Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



δασεία

δασεία δασεῖα (ουσιαστικό της καθαρεύσουας) altgriechisch δασεῖα, Femininum von επιθέτου δασύς (πυκνός, τραχύς)


δασμός

δασμός altgriechisch δασμός δατέομαι (διαιρώ, μοιράζω), μέλλ.: δάσομαι


δάσος

δάσος altgriechisch δάσος δασύς


δασύνω

δασύνω Koine-Griechisch δασύνω altgriechisch δασύς proto-indogermanisch *dens- *dn̥s- (παχύς, πυκνός)


δάφνη

δάφνη altgriechisch δάφνη Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δάφνη ήταν νύμφη των δασών. Ο Απόλλωνας γοητεύτηκε von ομορφιά της και, για να σωθεί την καταδίωξή του, μεταμορφώθηκε σε δέντρο, όταν ο Απόλλωνας προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Ο Απόλλωνας λυπημένος έκοψε ένα κλαδί von δέντρο και στεφανώθηκε. Από τότε η δάφνη είναι το ιερό φυτό του θεού Απόλλωνα.


δαφνώνας

δαφνώνας Koine-Griechisch δαφνών altgriechisch δάφνη


δαχτυλήθρα

δαχτυλήθρα altgriechisch δακτυλήθρα


δέηση

δέηση mittelgriechisch δέησις altgriechisch δέησις δέω/δέομαι (έχω ανάγκη,χρειάζομαι)


δείλι

δείλι altgriechisch δείλη proto-indogermanisch *dyḗws *dyew- (ουρανός, λάμπω)


δειλία

δειλία altgriechisch δειλία δειλός δέος


δειλινό

δειλινό Koine-Griechisch δειλινόν, Maskulinum von δειλινός altgriechisch δείλη proto-indogermanisch *dyḗws *dyew- (ουρανός, λάμπω)


δειλός

δειλός altgriechisch δειλός proto-indogermanisch *dwey- (φοβάμαι)


δεινός

δεινός altgriechisch δεινός


δεινόσαυρος

δεινόσαυρος (entlehnt aus) neulateinisch dinosaurus[1] altgriechisch δεινός + σαῦρος / σαύρα (Wort verwendet ab 1867)


δείπνο

δείπνο altgriechisch δεῖπνον


δειπνώ

δειπνώ altgriechisch δειπνέω / δειπνῶ


δεισιδαίμονας

δεισιδαίμονας altgriechisch δεισιδαίμων


δεισιδαιμονία

δεισιδαιμονία Koine-Griechisch δεισιδαιμονία altgriechisch δείδω + δαίμων


δείχνω

δείχνω mittelgriechisch δείχνω altgriechisch δεικνύω / δείκνυμι


δέκα

δέκα altgriechisch δέκα


δεκάδα

δεκάδα altgriechisch δεκάς


δεκαετία

δεκαετία altgriechisch δεκαετία δέκα + ἔτος


δεκάλογος

δεκάλογος altgriechisch δέκα + λόγος


δεκάτη

δεκάτη altgriechisch δεκάτη


δεκατημόριο

δεκατημόριο altgriechisch δεκατημόριον δέκατος + -η- + -μόριο


δεκατίζω

δεκατίζω δέκατος + -ίζω altgriechisch δέκατος δέκα


δέκτης

δέκτης altgriechisch δέκτης δέχομαι


δελεάζω

δελεάζω altgriechisch δελεάζω δέλεαρ


δέλεαρ

δέλεαρ altgriechisch δέλεαρ proto-indogermanisch *gʷelh₁wr̥


δελτίο

δελτίο altgriechisch δελτίον υποκορ. του δέλτος


δελφίνι

δελφίνι Koine-Griechisch δελφίν altgriechisch δελφίς


δελφίνος

δελφίνος Koine-Griechisch δελφῖνος δελφίν altgriechisch δελφίς ((Lehnbedeutung) französisch Dauphin)[1]


δέμα

δέμα Koine-Griechisch δέμα altgriechisch δέω (δένω)


δεμάτι

δεμάτι mittelgriechisch δεμάτι(ν) Koine-Griechisch δεμάτιον, υποκοριστικό του altgriechisch δέμα


δεν

δεν altgriechisch οὐδέν, ουδέτερο της αντωνυμίας οὐδείς


δένδρο

δένδρο altgriechisch δένδρον


δένδρον

δένδρον altgriechisch δένδρεον


δενδρώνας

δενδρώνας altgriechisch δενδρών δένδρον


δέντρο

δέντρο altgriechisch δένδρον proto-indogermanisch *der-drew- *dóru (δέντρο)


δένω

δένω mittelgriechisch δένω altgriechisch δέω


δεξαμενή

δεξαμενή altgriechisch δεξαμενή


δεξιός

δεξιός altgriechisch δεξιός indoeuropäisch (Wurzel) *deḱs δεξιός *deḱ (παίρνω, αντιλαμβάνομαι) ((πολιτική): (Lehnbedeutung) französisch droit (από τη Γαλλική Επανάσταση, όταν τα συντηρητικότερα μέλη της Νομοθετικής Εθνοσυνέλευσης κάθονταν στη δεξιά πλευρά της αίθουσας συνεδριάσεων, όπως φαίνεται von προεδρείο)


δεξιότητα

δεξιότητα altgriechisch δεξιότης


δεξίωση

δεξίωση Koine-Griechisch δεξίωσις (χαιρετισμός με το δεξί χέρι) altgriechisch δεξιός


δέομαι

δέομαι altgriechisch δέομαι δέω


δέος

δέος altgriechisch δέος


δέρμα

δέρμα altgriechisch δέρμα δέρω


δερμάτινος

δερμάτινος altgriechisch δερμάτινος δέρμα


δερματοπάθεια

δερματοπάθεια neulateinisch dermatopathia altgriechisch δέρμα + πάθος


δέρνω

δέρνω altgriechisch δέρω


δεσμεύω

δεσμεύω altgriechisch δεσμεύω


δέσμη

δέσμη altgriechisch δέσμη (δεμάτι) δέω (δένω)


δεσμίδα

δεσμίδα altgriechisch δεσμίς δέσμη δέω (δένω)


δέσμιος

δέσμιος altgriechisch δέσμιος


δεσμός

δεσμός altgriechisch δεσμός


δεσμώτης

δεσμώτης altgriechisch δεσμώτης δεσμός


δεσπόζω

δεσπόζω altgriechisch δεσπόζω δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


δέσποινα

δέσποινα (λόγιο) altgriechisch δέσποινα, Femininum von δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Συγγενές με το σανσκριτικό दम्पत्नि (dampatni) (οικοκυρά)


δεσποινάριο

δεσποινάριο δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


δεσποινίς

δεσποινίς mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα + -ίς [1]


δεσποσύνη

δεσποσύνη θηλυκό τού (altgriechisch) δεσπόσυνος δεσπόζω δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος) ((Lehnübersetzung) französisch maîtresse)


δεσπότης

δεσπότης (λόγιο) altgriechisch δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


δεσποτικός

δεσποτικός (1,2) altgriechisch δεσποτικός δεσπότης


δεσποτισμός

δεσποτισμός αντιδάνειο von γαλλικό despotisme altgriechisch δεσπότης


δεύτερος

δεύτερος altgriechisch δεύτερος δύο


δευτερώνω

δευτερώνω mittelgriechisch δευτερώνω Koine-Griechisch δευτερόω / δευτερῶ altgriechisch δεύτερος δύο


δέχομαι

δέχομαι altgriechisch δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ-: δέχομαι


δήγμα

δήγμα altgriechisch δῆγμα von ρήμα δάκνω, δαγκώνω


δήθεν

δήθεν altgriechisch δῆθεν


δηλαδή

δηλαδή altgriechisch δηλαδή δῆλα + δή δῆλος indoeuropäisch (Wurzel) *dyew- (ουρανός, λάμπω)


δηλητήριο

δηλητήριο substantiviertes Neutrum des altgriechischen ελληνικού επιθέτου δηλητήριος δηλητήρ δηλέομαι


δηλώνω

δηλώνω altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω)


δημαγωγός

δημαγωγός altgriechisch δημαγωγός δημος+αγω


δημαγωγώ

δημαγωγώ altgriechisch δημαγωγέω / δημαγωγῶ


δημαιρεσίες

δημαιρεσίες (δήμος) δημ- + altgriechisch αἵρεσις + -ία (πληθυντικός: -ίες


δημαρχία

δημαρχία altgriechisch δημαρχία


δήμαρχος

δήμαρχος altgriechisch δήμαρχος δῆμος + ἄρχω


δημεύω

δημεύω altgriechisch δημεύω δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


δήμιος

δήμιος altgriechisch δήμιος (σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, σχετίζεται με το δῆμον: ο δήμιος δούλος αναλάμβανε την εκτέλεση των θανατικών ποινών)


δημιούργημα

δημιούργημα Koine-Griechisch δημιούργημα altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


δημιουργώ

δημιουργώ altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


δημογεροντία

δημογεροντία δημογέροντας + -ία altgriechisch δημογέρων


δημοκόπος

δημοκόπος (λόγιο) Koine-Griechisch δημοκόπος altgriechisch δῆμος δημο- + -κόπος ( κόπτω)


δημοκρατία

δημοκρατία altgriechisch δημοκρατία (άμεση δημοκρατία), (entlehnt aus) französisch démocratie αρχαία ελληνικά δημοκρατία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δήμος + -κρατία


δημοπρασία

δημοπρασία Koine-Griechisch δημοπράτης + -σία altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δημοπρατώ + -τήριο Koine-Griechisch δημοπράτης altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοπρατώ

δημοπρατώ δημοπράτης + -ώ altgriechisch δημοπράτης δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοσιεύω

δημοσιεύω (λόγιο) altgriechisch δημοσιεύω δημόσιος δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


δημοσιογραφία

δημοσιογραφία δημοσιογράφος + -ία δημόσιος ( altgriechisch δημόσιος δῆμος) + γράφω


δημοσιογράφος

δημοσιογράφος δημόσι(ος) ( altgriechisch δημόσιος δῆμος) + -ο- + -γράφος, απόδοση για τη französisch publiciste[1]


δημόσιος

δημόσιος altgriechisch δημόσιος


δημότης

δημότης altgriechisch δημότης


δημοτική

δημοτική (entlehnt aus) französisch démotique altgriechisch δημοτική, Femininum von δημοτικός δῆμος


δημοτικός

δημοτικός altgriechisch δημοτικός


δημώδης

δημώδης altgriechisch


διά

διά altgriechisch διά *δισ-α indoeuropäisch (Wurzel) *dwis-


διαβαίνω

διαβαίνω altgriechisch διαβαίνω


διαβάλλω

διαβάλλω altgriechisch διαβάλλω διά + βάλλω


διάβαση

διάβαση altgriechisch διάβασις


διαβατήριο

διαβατήριο altgriechisch διαβατήρια επίθετο διαβατήριος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback