τρυπώ Verb  [tripo, trypw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu τρυπώ

τρυπώ altgriechisch τρυπάω / τρυπῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
τρυπώνω
τρύπωμα

Grammatik

Grammatik zu τρυπώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρυπάω, τρυπώτρυπάμε, τρυπούμετρυπιέμαιτρυπιόμαστε
τρυπάςτρυπάτετρυπιέσαιτρυπιέστε, τρυπιόσαστε
τρυπάει, τρυπάτρυπάν(ε), τρυπούν(ε)τρυπιέταιτρυπιούνται, τρυπιόνται
Imper
fekt
τρυπούσα, τρύπαγατρυπούσαμε, τρυπάγαμετρυπιόμουν(α)τρυπιόμαστε, τρυπιόμασταν
τρυπούσες, τρύπαγεςτρυπούσατε, τρυπάγατετρυπιόσουν(α)τρυπιόσαστε, τρυπιόσασταν
τρυπούσε, τρύπαγετρυπούσαν(ε), τρύπαγαν, τρυπάγανετρυπιόταν(ε)τρυπιόνταν(ε), τρυπιούνταν, τρυπιόντουσαν
Aoristτρύπησατρυπήσαμετρυπήθηκατρυπηθήκαμε
τρύπησεςτρυπήσατετρυπήθηκεςτρυπηθήκατε
τρύπησετρύπησαν, τρυπήσαν(ε)τρυπήθηκετρυπήθηκαν, τρυπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τρυπήσει
έχω τρυπημένο
έχουμε τρυπήσει
έχουμε τρυπημένο
έχω τρυπηθεί
είμαι τρυπημένος, -η
έχουμε τρυπηθεί
είμαστε τρυπημένοι, -ες
έχεις τρυπήσει
έχεις τρυπημένο
έχετε τρυπήσει
έχετε τρυπημένο
έχεις τρυπηθεί
είσαι τρυπημένος, -η
έχετε τρυπηθεί
είστε τρυπημένοι, -ες
έχει τρυπήσει
έχει τρυπημένο
έχουν τρυπήσει
έχουν τρυπημένο
έχει τρυπηθεί
είναι τρυπημένος, -η, -ο
έχουν τρυπηθεί
είναι τρυπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τρυπήσει
είχα τρυπημένο
είχαμε τρυπήσει
είχαμε τρυπημένο
είχα τρυπηθεί
ήμουν τρυπημένος, -η
είχαμε τρυπηθεί
ήμαστε τρυπημένοι, -ες
είχες τρυπήσει
είχες τρυπημένο
είχατε τρυπήσει
είχατε τρυπημένο
είχες τρυπηθεί
ήσουν τρυπημένος, -η
είχατε τρυπηθεί
ήσαστε τρυπημένοι, -ες
είχε τρυπήσει
είχε τρυπημένο
είχαν τρυπήσει
είχαν τρυπημένο
είχε τρυπηθεί
ήταν τρυπημένος, -η, -ο
είχαν τρυπηθεί
ήταν τρυπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρυπάω, θα τρυπώθα τρυπάμε, θα τρυπούμεθα τρυπιέμαιθα τρυπιόμαστε
θα τρυπάςθα τρυπάτεθα τρυπιέσαιθα τρυπιέστε, θα τρυπιόσαστε
θα τρυπάει, θα τρυπάθα τρυπάν(ε), θα τρυπούν(ε)θα τρυπιέταιθα τρυπιούνται, θα τρυπιόνται
Fut
ur
θα τρυπήσωθα τρυπήσουμε, θα τρυπήσομεθα τρυπηθώθα τρυπηθούμε
θα τρυπήσειςθα τρυπήσετεθα τρυπηθείςθα τρυπηθείτε
θα τρυπήσειθα τρυπήσουν(ε)θα τρυπηθείθα τρυπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρυπήσει
θα έχω τρυπημένο
θα έχουμε τρυπήσει
θα έχουμε τρυπημένο
θα έχω τρυπηθεί
θα είμαι τρυπημένος, -η
θα έχουμε τρυπηθεί
θα είμαστε τρυπημένοι, -ες
θα έχεις τρυπήσει
θα έχεις τρυπημένο
θα έχετε τρυπήσει
θα έχετε τρυπημένο
θα έχεις τρυπηθεί
θα είσαι τρυπημένος, -η
θα έχετε τρυπηθεί
θα είστε τρυπημένοι, -ες
θα έχει τρυπήσει
θα έχει τρυπημένο
θα έχουν τρυπήσει
θα έχουν τρυπημένο
θα έχει τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένος, -η, -ο
θα έχουν τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρυπάω, να τρυπώνα τρυπάμε, να τρυπούμενα τρυπιέμαινα τρυπιόμαστε
να τρυπάςνα τρυπάτενα τρυπιέσαινα τρυπιέστε, να τρυπιόσαστε
να τρυπάει, να τρυπάνα τρυπάν(ε), να τρυπούν(ε)να τρυπιέταινα τρυπιούνται, να τρυπιόνται
Aoristνα τρυπήσωνα τρυπήσουμε, να τρυπήσομενα τρυπηθώνα τρυπηθούμε
να τρυπήσειςνα τρυπήσετενα τρυπηθείςνα τρυπηθείτε
να τρυπήσεινα τρυπήσουν(ε)να τρυπηθείνα τρυπηθούν(ε)
Perfνα έχω τρυπήσει
να έχω τρυπημένο
να έχουμε τρυπήσει
να έχουμε τρυπημένο
να έχω τρυπηθεί
να είμαι τρυπημένος, -η
να έχουμε τρυπηθεί
να είμαστε τρυπημένοι, -ες
να έχεις τρυπήσει
να έχεις τρυπημένο
να έχετε τρυπήσει
να έχετε τρυπημένο
να έχεις τρυπηθεί
να είσαι τρυπημένος, -η
να έχετε τρυπηθεί
να είστε τρυπημένοι, -η
να έχει τρυπήσει
να έχει τρυπημένο
να έχουν τρυπήσει
να έχουν τρυπημένο
να έχει τρυπηθεί
να είναι τρυπημένος, -η, -ο
να έχουν τρυπηθεί
να είναι τρυπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρύπα, τρύπαγετρυπάτετρυπιέστε
Aoristτρύπησε, τρύπατρυπήστετρυπήσουτρυπηθείτε
Part
izip
Presτρυπώντας
Perfέχοντας τρυπήσει, έχοντας τρυπημένοτρυπημένος, -η, -οτρυπημένοι, -ες, -α
InfinAoristτρυπήσειτρυπηθεί









Griechische Definition zu τρυπώ

τρυπώ [tripó] & -άω, -ιέμαι : 1α. ανοίγω τρύπα, συνήθ. με το κατάλληλο όργανο: τρυπώ τον τοίχο για να περάσω το καλώδιο. Tρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο. Tο μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα. Tρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια. ΦΡ να μου τρυπήσεις τη μύτη*… || για κτ. στο οποίο ανοίγουν τρύπα: Tο σίδερο τρυπάει δύσκολα. β. κάνω τρύπες σε κτ. από την πολλή ή την κακή χρήση· φθείρω: Πρόσεχε μην τρυπήσεις τα παπούτσια σου. || για κτ. που αποκτά τρύπες: Tρύπησε το παντελόνι / ο τενεκές. Tρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback