einfallen
 Verb

εισβάλλω Verb
(2)
πέφτω Verb
(0)
βουλιάζω Verb
(0)
καταρρέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"denn ich könnte bald auf deiner Insel einfallen."΄΄γιατί ίσως εισβάλλω εγώ στο δικό σου νησί. ΄΄

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn der Frühling kommt, werde ich in ein Land namens Franzien einfallen.Με τον ερχομό της άνοιξης θα εισβάλλω σε μια χώρα που λέγεται Φραγκία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πέφτω, ekpipto">-πίπτωπέφτουμε, πέφτομε
πέφτειςπέφτετε
πέφτειπέφτουν(ε)
Imper
fekt
έπεφταπέφταμε
έπεφτεςπέφτατε
έπεφτεέπεφταν, πέφταν(ε)
Aoristέπεσαπέσαμε
έπεσεςπέσατε
έπεσεέπεσαν, πέσαν(ε)
Per
fekt
έχω πέσει
είμαι πεσμένος, -η
έχουμε πέσει
είμαστε πεσμένοι, -ες
έχεις πέσει
είσαι πεσμένος, -η
έχετε πέσει
είστε πεσμένοι, -ες
έχει πέσει
είναι πεσμένος, -η, -ο
έχουν πέσει
είναι πεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πέσει
ήμουν πεσμένος, -η
είχαμε πέσει
ήμαστε πεσμένοι, -ες
είχες πέσει
ήσουν πεσμένος, -η
είχατε πέσει
ήσαστε πεσμένοι, -ες
είχε πέσει
ήταν πεσμένος, -η, -ο
είχαν πέσει
ήταν πεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πέφτωθα πέφτουμε, θα πέφτομε
θα πέφτειςθα πέφτετε
θα πέφτειθα πέφτουν(ε)
Fut
ur
θα πέσωθα πέσουμε, θα πέσομε
θα πέσειςθα πέσετε
θα πέσειθα πέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πέσει
θα είμαι πεσμένος, -η
θα έχουμε πέσει
θα είμαστε πεσμένοι, -ες
θα έχεις πέσει
θα είσαι πεσμένος, -η
θα έχετε πέσει
θα είστε πεσμένοι, -ες
θα έχει πέσει
θα είναι πεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πέσει
θα είναι πεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πέφτωνα πέφτουμε, να πέφτομε
να πέφτειςνα πέφτετε
να πέφτεινα πέφτουν(ε)
Aoristνα πέσωνα πέσουμε, να πέσομε
να πέσειςνα πέσετε
να πέσεινα πέσουν(ε)
Perfνα έχω πέσει
να είμαι πεσμένος, -η
να έχουμε πέσει
να είμαστε πεσμένοι, -ες
να έχεις πέσει
να είσαι πεσμένος, -η
να έχετε πέσει
να είστε πεσμένοι, -ες
να έχει πέσει
να είναι πεσμένος, -η, -ο
να έχουν πέσει
να είναι πεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέφτεπέφτετε
Aoristπέσεπέστε
Part
izip
Presπέφτοντας
Perfπεσμένος, -η, -οπεσμένοι, -ες, -α
έχοντας πέσει
InfinAoristπέσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βουλιάζωβουλιάζουμε, βουλιάζομε
βουλιάζειςβουλιάζετε
βουλιάζειβουλιάζουν(ε)
Imper
fekt
βούλιαζαβουλιάζαμε
βούλιαζεςβουλιάζατε
βούλιαζεβούλιαζαν, βουλιάζαν(ε)
Aoristβούλιαξαβουλιάξαμε
βούλιαξεςβουλιάξατε
βούλιαξεβούλιαξαν, βουλιάξαν(ε)
Per
fekt
έχω βουλιάξειέχουμε βουλιάξει
έχεις βουλιάξειέχετε βουλιάξει
έχει βουλιάξειέχουν βουλιάξει>
Plu
per
fekt
είχα βουλιάξειείχαμε βουλιάξει
είχες βουλιάξειείχατε βουλιάξει
είχε βουλιάξειείχαν βουλιάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βουλιάζωθα βουλιάζουμε, θα βουλιάζομε
θα βουλιάζειςθα βουλιάζετε
θα βουλιάζειθα βουλιάζουν(ε)
Fut
ur
θα βουλιάξωθα βουλιάξουμε, θα βουλιάξομε
θα βουλιάξειςθα βουλιάξετε
θα βουλιάξειθα βουλιάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βουλιάξειθα έχουμε βουλιάξει
θα έχεις βουλιάξειθα έχετε βουλιάξει
θα έχει βουλιάξειθα έχουν βουλιάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βουλιάζωνα βουλιάζουμε, να βουλιάζομε
να βουλιάζειςνα βουλιάζετε
να βουλιάζεινα βουλιάζουν(ε)
Aoristνα βουλιάξωνα βουλιάξουμε, να βουλιάξομε
να βουλιάξειςνα βουλιάξετε
να βουλιάξεινα βουλιάξουν(ε)
Perfνα έχω βουλιάξεινα έχουμε βουλιάξει
να έχεις βουλιάξεινα έχετε βουλιάξει
να έχει βουλιάξεινα έχουν βουλιάξει
Imper
ativ
Presβούλιαζεβουλιάζετε
Aoristβούλιαξεβουλιάξτε, βουλιάχτε
Part
izip
Presβουλιάζοντας
Perfέχοντας βουλιάξει
βουλιαγμένος
InfinAoristβουλιάξει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback