reiben
 Verb

τρίβω Verb
(5)
DeutschGriechisch
Ich will es dir nicht immer unter die Nase reiben.Απλά δεν θέλω να σου τρίβω την μύτη σ' αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin so viel schlauer als du, und es bringt mich um, es dir nicht unter die Nase zu reiben!Είμαι πολύ πιο έξυπνος από εσένα, και με πεθαίνει να μην σου το τρίβω στην μούρη!

Übersetzung nicht bestätigt

Dennoch muss ich ihr das nicht gleich am ersten Tag zusammen in unserem Dreierzimmer unter die Nase reiben.Αλλά δεν χρειάζεται να της το τρίβω στα μούτρα... την πρώτη μέρα στο τριπλό δωμάτιο του κοιτώνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte es... Matthew nicht unter die Nase reiben.δεν θέλω να το τρίβω στα μούτρα του Μάθιου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte es euch ja nicht unter die Nase reiben, aber ihr habt echt aufs falsche Pferd gesetzt.Δε σας το τρίβω στη μούρη, αλλά σίγουρα αποφασίσατε να κάνετε το λάθος πράμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρίβωτρίβουμε, τρίβομετρίβομαιτριβόμαστε
τρίβειςτρίβετετρίβεσαιτρίβεστε, τριβόσαστε
τρίβειτρίβουν(ε)τρίβεταιτρίβονται
Imper
fekt
έτριβατρίβαμετριβόμουν(α)τριβόμαστε, τριβόμασταν
έτριβεςτρίβατετριβόσουν(α)τριβόσαστε, τριβόσασταν
έτριβεέτριβαν, τρίβαν(ε)τριβόταν(ε)τρίβονταν, τριβόντανε, τριβόντουσαν
Aoristέτριψατρίψαμετρίφτηκατριφτήκαμε
έτριψεςτρίψατετρίφτηκεςτριφτήκατε
έτριψεέτριψαν, τρίψαν(ε)τρίφτηκετρίφτηκαν, τριφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τρίψει
έχω τριμμένο
έχουμε τρίψει
έχουμε τριμμένο
έχω τριφτεί
είμαι τριμμένος, -η
έχουμε τριφτεί
είμαστε τριμμένοι, -ες
έχεις τρίψει
έχεις τριμμένο
έχετε τρίψει
έχεις τριμμένο
έχεις τριφτεί
είσαι τριμμένος, -η
έχετε τριφτεί
είστε τριμμένοι, -ες
έχει τρίψει
έχει τριμμένο
έχουν τρίψει
έχουν τριμμένο
έχει τριφτεί
είναι τριμμένος, -η, -ο
έχουν τριφτεί
είναι τριμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τρίψει
είχα τριμμένο
είχαμε τρίψει
είχαμε τριμμένο
είχα τριφτεί
ήμουν τριμμένος, -η
είχαμε τριφτεί
ήμαστε τριμμένοι, -ες
είχες τρίψει
είχες τριμμένο
είχατε τρίψει
είχατε τριμμένο
είχες τριφτεί
ήσουν τριμμένος, -η
είχατε τριφτεί
ήσαστε τριμμένοι, -ες
είχε τρίψει
είχε τριμμένο
είχαν τρίψει
είχαν τριμμένο
είχε τριφτεί
ήταν τριμμένος, -η, -ο
είχαν τριφτεί
ήταν τριμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρίβωθα τρίβουμε, θα τρίβομεθα τρίβομαιθα τριβόμαστε
θα τρίβειςθα τρίβετεθα τρίβεσαιθα τρίβεστε, θα τριβόσαστε
θα τρίβειθα τρίβουν(ε)θα τρίβεταιθα τρίβονται
Fut
ur
θα τρίψωθα τρίψουμε, θα τρίψομεθα τριφτώθα τριφτούμε
θα τρίψειςθα τρίψετεθα τριφτείςθα τριφτείτε
θα τρίψειθα τρίψουν(ε)θα τριφτείθα τριφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρίψει
θα έχω τριμμένο
θα έχουμε τρίψει
θα έχουμε τριμμένο
θα έχω τριφτεί
θα είμαι τριμμένος, -η
θα έχουμε τριφτεί
θα είμαστε τριμμένοι, -ες
θα έχεις τρίψει
θα έχεις τριμμένο
θα έχετε τρίψει
θα έχετε τριμμένο
θα έχεις τριφτεί
θα είσαι τριμμένος, -η
θα έχετε τριφτεί
θα είστε τριμμένοι, -ες
θα έχει τρίψει
θα έχει τριμμένο
θα έχουν τρίψει
θα έχουν τριμμένο
θα έχει τριφτεί
θα είναι τριμμένος, -η, -ο
θα έχουν τριφτεί
θα είναι τριμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρίβωνα τρίβουμε, να τρίβομενα τρίβομαινα τριβόμαστε
να τρίβειςνα τρίβετενα τρίβεσαινα τρίβεστε, να τριβόσαστε
να τρίβεινα τρίβουν(ε)να τρίβεταινα τρίβονται
Aoristνα τρίψωνα τρίψουμε, να τρίψομενα τριφτώνα τριφτούμε
να τρίψειςνα τρίψετενα τριφτείςνα τριφτείτε
να τρίψεινα τρίψουν(ε)να τριφτείνα τριφτούν(ε)
Perfνα έχω τρίψει
να έχω τριμμένο
να έχουμε τρίψει
να έχουμε τριμμένο
να έχω τριφτεί
να είμαι τριμμένος, -η
να έχουμε τριφτεί
να είμαστε τριμμένοι, -ες
να έχεις τρίψει
να έχεις τριμμένο
να έχετε τρίψει
να έχετε τριμμένο
να έχεις τριφτεί
να είσαι τριμμένος, -η
να έχετε τριφτεί
να είστε τριμμένοι, -ες
να έχει τρίψει
να έχει τριμμένο
να έχουν τρίψει
να έχουν τριμμένο
να έχει τριφτεί
να είναι τριμμένος, -η, -ο
να έχουν τριφτεί
να είναι τριμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρίβετρίβετετρίβεστε
Aoristτρίψετρίψτε, τρίφτετρίψουτριφτείτε
Part
izip
Presτρίβοντας
Perfέχοντας τρίψει, έχοντας τριμμένοτριμμένος, -η, -οτριμμένοι, -ες, -α
InfinAoristτρίψειτριφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback