Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



δεκαεφτά

δεκαεφτά Koine-Griechisch δεκαεπτά


δεκαεπτά

δεκαεπτά Koine-Griechisch δεκαεπτά


δεκαέξι

δεκαέξι mittelgriechisch δεκαέξι Koine-Griechisch δεκαέξ δέκα + ἕξ[1]


δεκαεννέα

δεκαεννέα Koine-Griechisch δεκαεννέα


δεισιδαιμονία

δεισιδαιμονία Koine-Griechisch δεισιδαιμονία altgriechisch δείδω + δαίμων


δειλινό

δειλινό Koine-Griechisch δειλινόν, Maskulinum von δειλινός altgriechisch δείλη proto-indogermanisch *dyḗws *dyew- (ουρανός, λάμπω)


δείκτης

δείκτης Koine-Griechisch δείκτης


δαχτυλίδι

δαχτυλίδι mittelgriechisch δαχτυλίδιον Koine-Griechisch, δακτυλίδιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού δακτύλιον, και αυτό υποκοριστικό του αρσενικού ὁ δάκτυλος


δαφνώνας

δαφνώνας Koine-Griechisch δαφνών altgriechisch δάφνη


δαφνόλαδο

δαφνόλαδο mittelgriechisch δαφνόλαδο Koine-Griechisch δαφνέλαιον δάφνη + ἔλαιον


δάφνινος

δάφνινος Koine-Griechisch δάφνη


δαφνέλαιο

δαφνέλαιο Koine-Griechisch δαφνέλαιον δάφνη + ἔλαιον


δασύνω

δασύνω Koine-Griechisch δασύνω altgriechisch δασύς proto-indogermanisch *dens- *dn̥s- (παχύς, πυκνός)


δασύθριξ

δασύθριξ Koine-Griechisch δασύθριξ


δάρτης

δάρτης Koine-Griechisch δάρτης altgriechisch δέρω / δείρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-


δαρμός

δαρμός Koine-Griechisch


δαμάσκηνο

δαμάσκηνο mittelgriechisch δαμάσκηνον Koine-Griechisch δαμασκηνόν, Maskulinum von δαμασκηνός Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


δαμασκηνιά

δαμασκηνιά δαμάσκηνο + -ιά mittelgriechisch δαμάσκηνον Koine-Griechisch δαμασκηνόν, Maskulinum von δαμασκηνός Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


δαμάλι

δαμάλι mittelgriechisch δαμάλι(ν) Koine-Griechisch δαμάλιον altgriechisch δάμαλις δαμάζω indoeuropäisch (Wurzel) *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


δαιμόνιο

δαιμόνιο Koine-Griechisch δαιμόνιον


δαιμονικός

δαιμονικός Koine-Griechisch


δαιμονίζω

δαιμονίζω Koine-Griechisch δαιμονίζω altgriechisch δαίμων


δαιμονίζομαι

δαιμονίζομαι Passiv von δαιμονίζω Koine-Griechisch δαιμονίζομαι


γύρωθε

γύρωθε mittelgriechisch γύρωθεν / γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γύρος

γύρος Koine-Griechisch γῦρος altgriechisch γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη indoeuropäisch (Wurzel) *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω


γύροθεν

γύροθεν mittelgriechisch γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γύρισμα

γύρισμα mittelgriechisch γύρισμα(ν) γυρίζω Koine-Griechisch γυρίζω γῦρος


γυρεύω

γυρεύω mittelgriechisch Koine-Griechisch γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) γυρός (στρογγυλός)


γυναικωνίτης

γυναικωνίτης Koine-Griechisch γυναικωνῖτις altgriechisch γυναικών γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυμνότητα

γυμνότητα Koine-Griechisch γυμνότης altgriechisch γυμνός


γυμναστήριο

γυμναστήριο Koine-Griechisch γυμναστήριον altgriechisch γυμνάσιον γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυαλί

γυαλί mittelgriechisch γυαλίν ὑαλίν Koine-Griechisch ὑάλιον υποκοριστικό για την altgriechisch ὕαλος[1] proto-indogermanisch *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


γρύλος

γρύλος mittelgriechisch Koine-Griechisch γρύλλος.


γρονθοκοπώ

γρονθοκοπώ Koine-Griechisch γρονθοκοπῶ γρόνθος + -κοπῶ ( altgriechisch κόπτω)


γρηγοροσύνη

γρηγοροσύνη mittelgriechisch γρηγοροσύνη γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρήγορος

γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρηγοράδα

γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γράφημα

γράφημα Koine-Griechisch γράφημα altgriechisch γράφω ((Lehnbedeutung) englisch grapheme)


γραμματοκομιστής

γραμματοκομιστής Koine-Griechisch γραμματοκομιστής


γραμματικός

γραμματικός Koine-Griechisch γραμματικός ( εκείνος που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) altgriechisch γράφω


γραμματεία

γραμματεία Koine-Griechisch γραμματεία γραμματεύω


γούρνα

γούρνα mittelgriechisch Koine-Griechisch γρώνη («κοιλότητα»)


γουρλώνω

γουρλώνω mittelgriechisch γρυλώνω Koine-Griechisch γρύλλος


γουρλομάτης

γουρλομάτης mittelgriechisch γουρλομάτης γουρλώνω ( γρυλώνω / γρυλλώνω Koine-Griechisch γρῦλος / γρύλλος) + μάτι ( mittelgriechisch μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-) + -ης


γονυπετώ

γονυπετώ Koine-Griechisch γονυπετέω / γονυπετῶ


γονυκλισία

γονυκλισία Koine-Griechisch γονυκλισία γονυκλινέω altgriechisch γόνυ + κλίνω


γονιμότητα

γονιμότητα Koine-Griechisch γονιμότης altgriechisch γόνιμος


γόνδολα

γόνδολα (αντιδάνειο) venezianisch gondola Koine-Griechisch κόνδυ


γονατίζω

γονατίζω Koine-Griechisch γονατίζω παράλληλος τύπος με το επίσης ελληνιστικό γονυπετέω-γονυπετῶ που ενείχε την ικεσία ενώ το γονατίζω αφορούσε κυριως στην απλή κίνηση


γόμωση

γόμωση (Katharevousa) γόμωσις Koine-Griechisch γόμωσις γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)


γόμφωση

γόμφωση (λόγιο) Koine-Griechisch γόμφωσ(ις) + -ση[1] αρχαία ελληνικά γόμφος proto-griechisch *gómpʰos proto-indogermanisch *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)


γοητεύω

γοητεύω Koine-Griechisch γοητεύω


γογγυσμός

γογγυσμός Koine-Griechisch γογγυσμός γογγύζω Onomatopoetikum


γογγύζω

γογγύζω Koine-Griechisch γογγύζω Onomatopoetikum


γνώστης

γνώστης Koine-Griechisch γνώστης altgriechisch γιγνώσκω


γνώμονας

γνώμονας Koine-Griechisch γνώμων


γνωμοδοτώ

γνωμοδοτώ Koine-Griechisch γνωμοδοτέω-γνωμοδοτῶ


γνωμοδότης

γνωμοδότης Koine-Griechisch γνωμοδότης altgriechisch γνώμη + δίδωμι


γνωμικός

γνωμικός Koine-Griechisch γνωμικός altgriechisch γνώμη


γνωματεύω

γνωματεύω Koine-Griechisch altgriechisch γνῶμα


γνόφος

γνόφος Koine-Griechisch γνόφος


γναφέας

γναφέας mittelgriechisch γναφέας Koine-Griechisch γναφεύς altgriechisch κναφεύς κνάπτω


γλώσσημα

γλώσσημα Koine-Griechisch γλώσσημα (1,2) altgriechisch γλώσσημα γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs (3. (Lehnbedeutung) französisch glossème)


γλωσσάριο

γλωσσάριο Koine-Griechisch γλωσσάριον


γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


γλυπτός

γλυπτός Koine-Griechisch γλυπτός altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυπτική

γλυπτική Koine-Griechisch γλυπτική (ενν. τέχνη), Femininum von γλυπτικός γλύπτης altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυκόφωνος

γλυκόφωνος Koine-Griechisch γλυκύφωνος altgriechisch γλυκύς + φωνή


γλυκάνισο

γλυκάνισο Koine-Griechisch γλυκάνισον altgriechisch γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον arabisch يانسون (yansun)[1] altägyptisch (insɛt)


γλυκάδι

γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς


γλίτσα

γλίτσα Etymologie fehlt (βλ. Koine-Griechisch γλία, γλιττόν, γλοιόν)


γλίνα

γλίνα Koine-Griechisch γλίνη


γλείφω

γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]


γλακώ

γλακώ mittelgriechisch γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) Koine-Griechisch ἐκλακῶ ἐκ + λακῶ. siehe auch λακάω


γκαστρώνω

γκαστρώνω mittelgriechisch εγγαστρώνω Koine-Griechisch ἐγγαστρόω ἐν- + γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός)


γκαρίζω

γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι


γκαλερί

γκαλερί französisch galerie mittellateinisch galeria (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)


γιγαντιαίος

γιγαντιαίος Koine-Griechisch γιγαντιαῖος altgriechisch γιγάντιος ή γίγας


γηροκομώ

γηροκομώ Koine-Griechisch γηροκομέω


γηροκομείο

γηροκομείο Koine-Griechisch γηροκομεῖον


γεωπόνος

γεωπόνος γεω- + -πόνος, (entlehnt aus) französisch géopone Koine-Griechisch γεωπόνος (αγρότης, γεωργός) altgriechisch γῆ + πόνος.[1]


γεωπονία

γεωπονία (entlehnt aus) französisch géoponie Koine-Griechisch γεωπονία (καλλιέργεια της γης)[1]


γεώμορο

γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]


γεωγράφος

γεωγράφος Koine-Griechisch γεω- (γῆ) + -γράφος


γεωγραφία

γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω


γεφύρωμα

γεφύρωμα Koine-Griechisch ή λίγο μεταγενέστρο γεφυρόω


γεφυροποιός

γεφυροποιός Koine-Griechisch γεφυροποιός altgriechisch γέφυρα + -ποιός


γερουσιαστής

γερουσιαστής Koine-Griechisch γερουσιαστής altgriechisch γερουσία γέρων


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


γερόντιο

γερόντιο Koine-Griechisch γερόντιον


γεράνι

γεράνι Koine-Griechisch γεράνιον


γενέτειρα

γενέτειρα Koine-Griechisch γενέτειρα altgriechisch γενέτειρα, Femininum von γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) γίγνομαι


γενάρχης

γενάρχης Koine-Griechisch γένος + -άρχης ( ἄρχω)


γεμιστός

γεμιστός Koine-Griechisch γεμιστός altgriechisch γεμίζω


γελοιότητα

γελοιότητα Koine-Griechisch γελοιότης


γέλασμα

γέλασμα Koine-Griechisch γέλασμα


γειτόνεμα

γειτόνεμα Koine-Griechisch γειτόνευμα altgriechisch γειτονεύω


γείσωμα

γείσωμα Koine-Griechisch γείσωμα γεῖσον


γεια

γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής


γαύρος

γαύρος Koine-Griechisch ἐγγραυλίς



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback