τρίβω Verb  [trivo, tribw]

  Verb
(5)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
bröckeln (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu τρίβω

τρίβω altgriechisch τρίβω proto-indogermanisch *terh₁-[1] (τρίβω)


GriechischDeutsch
Απλά δεν θέλω να σου τρίβω την μύτη σ' αυτό.Ich will es dir nicht immer unter die Nase reiben.

Übersetzung nicht bestätigt

Είμαι πολύ πιο έξυπνος από εσένα, και με πεθαίνει να μην σου το τρίβω στην μούρη!Ich bin so viel schlauer als du, und es bringt mich um, es dir nicht unter die Nase zu reiben!

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά δεν χρειάζεται να της το τρίβω στα μούτρα... την πρώτη μέρα στο τριπλό δωμάτιο του κοιτώνα.Dennoch muss ich ihr das nicht gleich am ersten Tag zusammen in unserem Dreierzimmer unter die Nase reiben.

Übersetzung nicht bestätigt

δεν θέλω να το τρίβω στα μούτρα του Μάθιου.Ich wollte es... Matthew nicht unter die Nase reiben.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε σας το τρίβω στη μούρη, αλλά σίγουρα αποφασίσατε να κάνετε το λάθος πράμα.Ich möchte es euch ja nicht unter die Nase reiben, aber ihr habt echt aufs falsche Pferd gesetzt.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
τρίβω σε

Grammatik

Grammatik zu τρίβω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρίβωτρίβουμε, τρίβομετρίβομαιτριβόμαστε
τρίβειςτρίβετετρίβεσαιτρίβεστε, τριβόσαστε
τρίβειτρίβουν(ε)τρίβεταιτρίβονται
Imper
fekt
έτριβατρίβαμετριβόμουν(α)τριβόμαστε, τριβόμασταν
έτριβεςτρίβατετριβόσουν(α)τριβόσαστε, τριβόσασταν
έτριβεέτριβαν, τρίβαν(ε)τριβόταν(ε)τρίβονταν, τριβόντανε, τριβόντουσαν
Aoristέτριψατρίψαμετρίφτηκατριφτήκαμε
έτριψεςτρίψατετρίφτηκεςτριφτήκατε
έτριψεέτριψαν, τρίψαν(ε)τρίφτηκετρίφτηκαν, τριφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τρίψει
έχω τριμμένο
έχουμε τρίψει
έχουμε τριμμένο
έχω τριφτεί
είμαι τριμμένος, -η
έχουμε τριφτεί
είμαστε τριμμένοι, -ες
έχεις τρίψει
έχεις τριμμένο
έχετε τρίψει
έχεις τριμμένο
έχεις τριφτεί
είσαι τριμμένος, -η
έχετε τριφτεί
είστε τριμμένοι, -ες
έχει τρίψει
έχει τριμμένο
έχουν τρίψει
έχουν τριμμένο
έχει τριφτεί
είναι τριμμένος, -η, -ο
έχουν τριφτεί
είναι τριμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τρίψει
είχα τριμμένο
είχαμε τρίψει
είχαμε τριμμένο
είχα τριφτεί
ήμουν τριμμένος, -η
είχαμε τριφτεί
ήμαστε τριμμένοι, -ες
είχες τρίψει
είχες τριμμένο
είχατε τρίψει
είχατε τριμμένο
είχες τριφτεί
ήσουν τριμμένος, -η
είχατε τριφτεί
ήσαστε τριμμένοι, -ες
είχε τρίψει
είχε τριμμένο
είχαν τρίψει
είχαν τριμμένο
είχε τριφτεί
ήταν τριμμένος, -η, -ο
είχαν τριφτεί
ήταν τριμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρίβωθα τρίβουμε, θα τρίβομεθα τρίβομαιθα τριβόμαστε
θα τρίβειςθα τρίβετεθα τρίβεσαιθα τρίβεστε, θα τριβόσαστε
θα τρίβειθα τρίβουν(ε)θα τρίβεταιθα τρίβονται
Fut
ur
θα τρίψωθα τρίψουμε, θα τρίψομεθα τριφτώθα τριφτούμε
θα τρίψειςθα τρίψετεθα τριφτείςθα τριφτείτε
θα τρίψειθα τρίψουν(ε)θα τριφτείθα τριφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρίψει
θα έχω τριμμένο
θα έχουμε τρίψει
θα έχουμε τριμμένο
θα έχω τριφτεί
θα είμαι τριμμένος, -η
θα έχουμε τριφτεί
θα είμαστε τριμμένοι, -ες
θα έχεις τρίψει
θα έχεις τριμμένο
θα έχετε τρίψει
θα έχετε τριμμένο
θα έχεις τριφτεί
θα είσαι τριμμένος, -η
θα έχετε τριφτεί
θα είστε τριμμένοι, -ες
θα έχει τρίψει
θα έχει τριμμένο
θα έχουν τρίψει
θα έχουν τριμμένο
θα έχει τριφτεί
θα είναι τριμμένος, -η, -ο
θα έχουν τριφτεί
θα είναι τριμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρίβωνα τρίβουμε, να τρίβομενα τρίβομαινα τριβόμαστε
να τρίβειςνα τρίβετενα τρίβεσαινα τρίβεστε, να τριβόσαστε
να τρίβεινα τρίβουν(ε)να τρίβεταινα τρίβονται
Aoristνα τρίψωνα τρίψουμε, να τρίψομενα τριφτώνα τριφτούμε
να τρίψειςνα τρίψετενα τριφτείςνα τριφτείτε
να τρίψεινα τρίψουν(ε)να τριφτείνα τριφτούν(ε)
Perfνα έχω τρίψει
να έχω τριμμένο
να έχουμε τρίψει
να έχουμε τριμμένο
να έχω τριφτεί
να είμαι τριμμένος, -η
να έχουμε τριφτεί
να είμαστε τριμμένοι, -ες
να έχεις τρίψει
να έχεις τριμμένο
να έχετε τρίψει
να έχετε τριμμένο
να έχεις τριφτεί
να είσαι τριμμένος, -η
να έχετε τριφτεί
να είστε τριμμένοι, -ες
να έχει τρίψει
να έχει τριμμένο
να έχουν τρίψει
να έχουν τριμμένο
να έχει τριφτεί
να είναι τριμμένος, -η, -ο
να έχουν τριφτεί
να είναι τριμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρίβετρίβετετρίβεστε
Aoristτρίψετρίψτε, τρίφτετρίψουτριφτείτε
Part
izip
Presτρίβοντας
Perfέχοντας τρίψει, έχοντας τριμμένοτριμμένος, -η, -οτριμμένοι, -ες, -α
InfinAoristτρίψειτριφτεί



















Griechische Definition zu τρίβω

τρίβω [trívo] -ομαι : κινώ ένα σώμα με επανειλημμένες παλινδρομικές κινήσεις, πιέζοντάς το με δύναμη επάνω σε ένα άλλο σώμα ή αντίστροφα ασκώ σε ένα σώμα την πίεση ενός άλλου σώματος που κινείται: τρίβω το σπίρτο στο κουτί για να ανάψει. τρίβω τη μύτη μου με το χέρι μου. Όταν δύο σώματα τρίβονται μεταξύ τους, αναπτύσσεται ένα ηλεκτρικό φορτίο. 1. ενεργώ με τον παραπάνω τρόπο: α. για να κάνω κτ. πιο καθαρό, πιο γυαλιστερό ή πιο λείο: τρίβω τα ρούχα. Tρίβομαι με το σφουγγάρι. Tρίβομαι με την πετσέτα, για να στεγνώσω. τρίβω τα ασημικά / το παρκέ. Ειδικός τεχνίτης τοποθετεί και τρίβει τα μάρμαρα. β. για να κάνω πιο έντονη την κυκλοφορία του αίματος: τρίβω τα χέρια μου για να ζεσταθούν. Tου έτριψα την πλάτη με οινόπνευμα, του έκανα εντριβή. Tρίψε με. γ. για να κόψω κτ., με εργαλείο ή με τα δάχτυλα, σε πολύ μικρά κομματάκια ή για να το κάνω σκόνη: τρίβω το κρεμμύδι / το πιπέρι. Tριμμένο τυρί / ψωμί. || (στο γ' πρόσ.) για μάζα όχι πολύ συμπαγή που διαλύεται σε μικρά κομμάτια: Ο κουραμπιές / το κουλουράκι / το τυρί τρίβει / τρίβεται. ΦΡ τρίβω τα χέρια (μου), από μεγάλη ικανοποίηση. τρίβω τα μάτια μου, από έκπληξη. τρίβω τη μούρη κάποιου, τον τιμωρώ με προσβλητικό τρόπο. τρίβω κτ. στα μούτρα κάποιου, για κτ. που το επιστρέφω για να προσβάλω κπ. να δεις πώς τρίβουν το πιπέρι!, να καταλάβεις πόσες δυσκολίες έχει η δουλειά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback