Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



τραυλότητα

τραυλότητα altgriechisch τραυλότης τραυλός + -ότης


τραύμα

τραύμα altgriechisch τραῦμα


τραυματίας

τραυματίας altgriechisch τραυματίας


τραυματίζω

τραυματίζω altgriechisch τραυματίζω


τραχεία

τραχεία altgriechisch τραχεῖα τραχεῖα ἀρτηρία τραχύς


τράχηλος

τράχηλος altgriechisch τράχηλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


τρέμω

τρέμω altgriechisch τρέμω proto-indogermanisch *trem- (τρέμω) *ter- (αδύναμος, τρυφερός)


τρέπω

τρέπω altgriechisch τρέπω proto-indogermanisch *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) (Ισχυρό θέμα τρεπ- και κατά μετάπτωση τρα- πρβ ευτράπελος, καθ΄ ετεροίωση τροπ- πρβ τροπή)


τρέφω

τρέφω altgriechisch τρέφω


τρεχαντήρι

τρεχαντήρι Koine-Griechisch τροχαντήρ altgriechisch τροχός (mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von τρέχω)


τρέχω

τρέχω altgriechisch τρέχω proto-indogermanisch *dʰregʰ-


τρήμα

τρήμα altgriechisch τρῆμα (τρύπημα, οπή) θέμα τρη- του ρήματος τετραίνω (διατρυπώ), μέλλοντας τρήσω ((Lehnbedeutung) französisch orifice)


τριάκοντα

τριάκοντα altgriechisch τρια- + -κοντα


τριάντα

τριάντα altgriechisch τριάκοντα


τριβή

τριβή altgriechisch τριβή τρίβω


τρίβω

τρίβω altgriechisch τρίβω proto-indogermanisch *terh₁-[1] (τρίβω)


τρίγλυφο

τρίγλυφο Koine-Griechisch τρίγλυφον altgriechisch τρίγλυφος τρι- + γλύφω


τριγμός

τριγμός, λόγια λέξη altgriechisch τρίζω


τρίζω

τρίζω altgriechisch τρίζω


τριηραρχία

τριηραρχία altgriechisch τριηραρχία


τριήρης

τριήρης altgriechisch τριήρης τρι- + ἐρέσσω


τρικυμία

τρικυμία altgriechisch τρικυμία τρι- + -κυμία κῦμα


τρίμμα

τρίμμα altgriechisch τρῖμμα τρίβω


τριφύλλι

τριφύλλι spätgriechisch τριφύλλιον altgriechisch τρίφυλλον


τρίχα

τρίχα altgriechisch θρίξ, (Genitiv: τριχός)


τριώδιο

τριώδιο mittelgriechisch τριῴδιον τρι- + altgriechisch ᾠδή


τροβαδούρος

τροβαδούρος französisch troubadour[1] παλαιά γαλλικά troubadour παλαιά οξιτανική γλώσσα trobar lateinisch tropus altgriechisch τρόπος (αντιδάνειο)


τρόμος

τρόμος altgriechisch τρόμος τρέμω proto-indogermanisch *trem- (τρέμω) *ter- (αδύναμος, τρυφερός)


τρόπαιο

τρόπαιο altgriechisch τρόπαιον


τροπή

τροπή altgriechisch


τρόπιδα

τρόπιδα altgriechisch τρόπις


τροπικός

τροπικός altgriechisch τροπικός τρόπος τρέπω ((Lehnbedeutung) französisch tropique)


τρόπος

τρόπος altgriechisch τρόπος


τροφή

τροφή altgriechisch τροφή τρέφω


τρόφιμο

τρόφιμο Koine-Griechisch τρόφιμον altgriechisch τρόφιμος


τρόφιμος

τρόφιμος (λόγιο) altgriechisch τρόφιμος (θετό παιδί) τρέφω


τροφοδοτώ

τροφοδοτώ τροφή + -ο- + -δοτώ ( altgriechisch δίδωμι) Wort verwendet ab 1856


τροφός

τροφός altgriechisch τροφός τρέφω


τροχαλία

τροχαλία altgriechisch τροχίλος τροχός


τρόχαλος

τρόχαλος altgriechisch τροχαλός


τροχιά

τροχιά altgriechisch τροχιά τροχός


τροχοπέδη

τροχοπέδη Koine-Griechisch τροχοπέδη altgriechisch τροχός ( τρέχω) + πέδη (2. (Lehnbedeutung) französisch frein)


τροχός

τροχός altgriechisch τροχός τρέχω


τρυγόνι

τρυγόνι Koine-Griechisch τρυγόνιον altgriechisch τρυγών + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


τρύπα

τρύπα Koine-Griechisch τρῦπα altgriechisch τρύω proto-indogermanisch *truH-p-[1]


τρυπάνι

τρυπάνι Koine-Griechisch τρυπάνι altgriechisch τρύπανον


τρυπώ

τρυπώ altgriechisch τρυπάω / τρυπῶ


τρυφερότητα

τρυφερότητα altgriechisch τρυφερότης τρυφερός τρυφή


τρυφή

τρυφή altgriechisch τρυφή θρύπτω


τρώγλη

τρώγλη altgriechisch τρώγλη


τρωγλοδύτης

τρωγλοδύτης altgriechisch τρωγλοδύτης τρώγλη + δύω


τρώω

τρώω altgriechisch τρώγω


τσαμπούνα

τσαμπούνα italienisch zampogna lateinisch symphonia altgriechisch συμφωνία (αντιδάνειο) σύν + φωνή


τσαούλι

τσαούλι τσαγούνι altgriechisch σιαγόνιον, υποκοριστικό του σιαγών


τσέρι

τσέρι englisch cherry (brandy) μέση englisch cheri παλαιά γαλλικά cherise δημώδης lateinisch ceresia lateinisch cerasium Koine-Griechisch κεράσιον (αντιδάνειο) altgriechisch κερασός / κέρασος


τσιγγάνος

τσιγγάνος mittelgriechisch ἀτσίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή) Προέρχεται από ένα μανιχαϊκό θρήσκευμα, προερχόμενο από τη Φρυγία.


τσίκνα

τσίκνα mittelgriechisch τσίκνα altgriechisch κνῖσα


τσίμα

τσίμα italienisch cima lateinisch cyma altgriechisch κῦμα ("νεαρός βλαστός") (αντιδάνειο) κύω. Η επανάληψη, όπως σε όμοια (κοντά κοντά, λάου λάου).[1]. Έχει προταθεί και ετυμολογική ορθογράφηση (τσύμα τσύμα).[2]


τσιμπώ

τσιμπώ mittelgriechisch τσιμπῶ *τσιμπίζω *ἐξεμπίζω *ἐμπίζω altgriechisch ἐμπίς


τσίνουρο

τσίνουρο ματοτσίνουρο / ματοτσίνορο μάτι + -ο- + τσινούρι mittelgriechisch τσινάριν altgriechisch κύναρος (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· πβ. αγκινάρα)


τσιπούρα

τσιπούρα mittelgriechisch τσιπούρα *ἵππουρα, Femininum von altgriechisch ἵππουρος ἵππος + οὐρά


τσίπουρο

τσίπουρο mittelgriechisch τσίπουρον τουρκοταταρική sepre ή türkisch cibre· έχει προταθεί altgriechisch σίκερα εβραϊκά šēkār


τσιρίζω

τσιρίζω altgriechisch συρίζω (orthografische Vereinfachung[1]) σῦριγξ vorhellenistisch[2]


τσίρκο

τσίρκο italienisch circo lateinisch circus altgriechisch κρίκος (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *sker- ‎(κάμπτω, γυρίζω)


τσίρλα

τσίρλα τσιρλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω


τσιρλιό

τσιρλιό τσιρλί + -ό τσιρλώ (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω


τσιρότο

τσιρότο italienisch cerotto mittelgriechisch κηρωτόν (=έμπλαστρο αλειμμένο με κερί) altgriechisch κηρωτός (αλειμμένος με κερί) κηρός (αντιδάνειο)


τσιτσί

τσιτσί παιδική γλώσσα. siehe auch italienisch ciccia, cicci, altgriechisch τιτθός (μαστός)


τσιτσιρίζω

τσιτσιρίζω τσιρίζω altgriechisch συρίζω


τσιτσίρισμα

τσιτσίρισμα τσιτσιρίζω + -μα τσιρίζω altgriechisch συρίζω


τσίφτης

τσίφτης albanisch qift *qiftër mittelgriechisch ξεφτέρι (αντιδάνειο) Koine-Griechisch ὀξυπτέριον altgriechisch ὀξύς + πτερόν (ή τουρκικά çift persisch جفت: cuft)


τσουγκρίζω

τσουγκρίζω altgriechisch συγκρούω σύν + κρούω


τσούζω

τσούζω altgriechisch σίζω (: βγάζω συριστικό ήχο, κυρίως για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)


τσούρμο

τσούρμο italienisch ciurma / γενοβέζικα ciusma lateinisch celeusma altgriechisch κέλευσμα (αντιδάνειο) κελεύω


τσόφλι

τσόφλι mittelgriechisch τσόφλι *εξώφλοιον altgriechisch ἔξω + φλοιός φλέω


τύλος

τύλος altgriechisch τύλος


τύμβος

τύμβος altgriechisch τύμβος indoeuropäisch (Wurzel) *tum- (φουσκώνω, διογκώνω)


τυμβωρυχία

τυμβωρυχία Koine-Griechisch τυμβωρυχία altgriechisch τύμβος + ὀρύσσω


τυμβωρύχος

τυμβωρύχος altgriechisch τυμβωρύχος τύμβος + ὀρύσσω


τυμπανιστής

τυμπανιστής altgriechisch τυμπανιστής


τύμπανο

τύμπανο altgriechisch τύμπαν(ον) με κατάληξη -ο


τυπογραφία

τυπογραφία neulateinisch typographia altgriechisch τύπος + γράφω


τύπος

τύπος altgriechisch τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ)


τύπτω

τύπτω altgriechisch τύπτω με σπάνια χρήση στα νέα ελληνικά


τυπώνω

τυπώνω altgriechisch τυπῶ


τυραννία

τυραννία altgriechisch τυραννία


τυραννίδα

τυραννίδα > altgriechisch τυραννίς > altgriechisch τυραννώ


τύραννος

τύραννος altgriechisch τύραννος


τυραννώ

τυραννώ altgriechisch τύραννος


τυρβάζω

τυρβάζω altgriechisch τυρβάζω τύρβη


τύρβη

τύρβη (λόγιο) altgriechisch τύρβη


τυρί

τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)


τυρός

τυρός altgriechisch τυρός


τύφος

τύφος altgriechisch τῦφος


τυφώνας

τυφώνας altgriechisch Τῡφῶν / Τῠφάων τῡ́φω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό) ((Lehnbedeutung) englisch typhoon ( πορτογαλικά tufão αραβικά طُوفَان‏ (ṭūfān) κινέζικα (μανδαρίνικα) 大風/大风 (dàfēng: μεγάλος άνεμος)


τύχη

τύχη altgriechisch τύχη


ύαινα

ύαινα altgriechisch ὕαινα


υαλογράφημα

υαλογράφημα υαλογραφία (entlehnt aus) französisch hyalographie altgriechisch ὕαλος + γράφω


υαλογραφία

υαλογραφία (entlehnt aus) französisch hyalographie altgriechisch ὕαλος + γράφω


υαλογράφος

υαλογράφος (entlehnt aus) französisch hyalographe altgriechisch ὕαλος υαλο- + -γράφος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback