Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αλγηδόνα

αλγηδόνα αλγηδών altgriechisch ἀλγηδών ἀλγέω ἄλγος


άλγος

άλγος altgriechisch ἄλγος


αλγώ

αλγώ altgriechisch ἀλγέω/ ἀλγῶ ἄλγος


άλειμμα

άλειμμα altgriechisch ἄλειμμα ἀλείφω + -μα


αλείφω

αλείφω altgriechisch ἀλείφω proto-indogermanisch *h₂leibʰ-


άλειψη

άλειψη altgriechisch ἄλειψις ἀλείφω


αλέκτορας

αλέκτορας altgriechisch ἀλέκτωρ


αλέκτωρ

αλέκτωρ altgriechisch ἀλέκτωρ, ποιητικός τύπος του ουσιαστικού ἀλεκτρυών


αλεξανδρινισμός

αλεξανδρινισμός französisch alexandrinisme alexandrin altgriechisch Ἀλέξανδρος (αντιδάνειο)


αλεξικέραυνο

αλεξικέραυνο αλεξ- ( altgriechisch ἀλέξω) + κεραυνός Wort verwendet ab 1782


αλεξίπτωτο

αλεξίπτωτο αλεξι- ( altgriechisch ἀλέξω, απομακρύνω) και πτωτός, που μπορεί να πέσει.


αλεπού

αλεπού altgriechisch ἀλώπηξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αλέτρι

αλέτρι mittelgriechisch ἀλέτρι (ρωτακισμός) ἀρέτρι ἀρότρι ἀρότριον altgriechisch ἄροτρον


αλεύρι

αλεύρι mittelgriechisch αλεύριν αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (altgriechisch )


άλευρο

άλευρο mittelgriechisch ἀλεύριν ἀλεύριον altgriechisch ἄλευρον ἀλῶ


αλήθεια

αλήθεια altgriechisch ἀλήθεια ἀληθής ἀ- στερητικό + λήθη


αληθής

αληθής altgriechisch ἀληθής


αληθινός

αληθινός altgriechisch ἀληθινός


αληθώς

αληθώς altgriechisch ἀληθῶς ἀληθής


αλητεία

αλητεία altgriechisch ἀλητεία


αλητεύω

αλητεύω altgriechisch ἀλητεύω


αλήτης

αλήτης altgriechisch ἀλήτης


αλθαία

αλθαία altgriechisch ἀλθαία


αλίευμα

αλίευμα altgriechisch ἁλίευμα


αλιεύω

αλιεύω altgriechisch ἁλιεύω ἁλιεύομαι


αλιζάρι

αλιζάρι französisch alizari καταλανικά alitzari arabisch العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως ριζάρι mittelgriechisch ριζάριον altgriechisch ῥίζα)


αλίπαστα

αλίπαστα altgriechisch ἁλίπαστος


αλιπηγή

αλιπηγή altgriechisch ἅλς + πηγή


αλισάχνη

αλισάχνη mittelgriechisch αλισάχνη altgriechisch ἁλοσάχνη ἅλς + ἄχνη


αλισφακιά

αλισφακιά mittelgriechisch αλισφακιά altgriechisch ἐλελίσφακος altgriechisch ἐλελίζω + σφάκος


αλιτήριος

αλιτήριος altgriechisch ἀλιτήριος


αλκή

αλκή altgriechisch ἀλκή


Άλκης

Άλκης altgriechisch Ἀλκιβιάδης


αλκυόνα

αλκυόνα altgriechisch ἀλκυών


αλκυονίδες

αλκυονίδες altgriechisch ἀλκυονίδες ἀλκυών (ίσως επειδή πίστευαν ότι οι θεοί φροντίζουν να βελτιωθεί ο καιρός ώστε τα πτηνά αυτά να μπορέσουν να αναπαραχθούν στις φωλιές τους)


αλλά

αλλά altgriechisch ἀλλά


αλλαγή

αλλαγή altgriechisch ἀλλαγή ἀλλάσσω


αλλάζω

αλλάζω altgriechisch ἀλλάσσω


άλλαντα

άλλαντα altgriechisch ἀλλᾶντες, Mehrzahl von ἀλλᾶς


αλλαντικό

αλλαντικό Maskulinum von επιθέτου αλλαντικός ως ουσ. άλλαντα + -ικό altgriechisch ἀλλᾶς


αλλαντοποιία

αλλαντοποιία άλλαντα + -ο- + -ποιία altgriechisch ἀλλᾶς


αλλαντοπωλείο

αλλαντοπωλείο ἀλλαντοπωλεῖον in Katharevousa altgriechisch ἀλλαντοπώλης


αλλάσσω

αλλάσσω altgriechisch ἀλλάσσω


αλλεργία

αλλεργία (entlehnt aus) deutsch Allergie[1] altgriechisch ἄλλος + ἔργον


αλληγόρημα

αλληγόρημα αλληγορώ + -μα altgriechisch ἀλληγορέω


αλληγορώ

αλληγορώ altgriechisch ἀλληγορέω/ ἀλληγορῶ ἄλλος + ἀγορά ἀγείρω


αλλογαμία

αλλογαμία (entlehnt aus) französisch allogamie altgriechisch ἄλλος + γαμέω


αλλοδαπός

αλλοδαπός altgriechisch ἀλλοδαπός


αλλοδοξία

αλλοδοξία αλλο- + -δοξία altgriechisch ἀλλοδοξία


άλλοθι

άλλοθι altgriechisch ἄλλοθι


αλλοίμονο

αλλοίμονο altgriechisch ἀλλά + οἴμοι


αλλοιώνω

αλλοιώνω altgriechisch ἀλλοιόω


αλλοίωση

αλλοίωση altgriechisch ἀλλοίωσις


άλλος

άλλος altgriechisch ἄλλος proto-griechisch *áľľos proto-indogermanisch *h₂élyos *h₂el- (άλλος)


αλλότριος

αλλότριος altgriechisch ἀλλότριος ἄλλος


αλλοτριώνω

αλλοτριώνω altgriechisch ἀλλοτριόω - ἀλλοτριῶ


αλλοτροπία

αλλοτροπία (entlehnt aus) französisch allotropie altgriechisch ἄλλος + τρόπος


αλλοτροπισμός

αλλοτροπισμός englisch allotropism altgriechisch ἄλλος + τρόπος (αντιδάνειο)


αλλόφρονας

αλλόφρονας αλλόφρων altgriechisch ἀλλόφρων


αλλοφρονώ

αλλοφρονώ altgriechisch ἀλλοφρονῶ


άλλως

άλλως altgriechisch ἄλλως


άλλωστε

άλλωστε altgriechisch ἄλλως τε


άλμα

άλμα altgriechisch ἅλμα ἅλλομαι


αλμανάκ

αλμανάκ französisch almanach arabisch المناخ (āl-manāḫ) altgriechisch ἀλμενιχιακά (ημερολόγιο) (αντιδάνειο). Η συλλαβή -μαν- πιθανόν indoeuropäisch (Wurzel) *mens- (απ’ όπου και το altgriechisch μήν-μήνας) *me- (μετρώ)


άλμη

άλμη altgriechisch ἅλμη


αλμύρα

αλμύρα mittelgriechisch ἁλμύρα altgriechisch ἁλμυρός ἅλμη ἅλς indoeuropäisch (Wurzel) *séh₂l-, *séh₂ls.


αλμυρίκι

αλμυρίκι altgriechisch μυρίκη (με παρετυμολόγηση von αλμυρός)


αλμυρότητα

αλμυρότητα altgriechisch ἁλμυρότης ἁλμυρός ἅλμη ἅλς :proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)


άλογο

άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία


αλογόνο

αλογόνο (entlehnt aus) französisch halogène halo- ( altgriechisch ἅλς) +‎ -gène ( altgriechisch -γόνος γίγνομαι)


αλοιφή

αλοιφή altgriechisch ἀλοιφή ἀλείφω


αλοτροπισμός

αλοτροπισμός altgriechisch ἅλς + τρόπος + -ισμός


αλουργίδα

αλουργίδα altgriechisch ἁλουργίς


αλουσιά

αλουσιά mittelgriechisch αλουσιά altgriechisch ἀλουσία λούω


άλουστος

άλουστος mittelgriechisch άλουστος altgriechisch λούω


άλσος

άλσος altgriechisch ἄλσος


αλτήρας

αλτήρας französisch haltère λατινικά halteres (πληθυντικός) altgriechisch ἁλτῆρες, Mehrzahl von ἁλτήρ ἅλλομαι (αντιδάνειο)


άλτης

άλτης, λόγια λέξη altgriechisch ἅλλομαι


αλυκή

αλυκή mittelgriechisch ἁλυκή altgriechisch ἁλυκός ἅλς


αλυσίδα

αλυσίδα altgriechisch ἅλυσις


άλυσος

άλυσος mittelgriechisch ἅλυσος altgriechisch ἅλυσις


αλυτρωτισμός

αλυτρωτισμός αλύτρωτος + -ισμός Koine-Griechisch ἀλύτρωτος ἀ- + altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ λύτρον λύω proto-indogermanisch *lewH- ((Lehnübersetzung) italienisch irredentismo)


αλύχτημα

αλύχτημα αλυχτώ + -μα altgriechisch ὑλακτῶ


αλυχτώ

αλυχτώ mittelgriechisch αλυχτώ altgriechisch ὑλακτῶ


άλφα

άλφα altgriechisch ἄλφα φοινικική ???????????? (a-l-p) (=χιλιάδα) ???? (ʾaleph) πρωτοσιναϊτικό ιερογλυφικό (αρχαία αιγυπτιακά)


αλφαβήτα

αλφαβήτα mittelgriechisch ἀλφαβῆτα altgriechisch ἄλφα + βῆτα


αλφαβητίζω

αλφαβητίζω englisch alphabetize alphabet altgriechisch ἀλφάβητος ἄλφα + βῆτα (αντιδάνειο)


αλφαβήτιση

αλφαβήτιση αλφαβητίζω + -ση englisch alphabetize alphabet altgriechisch ἀλφάβητος ἄλφα + βῆτα (αντιδάνειο)


αλφάβητο

αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα


αλφαδιάζω

αλφαδιάζω αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον altgriechisch ἄλφα


αλφάδιασμα

αλφάδιασμα αλφαδιάζω + -μα αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό τού altgriechisch ἄλφα


αλφισμός

αλφισμός altgriechisch ἀλφός + επίθημα -ισμός (Lehnübersetzung) französisch albinisme


άλφιτο

άλφιτο altgriechisch ἄλφιτον


αλχημεία

αλχημεία französisch alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)


αλωπεκή

αλωπεκή altgriechisch ἀλωπεκέη/ἀλωπεκῆ


αλωπεκία

αλωπεκία Koine-Griechisch ἀλωπεκία altgriechisch ἀλωπεκίαι ἀλώπηξ


αλωπεκίαση

αλωπεκίαση altgriechisch ἀλωπεκίασις ἀλώπηξ


άλως

άλως (λόγιο) altgriechisch ἅλως


άλωση

άλωση altgriechisch ἅλωσις ἁλίσκομαι


άμα

άμα altgriechisch ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback