τρέχω Verb  [trecho, trexw]

laufen (ugs.)
  Verb
(68)
  Verb
(46)
  Verb
(1)
preschen (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
pesen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu τρέχω

τρέχω altgriechisch τρέχω proto-indogermanisch *dʰregʰ-


GriechischDeutsch
Πού είσαι; Αν σηκώνομαι θα τρέχω σε εσάς;Wo bist du? Wenn ich aufstehe werde ich in dich laufen?

Übersetzung nicht bestätigt

Μεγαλύτερες εικόνες, άρχισα να τρέχω μαραθώνιους.Grössere Bilder, ich begann Marathon zu laufen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αυτό είναι ενδιαφέρον, επειδή αυτήν τη στιγμή τρέχω ένα λογισμικό στην οθόνη του υπολογιστή, που δείχνει ένα τρισδιάστατο δωμάτιο με κάποιους στόχους να κινούνται μέσα του.Ich habe eine Anwendung auf dem PC Bildschirm laufen, die einen 3D-Raum mit einigen schwebenden Zielen darstellt.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ να τρέχω, και εσύ μπορείς να πας στο σχολείο.Ich kann laufen und du kannst jetzt zur Schule gehen.

Übersetzung nicht bestätigt

Την επόμενη φορά που τρέχω το CNC πρόγραμμα όλη τη διαδρομή μέσωDas nächste Mal, die ich laufen die CNC Programm bis hin

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu τρέχω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρέχωτρέχουμε, τρέχομε
τρέχειςτρέχετε
τρέχειτρέχουν(ε)
Imper
fekt
έτρεχατρέχαμε
έτρεχεςτρέχατε
έτρεχεέτρεχαν, τρέχαν(ε)
Aoristέτρεξατρέξαμε
έτρεξεςτρέξατε
έτρεξεέτρεξαν, τρέξαν(ε)
Per
fekt
έχω τρέξειέχουμε τρέξει
έχεις τρέξειέχετε τρέξει
έχει τρέξειέχουν τρέξει
Plu
per
fekt
είχα τρέξειείχαμε τρέξει
είχες τρέξειείχατε τρέξει
είχε τρέξειείχαν τρέξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρέχωθα τρέχουμε, θα τρέχομε
θα τρέχειςθα τρέχετε
θα τρέχειθα τρέχουν(ε)
Fut
ur
θα τρέξωθα τρέξουμε, θα τρέξομε
θα τρέξειςθα τρέξετε
θα τρέξειθα τρέξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρέξειθα έχουμε τρέξει
θα έχεις τρέξειθα έχετε τρέξει
θα έχει τρέξειθα έχουν τρέξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρέχωνα τρέχουμε, να τρέχομε
να τρέχειςνα τρέχετε
να τρέχεινα τρέχουν(ε)
Aoristνα τρέξωνα τρέξουμε, να τρέξομε
να τρέξειςνα τρέξετε
να τρέξεινα τρέξουν(ε)
Perfνα έχω τρέξεινα έχουμε τρέξει
να έχεις τρέξεινα έχετε τρέξει
να έχει τρέξεινα έχουν τρέξει
Imper
ativ
Presτρέχετρέχετε
Aoristτρέξετρέξετε, τρέξτε
Part
izip
Presτρέχοντας
Perfέχοντας τρέξει
InfinAoristτρέξει















Person Wortform
Präsens ich pese
du pest
er, sie, es pest
Präteritum ich peste
Konjunktiv II ich peste
Imperativ Singular pes!
pese!
Plural pest!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
gepest sein
Alle weiteren Formen: Flexion:pesen







Griechische Definition zu τρέχω

τρέχω [tréxo] Ρ3α : I1. μετακινούμαι προς τα εμπρός με κινήσεις ανάλογες αλλά ταχύτερες από εκείνες του βαδίσματος, ώστε όταν το ένα πόδι πατά στη γη το άλλο να βρίσκεται στον αέρα: Tρέχει για να προφτάσει το λεωφορείο. Tο άλογο τρέχει πιο γρήγορα από τον άνθρωπο. Ήρθε τρέχοντας και λαχάνιασε. || συμμετέχω σε αγώνες δρόμου ή σε ιπποδρομίες: Πολλοί αθλητές θα τρέξουν στο φετινό μαραθώνιο. Έτρεξε τα εκατό μέτρα σε χρόνο ρεκόρ. Tο άλογο είναι γέρικο και δεν μπορεί πια να τρέχει. (έκφρ.) τρέχει κι ακόμα τρέχει, για κπ. που φεύγει πανικόβλητος ή που απομακρύνεται από κπ. ή από κτ. για να το αποφύγει. τρέχω και δε φτάνω / δε σώνω, για κπ. που προσπαθεί να διεκπεραιώσει δύσκολες και πολύπλοκες υποθέσεις. ΦΡ τρέχα γύρευε, για να δηλώσουμε την αδιαφορία μας για κτ. που είναι δύσκολο να βρεθεί ή να πραγματοποιηθεί: Tρέχα γύρευε τώρα ποιος είναι ο υπεύθυνος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback