Griechische Wörter mit deutscher Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



δελφινάριο

δελφινάριο deutsch Delphinarium Delphin (δελφίνι) + Aquarium (ενυδρείο)


βαζελίνη

βαζελίνη französisch vaseline, εμπορική ονομασία του προϊόντος που επινοήθηκε von εφευρέτη του Robert Chesebrough το 1872 erste Silbe von deutsch λέξης Wasser («νερό»), die ersten beiden Buchstaben des griechischen Wortes ἔλαιον και την κατάληξη -ine


σοσιαλδημοκρατία

σοσιαλδημοκρατία deutsch Socialdemocratie


μπίλια

μπίλια italienisch bilia / biglia μέση französisch bille παλαιά französisch bille φραγκική *bikkil proto-deutsch *bikkilaz *bikkijaną +‎ *-ilaz


εντροπία

εντροπία (entlehnt aus) διαγλωσσική ορολογία en- ( altgriechisch ἐν) + trop- ( (altgriechisch τροπή (στροφή, τρέπω) + κατάληξη γερμανικά ή γαλλικά -ie ή αγγλικά -y ( αρχαία ελληνικά -ία) deutsch Entropie, όρος δημιουργημένος von θεμελιωτή των νόμων της θερμοδυναμικής Rudolf Clausius (Ρούντολφ Κλάουζιους) τη δεκαετία του 1860. Δεν σχετίζεται η αρχαία λέξη ἐντροπία > ἐντροπή > ντροπή ή το ρήμα ἐντρέπω.[1][2]


ψυχοπάθεια

ψυχοπάθεια (entlehnt aus) deutsch Ρsychopathie ή μέσω του französisch psychopathie ψυχο- + πάθος


απομυθοποίηση

απομυθοποίηση απομυθοποιώ + -ση (Lehnübersetzung) deutsch Εntmythologisierung


ανιδιοτέλεια

ανιδιοτέλεια αν- + ιδιοτέλεια (Lehnübersetzung) deutsch Uneigennützigkeit


σκιέρ

σκιέρ französisch skieur skier englisch ski norwegisch ski proto-deutsch *skīdą (ραβδί) indoeuropäisch (Wurzel) *skei- (κόβω, χωρίζω)


τσίγκος

τσίγκος italienisch zinco französisch zinc deutsch Zink mittelhochdeutsch zinke althochdeutsch zinko proto-deutsch *tindaz (αιχμή, κορυφή) proto-indogermanisch *(e)dont- (δόντι, προεξοχή)


κρουστός

κρουστός (λόγιο) Koine-Griechisch κρουστός & Lehnbedeutung από τη französisch instruments à percussion ή τη deutsch Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]


αντιπρύτανης

αντιπρύτανης αντι- + πρύτανης ((Lehnübersetzung) deutsch Ρrorektor)


ναζισμός

ναζισμός französisch nazisme deutsch Nationalsozialismus


ψυχόδραμα

ψυχόδραμα (entlehnt aus) deutsch Psychodrama altgriechisch ψυχή + δρᾶμα. Αναλύεται ψυχό- + δράμα


βακελίτης

βακελίτης deutsch Bakelit Leo Hendrik Baekeland (Φλαμανδός χημικός: ανθρωπωνυμικό)


χρωμόσωμα

χρωμόσωμα χρωμό- + σώμα (entlehnt aus) französisch chromosome ή deutsch Chromosom χρωμο- + σῶμα[1][2]


αυτοσυντήρηση

αυτοσυντήρηση αυτο- + συντήρηση (Lehnübersetzung) deutsch Selbsterhaltung


νικέλιο

νικέλιο deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer (χαλκός) + Nickel Nikolaus (Άγιος Νικόλαος)


επιβαρύνω

επιβαρύνω Koine-Griechisch ἐπιβαρύνω ἐπί + altgriechisch βαρύνω ((Lehnbedeutung) französisch aggraver / deutsch belasten)


τεκτονικός

τεκτονικός (λόγιο) altgriechisch τεκτονικός τέκτων proto-griechisch *téktōn proto-indogermanisch *tetḱō *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ) μασονικός (Lehnübersetzung) italienisch massonico γεωλογικός όρος: (Lehnübersetzung) deutsch tektonisch[1]


προτσές

προτσές deutsch Prozess lateinisch processus μτχ. του ρ. procedo


λίμπιντο

λίμπιντο deutsch Libido lateinisch libido


οικολόγος

οικολόγος (entlehnt aus) französisch écologue ή deutsch Ökologe, οικο- + -λόγος[1]


παρενέργεια

παρενέργεια παρα- + ενέργεια (Lehnübersetzung) deutsch Nebenwirkung


παγοδρομία

παγοδρομία πάγ(ος) + -ο- + -δρομία, (Lehnübersetzung) deutsch Εislauf


αγοραφοβία

αγοραφοβία (entlehnt aus) deutsch Agoraphobie altgriechisch ἀγορά + -φοβία


προτεστάντης

προτεστάντης französisch protestant deutsch Protestant lateinisch protestans, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος protesto / protestor pro- + testor testis indoeuropäisch (Wurzel) *tristh₂s


σβάστικα

σβάστικα deutsch Swastika sanskritisch स्वस्तिक (svastika: σύμβολο καλής τύχης, ειρήνης και ευημερίας) svasti (= ευτυχία) su (= καλώς) + asti (= είναι).


ιδιοτέλεια

ιδιοτέλεια ιδιοτελής + -εια (Lehnübersetzung) deutsch Eigennutz


πετροδολάριο

πετροδολάριο (entlehnt aus) englisch petrodollar petroleum (altgriechisch πέτρα + lateinisch oleum altgriechisch ἔλαιον) +‎ dollar ( ολλανδική daler / daalder deutsch Taler / Thaler Sankt Joachimsthaler : von κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ Joachim + -s- + Tal + -er althochdeutsch tal proto-deutsch *dalą)


ζαρντινιέρα

ζαρντινιέρα französisch jardinière jardinier jardin + -ier δημώδης lateinisch (hortus) gardinus φραγκική *gardin / *gardo ‎(φράχτης σε αυλή, κήπος) proto-deutsch *gardô *gardaz ‎(περίκλειστος χώρος, αυλή, κήπος) indoeuropäisch (Wurzel) *gʰordʰos *gʰerdʰ- (περικλείω, φράζω)


κράλης

κράλης mittelgriechisch κράλης slawisch краљ (βασιλιάς) πρωτοslawisch *korljь althochdeutsch Karl proto-deutsch *karlaz (ελεύθερος άνθρωπος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


παραπόταμος

παραπόταμος παρα- + ποταμός ((Lehnübersetzung) deutsch Nebenfluss)


μποτίνι

μποτίνι italienisch bottini, Mehrzahl von bottino παλαιά γαλλικά butin mittelhochdeutsch biute


ιδιοχρησία

ιδιοχρησία ιδιο- + χρήσις (Lehnübersetzung) deutsch Selbstgebrauch


αποσκλήρυνση

αποσκλήρυνση απο- + σκλήρυνση (Lehnübersetzung) deutsch Εnthärtung


γερανογέφυρα

γερανογέφυρα (Lehnübersetzung) deutsch Kranbrücke


γραφίτης

γραφίτης (entlehnt aus) deutsch Graphit altgriechisch γράφω + -it (-ίτης)


σελίνι

σελίνι italienisch scellini Mehrzahl von scellino französisch schelling englisch shilling proto-deutsch *skillingaz *skiljaną (κόβω, χωρίζω, διαιρώ) ( proto-indogermanisch *(s)kelH-) +‎ *-lingaz


ψυχαναλυτής

ψυχαναλυτής ψυχή + αναλυτής (Lehnübersetzung) deutsch Ρsychoanalytiker


αιτιοκρατία

αιτιοκρατία αίτιο + -ο- + -κρατία ((Lehnübersetzung) deutsch Determinismus[1])


βαρδιάνος

βαρδιάνος venezianisch vardiano vardia althochdeutsch warta (φρουρά, βάρδια) proto-deutsch *warþō *warōną (επιβλέπω, προσέχω) indoeuropäisch (Wurzel) *wer- (προσέχω)


πρωτόπλασμα

πρωτόπλασμα (entlehnt aus) deutsch Protoplasma altgriechisch πρῶτος + πλάσμα (ο όρος πρωτοπλάστηκε von Τσέχο ανατόμο και φυσιολόγο Γιαν Εβανγκελίστα Πούρκινιε - Jan Evangelista Purkyně)


μονισμός

μονισμός (entlehnt aus) deutsch Monismus altgriechisch μόνος


λούμπεν

λούμπεν deutsch Lumpen (: κουρέλι)


γαιοκτήμονας

γαιοκτήμονας γαιοκτήμων γαιο- + κτήμα + -ων (Lehnübersetzung) deutsch Landbesitzer


κοβάλτιο

κοβάλτιο deutsch Kobold (καλικάντζαρος)


επιστημολογία

επιστημολογία Lehnübersetzung von deutsch Wissenschaftslehre,[1] ή englisch epistemology[2] που όμως αποδίδεται ως γνωσιολογία altgriechisch ἐπιστήμ(η) + -ο- + -λογία


χριστιανοδημοκράτης

χριστιανοδημοκράτης χροστιανός + -ο- + δημοκράτης ((Lehnübersetzung) deutsch Christdemokrat)


γαληνίτης

γαληνίτης deutsch Galenit lateinisch galena altgriechisch γαλήνη γελάω proto-indogermanisch *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)


αντιδάνειο

αντιδάνειο αντι- + δάνειο ((Lehnübersetzung) deutsch Rückwanderer)


βιβλιοδέτης

βιβλιοδέτης βιβλίο + -δέτης (Lehnübersetzung) deutsch Buchbinder


ενόραση

ενόραση Koine-Griechisch ἐνόρασις ((Lehnbedeutung) deutsch Εinsicht)


αρχαιογνωσία

αρχαιογνωσία αρχαίος + -ο- + -γνωσία (Lehnübersetzung) deutsch Altertumskunde


δόκτορας

δόκτορας δόκτωρ deutsch Doktor lateinisch doctor (δάσκαλος)


προφέσορας

προφέσορας deutsch Professor + -ας


γκριμάτσα

γκριμάτσα französisch grimace μέση französisch grimace παλαιά französisch grimace / grimuche grime (μάσκα) + -ace φραγκική *grīma / *grīmo (μάσκα) proto-deutsch *grīmô (μάσκα, περικεφαλαία) proto-indogermanisch *ghrēi-


αλτ

αλτ französisch halte deutsch halten (σταματώ) proto-deutsch *haldaną


ζαχαρότευτλο

ζαχαρότευτλο Katharevousa σακχαρότευτλον σάκχαρον + τεύτλο (Lehnübersetzung) deutsch Zuckerrübe


εθνικοσοσιαλιστής

εθνικοσοσιαλιστής (Lehnübersetzung) deutsch Nationalsozialist


μυστικοσύμβουλος

μυστικοσύμβουλος μυστικ(ός) + -ο- + σύμβουλος ((Lehnübersetzung) deutsch Geheimrat)


αυτοχρηματοδότηση

αυτοχρηματοδότηση αυτο- + χρηματοδότηση (Lehnübersetzung) deutsch Selbstfinanzierung


τραστ

τραστ englisch trust altnorwegisch traust proto-deutsch *traustą indoeuropäisch (Wurzel) *drowzdo (δυναμώνω, ισχυροποιώ)


τσιτάτο

τσιτάτο deutsch Zitat lateinisch citatus, μετοχή του citare· von ίδια ρίζα και τα αγγλικά cite, citation, το γαλλικό citation, το ρουμανικό, σλοβενικό και σουηδικό citat κ.ά.


εθνικοσοσιαλισμός

εθνικοσοσιαλισμός εθνικός + -ο- + σοσιαλισμός (Lehnübersetzung) deutsch Nationalsozialismus


χρεόγραφο

χρεόγραφο χρέος + -ο- + γράφω (Lehnübersetzung) deutsch Wertpapier


ιδεαλιστής

ιδεαλιστής (entlehnt aus) französisch idéaliste deutsch Idealist lateinisch idealis idea altgriechisch ἰδέα εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


παρλαπίπα

παρλαπίπα deutsch Paperlapapp (=φλυαρία) Onomatopoetikum (με επίδραση των λέξεων πάρλα & πίπα)


άρπισμα

άρπισμα αρπίζω + -μα άρπα italienisch arpa proto-deutsch *arbiją ((Lehnübersetzung) italienisch arpeggio)


ολισμός

ολισμός (entlehnt aus) deutsch Holismus altgriechisch ὅλος


οβίδα

οβίδα Katharevousa οβίς französisch obus deutsch Haubitze τσεχική houfnice houf proto-deutsch *haupaz *hauppaz indoeuropäisch (Wurzel) *kouHp-nó-


Αυστροουγγαρία

Αυστροουγγαρία (Lehnübersetzung) deutsch Österreich-Ungarn Österreich (Αυστρία) + Ungarn (Ουγγαρία)


λουθηρανισμός

λουθηρανισμός französisch luthéranisme luthéran Luthère deutsch Luther (Λούθηρος)


σαχ

σαχ deutsch Schach (σάχης) [1]


απατίτης

απατίτης (entlehnt aus) englisch apatite deutsch Apatit (ονομασία που δόθηκε στο ορυκτό το 1786 von deutscher Geologe Abraham Gottlob Werner) altgriechisch ἀπάτη


κουβέλι

κουβέλι slawisch kubeł πρωτοslawisch *kъbьlъ althochdeutsch kūbel lateinisch cupellum cupa indoeuropäisch (Wurzel) *keup- (κοιλότητα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


τάλιρο

τάλιρο (ορθογραφικό δάνειο) venezianisch talaro (με α η ι) deutsch Taler / Thaler Joachimsthaler (νόμισμα του 16ου αιώνα) που παραγόταν στην Sankt Joachimsthal, την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ Joachim + -s- + Tal + -er althochdeutsch tal proto-deutsch *dalą proto-indogermanisch *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)[1][2]


ημιώροφος

ημιώροφος ημι- + όροφος με συνθετική έκταση σε ωμέγα (Lehnübersetzung) deutsch Halbgeschoß [1]


φαινότυπος

φαινότυπος (entlehnt aus) απόδοση για τη deutsch Ρhänotypus altgriechisch φαίνω + τύπος


οικοδιδάσκαλος

οικοδιδάσκαλος οικο- + διδάσκαλος, (Lehnübersetzung) deutsch Hauslehrer[1]


στούκας

στούκας deutsch Stuka Sturzkampfflugzeug


δρόγη

δρόγη französisch drogue (φάρμακο) mittelniederländisch droge proto-deutsch *draugiz proto-indogermanisch *dʰereuǵʰ- / *dʰerǵʰ- *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)


ζυμομύκητας

ζυμομύκητας ζύμη + -ο- + μύκητας (Lehnübersetzung) deutsch Hefepilz


παραφινέλαιο

παραφινέλαιο παραφίνη + έλαιο (Lehnübersetzung) deutsch Paraffinöl


κυτταρολόγος

κυτταρολόγος κυτταρο- + -λόγος, (entlehnt aus) Lehnübersetzung von deutsch Zytologe Zyto- + -loge altgriechisch κύτος + -λόγος[1]


ταξίμετρο

ταξίμετρο französisch taximètre deutsch Taxameter mittellateinisch taxa + altgriechisch μέτρον


κλάπα

κλάπα deutsch Klappe


εντελβάις

εντελβάις deutsch Edelweiß


ουσάρος

ουσάρος deutsch Husar ουγγρική huszár (ιππέας)


επινικέλωση

επινικέλωση επινικελώνω + -ση επι- + νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


βολφράμιο

βολφράμιο deutsch Wolfram Wolf (λύκος) + Ram (βρώμα, καπνιά) ή Rahm (κρέμα)


γεφυροπλάστιγγα

γεφυροπλάστιγγα γέφυρ(α) + -ο- + πλάστιγγα ((Lehnübersetzung) deutsch Brückenwaage)[1][2]


χωρόχρονος

χωρόχρονος χωρο- + χρόνος, Lehnübersetzung von deutsch Raumzeit[1]


επιδεινώνω

επιδεινώνω (Lehnübersetzung) deutsch verschlechtern, επι- + δειν(ός) + -ώνω[1]


εστέρας

εστέρας (entlehnt aus) englisch ester deutsch Essigäther Essig + Äther ( lateinisch aerher altgriechisch αἰθήρ)


σκορβούτο

σκορβούτο italienisch scorbuto mittellateinisch scorbutus mittelniederländisch scôrbut μέση κάτω deutsch schorbuk σουηδική skörbjug νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)


διφωνία

διφωνία δίφωνος + -ία (Lehnübersetzung) deutsch Zweistimmigkeit


ενδοστρέφεια

ενδοστρέφεια ενδοστρεφής + -εία (Lehnübersetzung) deutsch Introversion


ντετερμινισμός

ντετερμινισμός deutsch Determinismus lateinisch determino[1]


αποδεσμεύω

αποδεσμεύω απο- + δεσμεύω (Lehnübersetzung) deutsch entbinden



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback