bohren
 Verb

τριβελίζω Verb
(0)
σκαλίζω Verb
(0)
τρυπώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir bohren einige Löcher in den Koffer.Θα πρέπει να κάνουμε τρύπες στο μπαούλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir bohren einige Löcher.Περίμενε εκεί, θα κάνουμε μερικές τρύπες στο μπαούλο.

Übersetzung nicht bestätigt

zwischen Gut und Böse zu unterscheiden... oder Löcher in unsere Schädel bohren, um seine eigenen Zehn Gebote einzupflanzen.Τη γνώση του καλού και του κακού. Η σκάβοντας να φυτέψει στο κεφάλι τους τις δικές του Δέκα Εντολές.

Übersetzung nicht bestätigt

Eines Nachts fiel dieser Herrscher aus dem Land des Indus fast einem Dolche zum Opfer, der sich zwischen seine Rippen bohren wollte.Μια άλλη φορά, στο σκοτάδι μιας αξέχαστης βραδιάς, Ο Ινδός αυτός ο κύριος είχε σωθεί από ένα μακρύ μαχαίρι στην καρδιά. Όπως αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Der hat mir gesagt, dass er eine Mauer gebaut hat, in die man mit dem Finger ein Loch bohren kann.Σαν κι αυτούς που τους τρυπάς με το δαχτυλάκι σου... Λοιπόν; Χωρίζει μια τραπεζαρία, από ένα ενεχυροδανειστήριο...

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
bohrend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρυπάω, τρυπώτρυπάμε, τρυπούμετρυπιέμαιτρυπιόμαστε
τρυπάςτρυπάτετρυπιέσαιτρυπιέστε, τρυπιόσαστε
τρυπάει, τρυπάτρυπάν(ε), τρυπούν(ε)τρυπιέταιτρυπιούνται, τρυπιόνται
Imper
fekt
τρυπούσα, τρύπαγατρυπούσαμε, τρυπάγαμετρυπιόμουν(α)τρυπιόμαστε, τρυπιόμασταν
τρυπούσες, τρύπαγεςτρυπούσατε, τρυπάγατετρυπιόσουν(α)τρυπιόσαστε, τρυπιόσασταν
τρυπούσε, τρύπαγετρυπούσαν(ε), τρύπαγαν, τρυπάγανετρυπιόταν(ε)τρυπιόνταν(ε), τρυπιούνταν, τρυπιόντουσαν
Aoristτρύπησατρυπήσαμετρυπήθηκατρυπηθήκαμε
τρύπησεςτρυπήσατετρυπήθηκεςτρυπηθήκατε
τρύπησετρύπησαν, τρυπήσαν(ε)τρυπήθηκετρυπήθηκαν, τρυπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τρυπήσει
έχω τρυπημένο
έχουμε τρυπήσει
έχουμε τρυπημένο
έχω τρυπηθεί
είμαι τρυπημένος, -η
έχουμε τρυπηθεί
είμαστε τρυπημένοι, -ες
έχεις τρυπήσει
έχεις τρυπημένο
έχετε τρυπήσει
έχετε τρυπημένο
έχεις τρυπηθεί
είσαι τρυπημένος, -η
έχετε τρυπηθεί
είστε τρυπημένοι, -ες
έχει τρυπήσει
έχει τρυπημένο
έχουν τρυπήσει
έχουν τρυπημένο
έχει τρυπηθεί
είναι τρυπημένος, -η, -ο
έχουν τρυπηθεί
είναι τρυπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τρυπήσει
είχα τρυπημένο
είχαμε τρυπήσει
είχαμε τρυπημένο
είχα τρυπηθεί
ήμουν τρυπημένος, -η
είχαμε τρυπηθεί
ήμαστε τρυπημένοι, -ες
είχες τρυπήσει
είχες τρυπημένο
είχατε τρυπήσει
είχατε τρυπημένο
είχες τρυπηθεί
ήσουν τρυπημένος, -η
είχατε τρυπηθεί
ήσαστε τρυπημένοι, -ες
είχε τρυπήσει
είχε τρυπημένο
είχαν τρυπήσει
είχαν τρυπημένο
είχε τρυπηθεί
ήταν τρυπημένος, -η, -ο
είχαν τρυπηθεί
ήταν τρυπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρυπάω, θα τρυπώθα τρυπάμε, θα τρυπούμεθα τρυπιέμαιθα τρυπιόμαστε
θα τρυπάςθα τρυπάτεθα τρυπιέσαιθα τρυπιέστε, θα τρυπιόσαστε
θα τρυπάει, θα τρυπάθα τρυπάν(ε), θα τρυπούν(ε)θα τρυπιέταιθα τρυπιούνται, θα τρυπιόνται
Fut
ur
θα τρυπήσωθα τρυπήσουμε, θα τρυπήσομεθα τρυπηθώθα τρυπηθούμε
θα τρυπήσειςθα τρυπήσετεθα τρυπηθείςθα τρυπηθείτε
θα τρυπήσειθα τρυπήσουν(ε)θα τρυπηθείθα τρυπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρυπήσει
θα έχω τρυπημένο
θα έχουμε τρυπήσει
θα έχουμε τρυπημένο
θα έχω τρυπηθεί
θα είμαι τρυπημένος, -η
θα έχουμε τρυπηθεί
θα είμαστε τρυπημένοι, -ες
θα έχεις τρυπήσει
θα έχεις τρυπημένο
θα έχετε τρυπήσει
θα έχετε τρυπημένο
θα έχεις τρυπηθεί
θα είσαι τρυπημένος, -η
θα έχετε τρυπηθεί
θα είστε τρυπημένοι, -ες
θα έχει τρυπήσει
θα έχει τρυπημένο
θα έχουν τρυπήσει
θα έχουν τρυπημένο
θα έχει τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένος, -η, -ο
θα έχουν τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρυπάω, να τρυπώνα τρυπάμε, να τρυπούμενα τρυπιέμαινα τρυπιόμαστε
να τρυπάςνα τρυπάτενα τρυπιέσαινα τρυπιέστε, να τρυπιόσαστε
να τρυπάει, να τρυπάνα τρυπάν(ε), να τρυπούν(ε)να τρυπιέταινα τρυπιούνται, να τρυπιόνται
Aoristνα τρυπήσωνα τρυπήσουμε, να τρυπήσομενα τρυπηθώνα τρυπηθούμε
να τρυπήσειςνα τρυπήσετενα τρυπηθείςνα τρυπηθείτε
να τρυπήσεινα τρυπήσουν(ε)να τρυπηθείνα τρυπηθούν(ε)
Perfνα έχω τρυπήσει
να έχω τρυπημένο
να έχουμε τρυπήσει
να έχουμε τρυπημένο
να έχω τρυπηθεί
να είμαι τρυπημένος, -η
να έχουμε τρυπηθεί
να είμαστε τρυπημένοι, -ες
να έχεις τρυπήσει
να έχεις τρυπημένο
να έχετε τρυπήσει
να έχετε τρυπημένο
να έχεις τρυπηθεί
να είσαι τρυπημένος, -η
να έχετε τρυπηθεί
να είστε τρυπημένοι, -η
να έχει τρυπήσει
να έχει τρυπημένο
να έχουν τρυπήσει
να έχουν τρυπημένο
να έχει τρυπηθεί
να είναι τρυπημένος, -η, -ο
να έχουν τρυπηθεί
να είναι τρυπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρύπα, τρύπαγετρυπάτετρυπιέστε
Aoristτρύπησε, τρύπατρυπήστετρυπήσουτρυπηθείτε
Part
izip
Presτρυπώντας
Perfέχοντας τρυπήσει, έχοντας τρυπημένοτρυπημένος, -η, -οτρυπημένοι, -ες, -α
InfinAoristτρυπήσειτρυπηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback