Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκρίμα altgriechisch κρίμα
altgriechisch: τρόποι ἥλιου
χορτοφάγος altgriechisch χορτοφάγος
Αλεξάνδρεια altgriechisch Ἀλεξάνδρεια Ἀλέξανδρος
ομοιοπαθής altgriechisch ὁμοιοπαθής
χόριον altgriechisch χόριον
αμβλύς altgriechisch ἀμβλύς
ενεργός altgriechisch ἐνεργός ἐν + ἔργον
πλούσιος altgriechisch πλούσιος πλοῦτος
περιστερώνας περιστερεώνας altgriechisch περιστερεών περιστερά
Κένταυρος altgriechisch Κένταυρος
γκλάμουρ englisch glamour σκοτς glamer (γοητεία, ομορφιά) μέση englisch gramarye (γραμματική, μάθηση, απόκρυφη γνώση) παλαιά γαλλικά gramaire (γραμματική) lateinisch grammatica altgriechisch γραμματική, Femininum von γραμματικός γράμμα γράφω (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *gerbʰ- (χαράσσω)
εγωκεντρικός (entlehnt aus) französisch égocentrique altgriechisch ἐγώ + κεντρικός
εγωμανής εγωμανία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) (entlehnt aus) egomania altgriechisch ἐγω + μανία
φράκτης και φράχτης mittelgriechisch λέξη φράκτης altgriechisch φράσσω και φράττω
θορυβώδης altgriechisch θορυβώδης θόρυβος
τοπωνυμία (entlehnt aus) französisch toponymie altgriechisch τόπος + -ωνυμία ( ὄνυμα)
Πάρης altgriechisch Πάρις
εσωτερισμός (entlehnt aus) französisch ésotérisme altgriechisch ἐσώτερος ἔσω
νεότερος altgriechisch νεώτερος, συγκριτικός βαθμός του νέος. siehe auch τον υπερθετικό: νεότατος
ριζικός Koine-Griechisch ῥιζικός altgriechisch ῥίζα
λιχούδης mittelgriechisch λιχούδης altgriechisch λείχω
υπηρέτρια altgriechisch ὑπηρέτρια ὑπηρέτης + -τρια
πολύπλοκος altgriechisch πολύπλοκος
σύνθετος altgriechisch σύνθετος σύν + τίθημι
χήνος χήνα + -ος altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)
συστατικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: συστατικός altgriechisch συστατικός συνίστημι σύν + ἵστημι proto-indogermanisch *stísteh₂- *steh₂- (ἵστημι)
φορτηγάκι φορτηγό + κατάληξη υποκοριστικού -άκι altgriechisch φορτηγός φόρτος (φέρω) + ἄγω
χλωρός altgriechisch χλωρός
πράσινος altgriechisch πράσινος (4α. (Lehnbedeutung) (γερμανικά) Grünen)
έγγραφα έγγραφος + -α ἔγγρᾰφος altgriechisch γράφω
φιλάργυρος (λόγιο) altgriechisch φιλάργυρος φίλος + ἄργυρος
νεβρός altgriechisch νεβρός
διασκεδαστής διασκεδάζω + -τής (πβ. altgriechisch διασκεδαστής με άλλη σημασία)
μεταβλητή altgriechisch μεταβλητός μεταβάλλω
σύγχρονος altgriechisch σύγχρονος
θυρεοειδής Koine-Griechisch θυρεοειδής altgriechisch θυρεός ( θύρα) + -ειδής ( εἶδος)
κράταιγος altgriechisch κράταιγος
πλήμνη altgriechisch πλήμνη πλήθω
επινεφρίδιο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: επινεφρίδιος altgriechisch ἐπινεφρίδιος
βραδύπους altgriechisch βραδύπους
δικτυωτό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: δικτυωτός Koine-Griechisch δικτυωτό δικτυόομαι altgriechisch δίκτυον
αβλάβεια altgriechisch ἀβλάβεια ἀβλαβής
σταθερός altgriechisch σταθερός
συμπαγής altgriechisch συμπαγής σύν + πήγνυμι
ώριμος altgriechisch ὥριμος ὥρα (εποχή)
ορθοπαιδική (entlehnt aus) französisch orthopédie altgriechisch ὀρθός + παῖς das Wort πρωτοδημιουργήθηκε von Γάλλο γιατρό Nicolas Andry από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ὀρθός και παῖς, γιατί αρχικά αφορούσε επεμβάσεις σε παιδιά. Όταν αργότερα το πεδίο της ορθοπαιδικής διευρύνθηκε, η λέξη παρετυμολογικά von altgriechisch λέξη πέδη άρχισε να γράφεται και με -ε-. Σήμερα και οι δύο γραφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστές. Και με -αι-, που διατηρεί την ιστορική ετυμολογική ορθογραφία, και η νεότερη προσαρμογή με -ε-.
διπλανός δίπλα + -ανός διπλά διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)
μετρική altgriechisch μετρική, Femininum von επιθέτου μετρικός
ψώνια Mehrzahl von ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι
σφένδαμος (λόγιο) altgriechisch σφένδαμνος (ήταν και θηλυκού γένους) με απλοποίηση [mn] > [m]. siehe auch το σφεντάμι
Κέλτης altgriechisch Κελτοί / Κέλται indoeuropäisch (Wurzel) *gal- (δυνατός, ανθεκτικός)
φτωχός mittelgriechisch φτωχός altgriechisch πτωχός
τελικός altgriechisch τελικός τέλος + -ικός
ηλεκτρικός διαγλωσσική ορολογία electr(o)- englisch electric ή französisch électrique lateinisch electricus altgriechisch ἤλεκτρον + -ικός[1] Wort verwendet ab 1766
φοβητσιάρης mittelgriechisch φοβητσιάρης altgriechisch φοβητικός
αρθρόποδο neulateinisch altgriechisch ἄρθρον + πούς (Genitiv ποδός)
κωνοφόρο Maskulinum von κωνοφόρος Koine-Griechisch κωνοφόρος altgriechisch κῶνος + -φόρος (φέρω)
πρέμνο altgriechisch πρέμνον
λεπτολόγος altgriechisch λεπτολόγος
κεφαλίδα altgriechisch κεφαλίς κεφαλή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰebʰ-l- ((Lehnübersetzung) englisch header)
ειδικός altgriechisch εἰδικός εἶδος proto-indogermanisch *wéydos *weyd- (βλέπω)
πληθυντικός Koine-Griechisch πληθυντικός altgriechisch πληθύνω πληθύς
ομώνυμος (λόγιο) altgriechisch ὁμώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομ- + -ώνυμος για τη γραμματική (αντιδάνειο), (Lehnbedeutung) französisch homonyme (στον πληθυντικό homonymes lateinisch homonymus altgriechisch ὁμώνυμος για τα μαθηματικά (Lehnbedeutung) französisch dénominateur commun για τη φυσική (Lehnbedeutung) deutsch gleichmaniger Ρol
χαρωπός altgriechisch χαροπός
αγενής altgriechisch ἀγενής (χωρίς ευGenitiv καταγωγή)
τέχνημα altgriechisch τέχνημα
υδρόμελι altgriechisch ὑδρόμελι
φιλότεχνος altgriechisch φιλότεχνος φίλος + -τεχνος
τέλειος altgriechisch τέλειος
συς altgriechisch σῦς
απάγκιο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: απάγκιος altgriechisch ἄγκος
Ξανθίππη altgriechisch Ξανθίππη
νανόμετρο (entlehnt aus) englisch nanometre altgriechisch νᾶνος + μέτρον
σβώλος από τη συνεκφορά του οριστικού ή αόριστου άρθρου (ένας-βώλος, τους-βώλους κλπ.) altgriechisch βῶλος
φιλελεύθερος Koine-Griechisch φιλελεύθερος altgriechisch φίλος + ἐλεύθερος πολιτική σημασία: ((Lehnbedeutung) englisch liberal
καθαρτήριο καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός ((Lehnübersetzung) (ιταλικά) purgatorio)
φιλάνθρωπος altgriechisch φιλάνθρωπος φίλος + ἄνθρωπος
ασπροπάρης ασπροπάρι *ασπρογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
τολύπη altgriechisch τολύπη
χολερικός altgriechisch χολερικός χολέρα
υποχόνδριος altgriechisch ὑποχόνδριος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
μηνιάτικο mittelgriechisch μηνιατικόν altgriechisch μήν
πικτογραφία (entlehnt aus) englisch pictograph lateinisch pingo + altgriechisch γράφω
χθες altgriechisch χθές. siehe auch χτες[1]
χειρότερα χειρότερος altgriechisch χείρων (επίθετο) και χεῖρον (επίρρημα)
χαρίζομαι Passiv von χαρίζω και altgriechisch χαρίζομαι
φυσώ altgriechisch φυσάω indoeuropäisch (Wurzel) *pu- (φυσώ, φουσκώνω)
φτερνίζομαι φταρνίζομαι altgriechisch πτάρνυμαι
φίλη altgriechisch φίλη
υπερασπίζω Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς
τίποτα mittelgriechisch τίποτα / τίποτε altgriechisch τί ποτε τίπτε[1]
τζιτζίκι τζίτζικας + -ι altgriechisch τέττιξ (Onomatopoetikum)
σχάρα altgriechisch σχάρα ἐσχάρα
σπάω altgriechisch σπάω / σπῶ proto-indogermanisch *sp(h)ei- (τραβώ)
ρίχνομαι ρίχνω altgriechisch ῥίπτω
πωλήτρια altgriechisch πωλητής πωλῶ
πρώτα πρώτος + -α altgriechisch πρῶτος indoeuropäisch (Wurzel) *pr̥H-
προστάτιδα altgriechisch προστάτις + κατάληξη θηλυκού -ιδα
πονώ (Katharevousa) πονῶ altgriechisch πονέω-πονῶ
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.