Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μείον

μείον altgriechisch μεῖον


μειονέκτημα

μειονέκτημα Koine-Griechisch μειονέκτημα altgriechisch μειονεκτέω / μειονεκτῶ


μειονεκτώ

μειονεκτώ altgriechisch μειονεκτέω / μειονεκτῶ


μειράκιον

μειράκιον altgriechisch μειράκιον, υποκοριστικό του μείραξ


μελαγχολία

μελαγχολία altgriechisch μελαγχολία μελάγχολος μέλας + χολή


μελαγχολικός

μελαγχολικός altgriechisch μελαγχολικός μελάγχολος μέλας + χολή


μελαγχολώ

μελαγχολώ altgriechisch μελαγχολάω / μελαγχολῶ μελάγχολος μέλας + χολή


μέλαθρο

μέλαθρο altgriechisch μέλαθρο


μελαμίνη

μελαμίνη deutsch Melamin altgriechisch μέλας + Amin (αμίνη)


μελάνι

μελάνι spätgriechisch μελάνιον altgriechisch μέλας


μελανοδοχείο

μελανοδοχείο Koine-Griechisch μελανοδοχεῖον altgriechisch μέλας ( proto-indogermanisch *melh₂-: μέλας) + Koine-Griechisch δοχεῖον ( altgriechisch δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ-: δέχομαι)


μελανός

μελανός altgriechisch μέλας


μελανούρι

μελανούρι mittelgriechisch μελανούρι(ν) altgriechisch μελάνουρος μέλας + οὐρά


μέλας

μέλας (λόγιο) altgriechisch μέλας


μελαχρινός

μελαχρινός mittelgriechisch μελαχρινός Koine-Griechisch μελαγχρινός altgriechisch μελαγχρής / μελάγχροος / μελάγχρους + -ινός μέλας + χροός / χρώς


μέλει

μέλει altgriechisch , γ' ενικό του ποιητ. μέλω ως απρόσωπο


μελέτη

μελέτη altgriechisch μελέτη


μελετώ

μελετώ altgriechisch μελετάω, -ῶ


μέλι

μέλι altgriechisch μέλι proto-indogermanisch *mélid / *mélit


μελιά

μελιά altgriechisch μελία


μελίγκρα

μελίγκρα altgriechisch μελίκηρα μέλι + κηρός


μέλισσα

μέλισσα altgriechisch μέλισσα


μελισσοβότανο

μελισσοβότανο Koine-Griechisch μελισσοβότανον altgriechisch μέλισσα + -ο- + βοτάνη + -ον


μελισσοτρόφος

μελισσοτρόφος altgriechisch μελισσοτρόφος (χαρακτηρισμός για χώρα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -τρόφος


μελισσουργός

μελισσουργός altgriechisch μελισσουργός μέλισσα + ἔργον


μελιτακιά

μελιτακιά mittelgriechisch μελιτακιά μελίτακας altgriechisch μέλι


μελιτώδης

μελιτώδης Koine-Griechisch μελιτώδης altgriechisch μέλι + -ώδης


μελιχρός

μελιχρός altgriechisch μελιχρός μέλι + -χρός


μελλόνυμφος

μελλόνυμφος altgriechisch μελλόνυμφος μέλλω + νύμφη


μέλλω

μέλλω altgriechisch μέλλω


μελόδραμα

μελόδραμα (entlehnt aus) französisch mélodrame mélo- + drame altgriechisch μέλος ( proto-indogermanisch *mel-: μέλος, άκρο του σώματος) + δρᾶμα ( δράω / δρῶ proto-indogermanisch *derǝ- / *drā-: δρω)


μελομακάρονο

μελομακάρονο μέλι + -ο- + μακαρόνι ( italienisch maccaroni maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ) + -ο


μελόντικα

μελόντικα (entlehnt aus) englisch melodica (ή italienisch melodica melodico melodia λατινικά melodia[1]) altgriechisch μελῳδικός μέλος + ᾠδή


μέλος

μέλος (λόγιο) altgriechisch μέλος proto-indogermanisch *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)


μελωδία

μελωδία altgriechisch μελῳδία


μελωδικός

μελωδικός altgriechisch μελῳδικός


μέμφομαι

μέμφομαι altgriechisch (μέμφομαι)


μεμψιμοιρία

μεμψιμοιρία altgriechisch μεμψιμοιρία μεμψίμοιρος (αυτός που κατηγορεί τη μοίρα) μέμψις ( μέμφομαι) + μοίρα


μέμψις

μέμψις altgriechisch μέμψις


μέντα

μέντα italienisch menta lateinisch menta / mentha altgriechisch μίνθη


μέντορας

μέντορας altgriechisch Μέντωρ (μυθολογία: ο καθοδηγητής του Τηλέμαχου) Μεντορ- + -ας


μένω

μένω altgriechisch μένω


μέρα

μέρα mittelgriechisch μέρα altgriechisch ἡμέρα


μερί

μερί mittelgriechisch μερί μηρί μηρίον Koine-Griechisch μηρίον altgriechisch μηρία ουδέτερο μηρός


μερίδα

μερίδα altgriechisch μερίς μέρος> μερίζω


μερίζω

μερίζω altgriechisch μερίζω μερίς→μερίδα


μεριμνώ

μεριμνώ altgriechisch μεριμνάω από τη ρίζα -μερ και -μαρ


μερισμός

μερισμός altgriechisch μερισμός


μέρμηγκας

μέρμηγκας μερμήγκ(ι) + augmentativer Suffix -ας mittelgriechisch μέρμηγκας(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)


μεσάζων

μεσάζων altgriechisch μεσάζων μετοχή ενεστώτος του ρήματος μεσάζω μέσος


μέση

μέση altgriechisch μέση, Femininum von μέσος


μεσημβρία

μεσημβρία altgriechisch μεσημβρία


μεσημβρινός

μεσημβρινός altgriechisch μεσημβρινός μεσημβρία


μεσημέρι

μεσημέρι mittelgriechisch μεσημέρι(ν) Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μεσημεριάζω

μεσημεριάζω mittelgriechisch μεσημεριάζω μεσημέρι + -ιάζω Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μεσιτεία

μεσιτεία Koine-Griechisch μεσιτεία μεσιτεύω altgriechisch μέσον


μέσο

μέσο altgriechisch μέσον, Maskulinum von επιθέτου μέσος


μέσον

μέσον altgriechisch μέσον, Maskulinum von μέσος


μεσονύκτιο

μεσονύκτιο altgriechisch μεσονύκτιον μέσος + νύξ


μεσονύχτι

μεσονύχτι altgriechisch μεσονύκτιον μέσος + νύξ


μεσότητα

μεσότητα altgriechisch μεσότης > μέσος


μεσότοιχος

μεσότοιχος Koine-Griechisch μεσότοιχος altgriechisch μέσος + τοῖχος


μεσουράνημα

μεσουράνημα altgriechisch μεσουρανῶ μεσ- + ουρανός


μεσουρανώ

μεσουρανώ (λόγιο) altgriechisch μεσουρανέω / μεσουρανῶ[1] μέσος + οὐρανός


μεσόφρυδο

μεσόφρυδο Koine-Griechisch μεσόφρυον altgriechisch μέσος + ὀφρῦς


μεστός

μεστός altgriechisch μεστός


μεστώνω

μεστώνω altgriechisch μεστόω / μεστῶ μεστός


μετά

μετά altgriechisch μετά


μεταβαίνω

μεταβαίνω altgriechisch μεταβαίνω μετά + βαίνω proto-indogermanisch *gʷem-


μεταβάλλω

μεταβάλλω altgriechisch μεταβάλλω μετά + βάλλω


μετάβαση

μετάβαση altgriechisch μετάβασις μεταβαίνω μετά + βαίνω


μεταβίβαση

μεταβίβαση altgriechisch μεταβίβασις


μεταβολή

μεταβολή altgriechisch μεταβολή


μεταγλωττίζω

μεταγλωττίζω mittelgriechisch μεταγλωττίζω μετά + altgriechisch γλῶττα + -ίζω


μεταγραφή

μεταγραφή (λόγιο) Koine-Griechisch μεταγραφή altgriechisch μεταγράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + γραφή (γράφω). Και Lehnbedeutung από τη französisch transcription[1].


μεταγράφω

μεταγράφω altgriechisch μεταγράφω μετά + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch transcrire)


μετάγω

μετάγω altgriechisch μετάγω


μεταδίδω

μεταδίδω mittelgriechisch μεταδίδω altgriechisch μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μετάδοση

μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μεταθέτω

μεταθέτω altgriechisch μετατίθημι


μετακαλώ

μετακαλώ altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μετακινώ

μετακινώ (λόγιο) altgriechisch μετακινῶ, συνηρημένου τύπου του μετακινέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + κινώ


μετάκληση

μετάκληση Koine-Griechisch μετάκλησις altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μετακομίζω

μετακομίζω altgriechisch μετακομίζω μετά + κομίζω


μεταλαβαίνω

μεταλαβαίνω mittelgriechisch μεταλαβαίνω altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μεταλαμβάνω

μεταλαμβάνω Koine-Griechisch μεταλαμβάνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μετάληψη

μετάληψη Koine-Griechisch μετάληψις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάληψις μεταλαμβάνω λαμβάνω


μετάλλαξη

μετάλλαξη (Lehnübersetzung) englisch transmutation (ή από τα γαλλικά) altgriechisch μετάλλαξις (ανταλλαγή) [1]


μεταλλάσσω

μεταλλάσσω altgriechisch μεταλλάσσω


μεταλλείο

μεταλλείο altgriechisch μεταλλεῖον μέταλλον


μέταλλο

μέταλλο altgriechisch μέταλλον


μεταλλωρύχος

μεταλλωρύχος Koine-Griechisch μεταλλωρύχος altgriechisch μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


μεταμέλεια

μεταμέλεια altgriechisch μεταμέλεια μεταμέλομαι μετά + μέλω


μεταμελούμαι

μεταμελούμαι altgriechisch μεταμελοῦμαι μετά + μέλω


μεταμόρφωση

μεταμόρφωση altgriechisch μεταμόρφωσις


μεταμφιέζω

μεταμφιέζω mittelgriechisch μεταμφιέζω Koine-Griechisch μεταμφιάζω μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω μετά + altgriechisch ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes (ντύνω)


μεταναστεύω

μεταναστεύω altgriechisch μεταναστεύω μετανάστης


μετανάστης

μετανάστης altgriechisch μετανάστης μετά + ναίω


μετανιώνω

μετανιώνω mittelgriechisch μετανιώνω μεταγνώνω / μεταγνώθω altgriechisch μεταγιγνώσκω / μεταγινώσκω γιγνώσκω / γινώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω) Υπάρχει και η άποψη: μετάνοια + -ώνω[1]


μετάνοια

μετάνοια altgriechisch μετάνοια



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback