διασκορπισμός Koine-Griechisch διασκορπισμός διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


διασκόρπιση

διασκόρπιση Koine-Griechisch διασκόρπισις διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


διασκορπίζω

διασκορπίζω Koine-Griechisch διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


διασκευή

διασκευή Koine-Griechisch διασκευή διά + altgriechisch σκευή ((Lehnübersetzung) französisch arrangement)


διασκευαστής

διασκευαστής Koine-Griechisch διασκευαστής διασκευάζω altgriechisch διασκευάζομαι διά + σκευή ((Lehnbedeutung) französisch arrangeur)


διασκευάζω

διασκευάζω Koine-Griechisch διασκευάζω altgriechisch διασκευάζομαι διά + σκευάζω σκευή ((Lehnübersetzung) französisch arranger)


διασκελισμός

διασκελισμός διασκελίζω + -μός mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος ((Lehnübersetzung) französisch enjambement)


διασκέλισμα

διασκέλισμα mittelgriechisch διασκέλισμα διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


διασκελίζω

διασκελίζω mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


διασκέδαση

διασκέδαση Koine-Griechisch διασκέδασις (1. (Lehnübersetzung) französisch divertissement)


διασκεδάζω

διασκεδάζω Koine-Griechisch διασκεδάζω altgriechisch διασκεδάννυμι (von αόριστο διεσκέδασα) διά + σκεδάννυμι proto-indogermanisch *sqhed- (1-4: (Lehnübersetzung) französisch dissiper)


διάσειση

διάσειση (λόγιο) Koine-Griechisch + -ση altgriechisch διασείω


διασάφηση

διασάφηση Koine-Griechisch διασάφησις


διαρρυθμίζω

διαρρυθμίζω Koine-Griechisch διαρρυθμίζω διά + altgriechisch ῥυθμίζω ῥυθμός ῥέω proto-indogermanisch *srew- (ρέω)


διάρρηξη

διάρρηξη Koine-Griechisch διάρρηξις altgriechisch διά + ῥήγνυμι (2, 3: (Lehnbedeutung) (γερμανικά) Εinbruch)


διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύομαι Koine-Griechisch διαπραγματεύομαι (: κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και (Lehnbedeutung) französisch négocier


διαπομπεύω

διαπομπεύω Koine-Griechisch διαπομπεύω


διαπληκτισμός

διαπληκτισμός Koine-Griechisch διαπληκτισμός διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)


διάπλαση

διάπλαση Koine-Griechisch διάπλασις


διαπεραιώνω

διαπεραιώνω Koine-Griechisch διαπεραιόω / διαπεραιῶ altgriechisch περαιόω / περαιῶ πέρας


διαπάλη

διαπάλη Koine-Griechisch διαπᾰ́λη διά + altgriechisch πάλη


διάνυσμα

διάνυσμα Koine-Griechisch διάνυσμα altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


διάνυση

διάνυση Koine-Griechisch διάνυσις altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


διανυκτέρευση

διανυκτέρευση (λόγιο) Koine-Griechisch διανυκτέρευ(σις) + -ση altgriechisch διανυκτερεύω διά (δια-) + νυκτερεύω νύκτερος νύξ


διανθίζω

διανθίζω (λόγιο) Koine-Griechisch διανθίζω[1] altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι + ανθίζω


διαμορφώνω

διαμορφώνω Koine-Griechisch διαμορφόω / διαμορφῶ διά + μορφόω / μορφῶ altgriechisch μορφή


διαμοιράζω

διαμοιράζω Koine-Griechisch διαμοιράζω διά + μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


διαμελισμός

διαμελισμός Koine-Griechisch διαμελισμός διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος


διαμελίζω

διαμελίζω Koine-Griechisch διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος proto-indogermanisch *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)


διαμαρτυρία

διαμαρτυρία Koine-Griechisch διαμαρτυρία altgriechisch διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ μαρτυρέω / μαρτυρῶ μάρτυς


διαλογίζομαι

διαλογίζομαι Koine-Griechisch διαλογίζομαι διά + altgriechisch λογίζομαι


διαλευκαίνω

διαλευκαίνω Koine-Griechisch διαλευκαίνω διά + altgriechisch λευκαίνω λευκός


διάλεξη

διάλεξη Koine-Griechisch διάλεξις


διάλεκτος

διάλεκτος (λόγιο) Koine-Griechisch διάλεκτος (κοινή γλώσσα)[1] διαλέγομαι


διάλειμμα

διάλειμμα Koine-Griechisch διάλειμμα (παύση) altgriechisch διάλειμμα (διάκενο, κενό) διαλείπω + -μα διά + λείπω


διαλαλώ

διαλαλώ mittelgriechisch Koine-Griechisch διαλαλέω


διακύμανση

διακύμανση διακυμαίνομαι + -ση Koine-Griechisch διακυμαίνω διά + altgriechisch κῦμα κύω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)((Lehnübersetzung) französisch fluctuation)


διακυβεύω

διακυβεύω (λόγιο) Koine-Griechisch διακυβεύω διά (δια-) + κυβεύω κύβος (ζάρι)


διακυβέρνηση

διακυβέρνηση Koine-Griechisch διακυβέρνησις altgriechisch διακυβερνάω διά + κυβερνάω proto-indogermanisch *kʷerb- (στρέφω) ή vorhellenistisch


διακριτικότητα

διακριτικότητα Koine-Griechisch διακριτικότης altgriechisch διακριτικός διακρίνω διά + κρίνω


διακρίβωση

διακρίβωση Koine-Griechisch διακρίβωσις altgriechisch διακριβόω / διακριβῶ διά + ἀκριβόω / ἀκριβῶ ἀκριβής ἄκρος proto-indogermanisch *h₂ḱrós (ὀξύς) *h₂eḱ- (ὀξύς) +‎ *-rós


διακόρευση

διακόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch + -ση altgriechisch διακορεύω διά (δια-) + κόρη


διάκονος

διάκονος (λόγιο) Koine-Griechisch διάκονος (αρχαία σημασία: υπηρέτης)


διακίνηση

διακίνηση Koine-Griechisch διακίνησις altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-


διακηρύσσω

διακηρύσσω Koine-Griechisch διακηρύσσω διά + altgriechisch κηρύσσω ((Lehnübersetzung) französisch proclamer)


διακήρυξη

διακήρυξη Koine-Griechisch διακήρυξις διακηρύσσω διά + altgriechisch κηρύσσω ((Lehnübersetzung) französisch proclamation)


διαίσθηση

διαίσθηση Koine-Griechisch διαίσθησις altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch intuition)


διάθλαση

διάθλαση διαθλώ + -ση Koine-Griechisch διαθλάω / διαθλῶ altgriechisch θλάω / θλῶ ((Lehnübersetzung) englisch refraction)


διαζύγιο

διαζύγιο Koine-Griechisch διαζύγιον διαζυγία διά + altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ζεύγνυμι, ενώνω)


διάζευξη

διάζευξη (λόγιο) Koine-Griechisch διάζευξις (διά-ζευγ-(σις) + ση) διαζεύγνυμι


διαζευκτήριο

διαζευκτήριο Koine-Griechisch διαζευγνύω + -τήριο


διαδραματίζω

διαδραματίζω Koine-Griechisch διά + δρᾶμα


διάδοση

διάδοση Koine-Griechisch διάδοσις altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


διαδηλώνω

διαδηλώνω Koine-Griechisch διαδηλ(ῶ) (συνηρημένου τύπου του διαδηλόω) + -ώνω


διαγωνισμός

διαγωνισμός Koine-Griechisch διαγωνισμός altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


διαγράμμιση

διαγράμμιση διαγραμμίζω + -ση Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


διαγραμμίζω

διαγραμμίζω Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


διάγγελμα

διάγγελμα Koine-Griechisch διάγγελμα altgriechisch διαγγέλλω διά + ἀγγέλλω ἄγγελος


διαβρώνω

διαβρώνω διάβρωσις + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch διάβρωσις διαβιβρώσκω διά + altgriechisch βιβρώσκω


διάβολος

διάβολος Koine-Griechisch διάβολος (αρχαία σημασία: συκοφάντης). διά- + βολ-(ή) (βάλλω) + -ος


διαβόητος

διαβόητος Koine-Griechisch διαβόητος altgriechisch βοάω / βοῶ ((Lehnbedeutung) französisch notoire)


διαβίωση

διαβίωση Koine-Griechisch διαβίωσις altgriechisch διαβιόω / διαβιῶ διά + βιόω / βιῶ βίος proto-indogermanisch *gʷeyh₃- (ζω)


διάβημα

διάβημα Koine-Griechisch διάβημα altgriechisch διαβαίνω διά + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch démarche)


δηνάριο

δηνάριο Koine-Griechisch δηνάριον lateinisch denarius deni + -arius decem indoeuropäisch (Wurzel) *déḱm̥t (δέκα)


δημοσίευση

δημοσίευση (λόγιο) Koine-Griechisch δημοσίευ(σις) + -ση, (Lehnübersetzung) französisch publication[1]


δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δημοπρατώ + -τήριο Koine-Griechisch δημοπράτης altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοπρασία

δημοπρασία Koine-Griechisch δημοπράτης + -σία altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοκοπώ

δημοκοπώ Koine-Griechisch δημοκοπέω / δημοκοπῶ


δημοκόπος

δημοκόπος (λόγιο) Koine-Griechisch δημοκόπος altgriechisch δῆμος δημο- + -κόπος ( κόπτω)


δημιούργημα

δημιούργημα Koine-Griechisch δημιούργημα altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


δηλοποιώ

δηλοποιώ Koine-Griechisch δηλοποιέω


δευτερώνω

δευτερώνω mittelgriechisch δευτερώνω Koine-Griechisch δευτερόω / δευτερῶ altgriechisch δεύτερος δύο


δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας Koine-Griechisch δεσμοφύλαξ


δέσμευση

δέσμευση (λόγιο) Koine-Griechisch δέσμευ(σις) (δέσιμο, φυλάκιση) + -ση, (Lehnbedeutung) englisch binding[1]


δεξίωση

δεξίωση Koine-Griechisch δεξίωσις (χαιρετισμός με το δεξί χέρι) altgriechisch δεξιός


δεξιόθεν

δεξιόθεν Koine-Griechisch δεξιόθεν


δεντρολίβανο

δεντρολίβανο Koine-Griechisch δενδρολίβανον δένδρον + λίβανος


δενδροκόμος

δενδροκόμος δενδροκομ(ία) + -ος, (Lehnübersetzung) französisch arboriculteur. siehe auch Koine-Griechisch δενδροκόμος (που φροντίζει τα δέντρα)[1]


δενδροκομία

δενδροκομία δενδροκόμος + -ία Koine-Griechisch δενδροκόμος ((Lehnübersetzung) französisch arboriculture)


δεμάτι

δεμάτι mittelgriechisch δεμάτι(ν) Koine-Griechisch δεμάτιον, υποκοριστικό του altgriechisch δέμα


δέμα

δέμα Koine-Griechisch δέμα altgriechisch δέω (δένω)


δελφίνος

δελφίνος Koine-Griechisch δελφῖνος δελφίν altgriechisch δελφίς ((Lehnbedeutung) französisch Dauphin)[1]


δελφίνι

δελφίνι Koine-Griechisch δελφίν altgriechisch δελφίς


δεκαπέντε

δεκαπέντε Koine-Griechisch



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback