διασκέδαση Koine-Griechisch διασκέδασις (1. (Lehnübersetzung) französisch divertissement)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο "τουρισμός" συνδέεται με τις διακοπές και τη διασκέδαση, όπως τονίζεται και σε παλαιότερη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την προστασία των παιδιών από τους μετακινούμενους δράστες σεξουαλικών αδικημάτων10. | "Tourismus" wird mit Ferien und Spaß assoziiert, worauf bereits in der früheren EWSA-Stellungnahme zum Schutz von Kindern vor sexueller Ausbeutung und sexuellem Missbrauch10 hingewiesen wurde. Übersetzung bestätigt |
Αποβλέπει στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης νέων διδακτικών εργαλείων και εκπαιδευτικών τεχνολογιών για παιδιά ηλικίας μεταξύ τεσσάρων και οκτώ ετών, που θα τα βοηθήσουν να αναπτύξουν βασικές δεξιότητες όπως η δημιουργική επίλυση προβλημάτων, η εργασία σε ομάδα, η εξοικείωση με τη μάθηση και η μάθηση ως διασκέδαση. | Man will neue Lehrmittel und Bildungstechnologien für Kinder im Alter von vier bis acht Jahren erarbeiten, die ihnen dazu verhelfen, Schlüsselfähigkeiten zu entwickeln, wie z. B. kreatives Problemlösen, Teamarbeit, das Lernen lernen und Spaß am Lernen zu haben. Übersetzung bestätigt |
Η Ευρωπαϊκή Ημέρα των Γλωσσών είναι μια ευκαιρία για τους πολίτες να αντιληφθούν ότι οι γλώσσες είναι διασκέδαση – και ποτέ δεν είναι αργά να τις μάθει κανείς. | Der Europäische Tag der Sprachen bietet den Menschen die Möglichkeit zu entdecken, dass Sprachen Spaß machen – und dass es nie zu spät ist, eine neue Sprache zu erlernen. Übersetzung bestätigt |
Το μήνυμα θα είναι: σωστή διατροφή, γιατί η καλή φυσική κατάσταση είναι διασκέδαση . | Die Botschaft lautet: Esst richtig, denn Fit sein macht Spaß. Übersetzung bestätigt |
Ο προγραμματισμός είναι διασκέδαση, με νεαρούς συμβούλους | Programmieren macht Spaß mit den „Young Advisors“ Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Unterhaltung | die Unterhaltungen |
Genitiv | der Unterhaltung | der Unterhaltungen |
Dativ | der Unterhaltung | den Unterhaltungen |
Akkusativ | die Unterhaltung | die Unterhaltungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Zerstreuung | die Zerstreuungen |
Genitiv | der Zerstreuung | der Zerstreuungen |
Dativ | der Zerstreuung | den Zerstreuungen |
Akkusativ | die Zerstreuung | die Zerstreuungen |
διασκέδαση η [δiaskéδasi] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα: Προτιμάει τη διασκέδαση από τη δουλειά. H ζωή δεν είναι μόνο διασκεδάσεις. Mοναδική του διασκέδαση είναι το διάβασμα / η τηλεόραση / το θέατρο. (έκφρ.) κάνω κτ. για διασκέδαση, για να διασκεδάσω. είναι κτ. διασκέδαση, είναι πολύ ευχάριστο ή εύκολο: Aυτή η δουλειά είναι για μένα διασκέδαση. (λόγ.) προς (μεγάλη) διασκέδαση όλων, με αποτέλεσμα όλοι να γελάσουν (πολύ). (ευχή) καλή διασκέδαση. || Kέντρο διασκεδάσεως, ειδικό κατάστημα, στο οποίο οι άνθρωποι διασκεδάζουν: Kαμπαρέ και άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Nυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.