Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γαυριώ

γαυριώ Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ


γαυριάζω

γαυριάζω mittelgriechisch γαυριάζω Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ


γάτα

γάτα Koine-Griechisch κάττα (τροπή κ > γ από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική ) spätlateinisch catta lateinisch cattus


γαστρονομία

γαστρονομία Koine-Griechisch γαστρονομία altgriechisch γαστήρ + νέμω


γαρίφαλο

γαρίφαλο (αντιδάνειο) mittelgriechisch / γαρόφαλον / γαρούφαλο / γαρυόφαλον venezianisch garofolo lateinisch garofolum Koine-Griechisch καρυόφυλλον πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, παρετυμολόγηση κάρυον + φύλλον[1] απ' όπου και η γραφή με ύψιλον[2]


γαργαρίζω

γαργαρίζω Koine-Griechisch γαργαρίζω Onomatopoetikum


γαργάρα

γαργάρα Koine-Griechisch γαργαρίζω Onomatopoetikum (από αναδιπλασιασμό τού «γαρ-γαρ»)


γαργάλημα

γαργάλημα Koine-Griechisch γαργαλισμός γαργαλίζω γάργαλος


γανωτής

γανωτής Koine-Griechisch γανωτής γανόω / γανῶ


γαλουχώ

γαλουχώ Koine-Griechisch γαλουχῶ (θηλάζω) γάλα + έχω


γαλουχία

γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω


γαλήνιος

γαλήνιος Koine-Griechisch γαλήνιος altgriechisch γαλήνη indoeuropäisch (Wurzel) *ǵelh₂-


γαλατσίδα

γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα


γαλαρία

γαλαρία venezianisch galaria mittellateinisch galeria[1] (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)


γαλάζιος

γαλάζιος mittelgriechisch γαλάζιος Koine-Griechisch κάλαϊς


γαζία

γαζία venezianisch gazia italienisch acacia spätlateinisch acacia Koine-Griechisch ἀκακία (αντιδάνειο) altgriechisch ἀκή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós (κοφτερός, αιχμηρός) *h₂eḱ- +‎ *-rós


γάγγλιο

γάγγλιο Koine-Griechisch γάγγλιον


βυτίο

βυτίο Koine-Griechisch *βυτίον βυτίνη / πυτίνη


βυρσοδεψείο

βυρσοδεψείο Koine-Griechisch βυρσοδεψεῖον altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


βύνη

βύνη Koine-Griechisch βύνη


βυζί

βυζί mittelgriechisch βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον βυζόν βύζην proto-indogermanisch *bheu-ə- (φουσκώνω, κάμπτω, καμπυλώνω)


βυζανιάρικο

βυζανιάρικο mittelgriechisch βυζανιάρικο, Maskulinum von βυζανιάρικος βυζανιάρης mittelgriechisch βυζάνω βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον


βρόχι

βρόχι mittelgriechisch βρόχι(ν) Koine-Griechisch βρόχιον altgriechisch βρόχος


βροχή

βροχή Koine-Griechisch βροχή βρέχω


βροντόφωνος

βροντόφωνος Koine-Griechisch βροντόφωνος


βρόμιο

βρόμιο Καθαρεύουσα βρόμιον ή βρώμιον, (αντιδάνειο) französisch brome Koine-Griechisch βρόμος ή βρῶμος βρῶμος “δυσωδία”. Wort verwendet ab 1876.[1] Η γραφή βρόμιο θεωρείται σωστότερη (βλ. ετυμολογία του βρόμα). Επίσης, βλ. βρομώ για την αρχική σημασία: “θορυβώ, κάνω κρότο”.


βρογχοκήλη

βρογχοκήλη Koine-Griechisch βρογχοκήλη altgriechisch βρόγχος + κήλη


βρίζα

βρίζα Koine-Griechisch βρίζα, θρακικής ή μακεδονικής προέλευσης, άγνωστης ετυμολογίας[1]


βρεφοκτόνος

βρεφοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch βρεφοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε βρεφο- + -ο- + -κτόνος ( κτείνω)


βρεφοκτονία

βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )


βράχος

βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές


βραχμανισμός

βραχμανισμός βραχμάνος + -ισμός Koine-Griechisch Βραχμάν


βραχμάνας

βραχμάνας Koine-Griechisch Βραχμάν sanskritisch ब्राह्मण (brā́hmaṇa) ρίζα बृंहति (bṛṃhati) proto-indogermanisch *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)


βράση

βράση Koine-Griechisch βράσις βράζω altgriechisch βράσσω


βρακοζώνι

βρακοζώνι mittelgriechisch βρακοζώνι[1] βρακί / βράκα ( Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατικά brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη


βράκα

βράκα Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατική brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg- (σπάω, χωρίζω)


βράζω

βράζω Koine-Griechisch βράζω altgriechisch βράσσω


βραδύτητα

βραδύτητα Koine-Griechisch βραδύτης


βραδύνοια

βραδύνοια Koine-Griechisch


βραδύγλωσσος

βραδύγλωσσος Koine-Griechisch βραδύγλωσσος βραδύς + γλώσσα


βραδυγλωσσία

βραδυγλωσσία mittelgriechisch βραδυγλωσσία Koine-Griechisch βραδύγλωσσος altgriechisch βραδύς + -γλωσσία ( γλῶσσα )


βουτυρώνω

βουτυρώνω βούτυρο + -ώνω Koine-Griechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός


βούτυρον

βούτυρον Koine-Griechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός


βουτσί

βουτσί mittelgriechisch βουτσί / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν Koine-Griechisch βούτις spätlateinisch buttis indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)


βούλλα

βούλλα Koine-Griechisch βούλλα


βουλιάζω

βουλιάζω mittelgriechisch βουλίζω & βουλιάζω Koine-Griechisch grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)


βουκέντρα

βουκέντρα βουκέντρι + -α mittelgriechisch βουκέντρι(ν) Koine-Griechisch βουκέντριον altgriechisch βοῦς + κέντρον


βουβωνοκήλη

βουβωνοκήλη Koine-Griechisch βουβωνοκήλη


βουβωνικός

βουβωνικός (λόγιο) Koine-Griechisch βουβωνικός[1] / βουβωνιακός altgriechisch βουβών proto-indogermanisch *beu-


βοτανολογία

βοτανολογία Koine-Griechisch βοτανολογία altgriechisch βοτάνη + λέγω ((Lehnbedeutung) französisch botanologie)


βοτανική

βοτανική französisch botanique Koine-Griechisch βοτανικός


βοτανίζω

βοτανίζω Koine-Griechisch βοτανίζω


βομβητής

βομβητής Koine-Griechisch βομβητής ((Lehnbedeutung) englisch buzzer)


βολίδα

βολίδα Koine-Griechisch βολίς


βολεύω

βολεύω *εὐβολεύω Koine-Griechisch εὐβολῶ (εὐβολέω, εὔβολος) για το εύστοχο ρίξιμο των ζαριών εὖ + -βολος (βολή)[1][2]


βογκώ

βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω


βόγκος

βόγκος βογκώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch γογγώ Koine-Griechisch γογγύζω


βογκητό

βογκητό βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω


βλοσυρότητα

βλοσυρότητα Koine-Griechisch βλοσυρότης altgriechisch βλοσυρός


βλογώ

βλογώ mittelgriechisch βλογώ Koine-Griechisch εὐλογῶ


βλεφαρίζω

βλεφαρίζω Koine-Griechisch βλεφαρίζω


βλαστολογώ

βλαστολογώ Koine-Griechisch βλαστολογέω / βλαστολογῶ altgriechisch βλαστός + λέγω


βλαστημώ

βλαστημώ mittelgriechisch βλασθημῶ (με [sθ] > [st]) Koine-Griechisch βλασφημέω / βλασφημῶ[1] βλάσφημος


βιογεωγραφία

βιογεωγραφία (entlehnt aus) englisch biogeography altgriechisch βίος + Koine-Griechisch γεωγραφία


βίκος

βίκος Koine-Griechisch βικίον


βιβλιοθηκονομία

βιβλιοθηκονομία (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch bibliothéconomie Koine-Griechisch βιβλιοθήκ(η) + -ο- + -nomie -νομία


βιβλιοθήκη

βιβλιοθήκη Koine-Griechisch βιβλιοθήκη / βυβλιοθήκη altgriechisch βιβλίον / βυβλίον + θήκη ( τίθημι)


βιβλιάριο

βιβλιάριο Koine-Griechisch βιβλιάριον altgriechisch βιβλίον +κατάληξη υποκοριστικού -άριον


βιαστής

βιαστής Koine-Griechisch βιαστής altgriechisch βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


βιασμός

βιασμός Koine-Griechisch βιασμός altgriechisch βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


βημόθυρο

βημόθυρο Koine-Griechisch βημόθυρον


βετεράνος

βετεράνος Koine-Griechisch βετερᾶνος lateinisch veteranus


βερνίκι

βερνίκι Koine-Griechisch βερενίκιον πόλη Βερενίκη της Κυρηναϊκής όνομα της βασίλισσας Βερενίκης


βερίκοκο

βερίκοκο mittelgriechisch βερίκοκον[1] / βερίκοκκον / βερικόκιον / βερίκουκον Koine-Griechisch βερίκοκκον[2] / βερικόκκιον[3] πραικόκκιον[3] lateinisch praecox[3] [4] [5] (persicum = πρώιμο περσικό/ροδάκινο) prae- + coquo proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω)


βελοθήκη

βελοθήκη Koine-Griechisch βελοθήκη βέλος + -ο- + θήκη


βελζεβούλ

βελζεβούλ Koine-Griechisch Βεελζεβούλ hebräisch בעל זבוב‏ (Ba'al Zvuv) בעל (baʿal: άρχοντας) + זְבוּב‏ (zvuv: μύγα)


βεβήλωση

βεβήλωση Koine-Griechisch βεβήλωσις βεβηλόω / βεβηλῶ altgriechisch βέβηλος


βδέλυγμα

βδέλυγμα Koine-Griechisch βδέλυγμα βδελύσσομαι


βαφτιστικός

βαφτιστικός Koine-Griechisch βαπτιστικός


βάφτιση

βάφτιση Koine-Griechisch βάπτισις (παρόμοια σημασία) altgriechisch βάπτισις βαπτίζω βάπτω proto-indogermanisch *gʷabʰ-


βαυκαλίζω

βαυκαλίζω Koine-Griechisch βαυκαλίζω ("νανουρίζω")[1] altgriechisch βαυκαλάω


βατώδης

βατώδης Koine-Griechisch βατώδης altgriechisch βάτος + -ώδης


βαττολογώ

βαττολογώ Koine-Griechisch βαττολογέω / βαττολογῶ


βατίστα

βατίστα italienisch batista französisch batiste Baptiste Koine-Griechisch βαπτιστής (αντιδάνειο) altgriechisch βαπτίζω


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βαρύτιμος

βαρύτιμος Koine-Griechisch βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) altgriechisch βαρύτιμος


βαρυθυμώ

βαρυθυμώ Koine-Griechisch βαρυθυμέω altgriechisch βαρύς + θυμός


βάρεμα

βάρεμα mittelgriechisch βάρεμα Koine-Griechisch βάρημα


βάρδος

βάρδος Koine-Griechisch βάρδος, κελτικής προέλευσης: πρωτοκελτικό *bardos, μέσο γαλατικό bardd, αρχαίο ιρλανδικό bardoi


βαρβατίλα

βαρβατίλα βαρβάτος + -ίλα Koine-Griechisch βαρβᾶτος lateinisch barbatus barba *farba proto-italienisch *farβā indoeuropäisch (Wurzel) *bʰardʰeh₂ (γένι)


βαρβαρότητα

βαρβαρότητα Koine-Griechisch βαρβαρότης altgriechisch βάρβαρος


βαπτιστής

βαπτιστής Koine-Griechisch βαπτιστής βαπτίζω


βάπτισμα

βάπτισμα Koine-Griechisch βάπτισμα


βάπτιση

βάπτιση Koine-Griechisch βάπτισις


βαθμηδόν

βαθμηδόν Koine-Griechisch βαθμηδόν βαθμός βαίνω


βαβούρα

βαβούρα mittelgriechisch βαβούρα Onomatopoetikum, ίσως von Koine-Griechisch βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη mittelgriechisch βαβούρα


άψογος

άψογος Koine-Griechisch ἄψογος


αψίνθιο

αψίνθιο mittelgriechisch αψίνθιο Koine-Griechisch ἀψινθία


αψινθιά

αψινθιά Koine-Griechisch ἀψινθία


αψιθιά

αψιθιά Koine-Griechisch ἀψινθία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback