Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γουρλομάτης

γουρλομάτης mittelgriechisch γουρλομάτης γουρλώνω ( γρυλώνω / γρυλλώνω Koine-Griechisch γρῦλος / γρύλλος) + μάτι ( mittelgriechisch μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-) + -ης


γουρούνι

γουρούνι mittelgriechisch γουρούνι(ν), γουρούνιον *γρούνιν με ανάπτυξη [u], υποκοριστικού des altgriechischen *γρώνη (που υπάρχει στη λακωνική διάλεκτο, και στον πληθυντικό (Ησύχιος: γρωνάδες: θήλειαι σύες)[1]) που ίσως σχετίζεται με το ηχομιμητικό άκλιτο γρῦ για τη φωνή του χοίρου[2][3]


γοφός

γοφός altgriechisch γόμφος


γραικύλος

γραικύλος lateinisch Graeculus, υποκοριστικό του Graecus altgriechisch Γραικός (αντιδάνειο)


γραμματικός

γραμματικός Koine-Griechisch γραμματικός ( εκείνος που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) altgriechisch γράφω


γραμμή

γραμμή altgriechisch γραμμή γράφω


γραμμόφωνο

γραμμόφωνο (entlehnt aus) englisch gramophone Gramophone (εμπορική ονομασία για τον φωνόγραφο που έπαιζε δίσκους, όπως το πρωτοονόμασε ο en:Emile Berliner) altgriechisch γράφω + φωνή


γραπτός

γραπτός altgriechisch γραπτός (γραμμένος αλλά και ζωγραφισμένος) γράφω


γρασίδι

γρασίδι mittelgriechisch γρασίδι *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις altgriechisch γράστις γράω


γραφέας

γραφέας altgriechisch γραφεύς γράφω proto-indogermanisch *gerbʰ-


γραφείο

γραφείο altgriechisch γραφεῖον


γραφεύς

γραφεύς altgriechisch γραφεύς


γραφή

γραφή altgriechisch γραφή γράφω


γράφημα

γράφημα Koine-Griechisch γράφημα altgriechisch γράφω ((Lehnbedeutung) englisch grapheme)


γραφιάς

γραφιάς mittelgriechisch γραφιάς altgriechisch γραφεύς γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ-


γραφίδα

γραφίδα altgriechisch γραφίς


γραφικός

γραφικός altgriechisch γραφικός γράφω


γραφίτης

γραφίτης (entlehnt aus) deutsch Graphit altgriechisch γράφω + -it (-ίτης)


γραφοτυπία

γραφοτυπία (entlehnt aus) französisch graphotypie altgriechisch γράφω + τύπος


γράφω

γράφω altgriechisch γράφω


γρέγος

γρέγος, (αντιδάνειο) venezianisch grego { νότια διάλεκτος italienisch greco (vento greco: ελληνικός άνεμος, άνεμος που έρχεται von Ελλάδα) lateinisch Graecus altgriechisch Γραικός[1]


γρηγοράδα

γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρήγορος

γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρηγοροσύνη

γρηγοροσύνη mittelgriechisch γρηγοροσύνη γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρηγορώ

γρηγορώ spätgriechisch γρηγορῶ altgriechisch ἐγρηγορῶ ἐγρήγορα, Παρακείμενος του ἐγείρω


γρι

γρι altgriechisch οὐδέ γρῦ (ούτε λέξη, τσιμουδιά) altgriechisch γρῦ (τίποτα, μηδέν)· λέξη που συνδέεται ηχομιμητικά με τη φωνή του γουρουνιού (orthografische Vereinfachung)


γριά

γριά altgriechisch γραῖα


γρίπος

γρίπος altgriechisch γρῖπος (δίχτυ ψαρά)


γρίφος

γρίφος altgriechisch γρῖφος


γροθιά

γροθιά mittelgriechisch γρόθος altgriechisch γρόνθος


γρονθοκοπώ

γρονθοκοπώ Koine-Griechisch γρονθοκοπῶ γρόνθος + -κοπῶ ( altgriechisch κόπτω)


γρούτα

γρούτα altgriechisch γρύτη και lateinisch grutum (Χρειάζεται πηγές)


γρυλίζω

γρυλίζω altgriechisch γρυλίζω


γρύλισμα

γρύλισμα γρυλίζω + -μα altgriechisch γρυλίζω γρῦλος γρῦ Onomatopoetikum


γρυλισμός

γρυλισμός altgriechisch γρυλισμός γρῦλος γρῦ Onomatopoetikum (λέξη που πλάστηκε κατ απομίμηση του ήχου, της φωνής που βγάζουν κυρίως τα γουρουνάκια)


γρύπας

γρύπας altgriechisch γρύψ


γυαλί

γυαλί mittelgriechisch γυαλίν ὑαλίν Koine-Griechisch ὑάλιον υποκοριστικό για την altgriechisch ὕαλος[1] proto-indogermanisch *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


γυαλίζω

γυαλίζω spätgriechisch ὑαλίζω altgriechisch ὕαλος


γυλιός

γυλιός altgriechisch γυλιός και γύλιος (στρατιωτικός σάκκος)


γυμνάζω

γυμνάζω altgriechisch γυμνάζω γυμνός


γυμνασιάρχης

γυμνασιάρχης γυμνάσι(ο) + -άρχης (κατά την altgriechisch γυμνασιάρχης γυμνάσιον + ἄρχω)


γυμνασίαρχος

γυμνασίαρχος altgriechisch γυμνασίαρχος γυμνάσιον + ἄρχω


γυμνάσιο

γυμνάσιο altgriechisch γυμνάσιον


γύμνασμα

γύμνασμα altgriechisch γύμνασμα


γυμναστήριο

γυμναστήριο Koine-Griechisch γυμναστήριον altgriechisch γυμνάσιον γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυμναστής

γυμναστής altgriechisch γυμναστής


γυμναστική

γυμναστική altgriechisch γυμναστική (τέχνη: η τέχνη της γύμνασης) γυμναστικός γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυμνός

γυμνός altgriechisch γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυμνότητα

γυμνότητα Koine-Griechisch γυμνότης altgriechisch γυμνός


γύμνωμα

γύμνωμα γυμνώνω + -μα altgriechisch γυμνόω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός) (2. (Lehnbedeutung) englisch stripping)


γύμνωση

γύμνωση altgriechisch γύμνωσις γυμνόω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γύμνωσις

γύμνωσις altgriechisch γύμνωσις γυμνός


γυναίκα

γυναίκα mittelgriechisch γυναίκα altgriechisch γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυναικείος

γυναικείος altgriechisch γυναικεῖος γυνή


γυναικοκρατία

γυναικοκρατία altgriechisch γυναικοκρατία γυνή + -κρατία γυνή + κρατέω/κρατῶ ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) gynecocracy)


γυναικοκρατούμαι

γυναικοκρατούμαι altgriechisch γυναικοκρατέομαι / γυναικοκρατοῦμαι


γυναικολογία

γυναικολογία (entlehnt aus) französisch gynécologie altgriechisch γυνή + λόγος. Αναλύεται σε γυναικο- + -λογία


γυναικολόγος

γυναικολόγος (entlehnt aus) französisch gynécologue altgriechisch γυναικο- + -λόγος


γυναικώδης

γυναικώδης altgriechisch γυναικώδης (όμοιος με γυναίκα)


γυναικωνίτης

γυναικωνίτης Koine-Griechisch γυναικωνῖτις altgriechisch γυναικών γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυνή

γυνή altgriechisch γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυπαετός

γυπαετός (entlehnt aus) französisch gypaète altgriechisch γύψ + ἀετός


γύπας

γύπας altgriechisch γύψ


γυρίνος

γυρίνος altgriechisch γυρῖνος γυρός (ίσως επειδή είναι στρογγυλό το σχήμα)


γύρος

γύρος Koine-Griechisch γῦρος altgriechisch γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη indoeuropäisch (Wurzel) *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω


γύφτος

γύφτος mittelgriechisch Γύφτος altgriechisch Aἰγύπτιος Αἴγυπτος altägyptisch ḥwt kꜣ ptḥ


γωνία

γωνία altgriechisch γωνία (η γωνία, η γωνιά, η κώχη και το γωνιόμετρο, το όργανο του ξυλουργού)


γωνιά

γωνιά mittelgriechisch γωνιά altgriechisch γωνία


γωνιάζω

γωνιάζω altgriechisch γωνιάζω γωνία (σχηματίζω γωνία)


γώνιασμα

γώνιασμα altgriechisch γωνιασμός


δα

δα mittelgriechisch δα altgriechisch δή


δαγκάνα

δαγκάνα (αναδρομικός σχηματισμός) δαγκάν(ω) + -α[1] δαγκώνω δακώνω θέμα δάκ- des altgriechischen δάκνω


δαγκώνω

δαγκώνω δαγκάνω altgriechisch δάκνω


δάδα

δάδα altgriechisch δᾴς δαίω


δαδί

δαδί mittelgriechisch δαδίν altgriechisch δᾳδίον, Diminutiv von δᾴς


δαίμονας

δαίμονας altgriechisch δαίμων


δαιμονίζω

δαιμονίζω Koine-Griechisch δαιμονίζω altgriechisch δαίμων


δαιμονολογία

δαιμονολογία (entlehnt aus) französisch démonologie altgriechisch δαίμων + -λογία


δαίμων

δαίμων altgriechisch δαίμων, θεός, μοίρα (παράγεται von ρ. δα- (δαίω = μοιράζω), οπότε δαίμων (=μοιραστής): μοιράζω στον καθένα την τύχη του). Πιθανό από ρ. διϝ- (Ζεύς — Διός)[1][2].


δάκος

δάκος altgriechisch


δάκρυ

δάκρυ altgriechisch δάκρυ· οι άλλες πτώσεις von δάκρυο (δάκρυον in Katharevousa) mittelgriechisch δάκρυο και δάκρυον altgriechisch δάκρυον


δάκρυον

δάκρυον mittelgriechisch altgriechisch δάκρυον


δακρύζω

δακρύζω altgriechisch δακρύω δάκρυ / δάκρυον indoeuropäisch (Wurzel) *dáḱru *dr̥ḱ-h₂eḱru


δάκρυσμα

δάκρυσμα δακρύζω + -μα mittelgriechisch δακρύζω altgriechisch δακρύω δάκρυ indoeuropäisch (Wurzel) *dáḱru *dr̥ḱ-h₂eḱru


δακτύλιος

δακτύλιος altgriechisch δακτύλιος (δαχτυλίδι), υποκοριστικό του δάκτυλος


δακτυλογραφία

δακτυλογραφία (entlehnt aus) französisch dactylographie altgriechisch δάκτυλος + γράφω


δάκτυλος

δάκτυλος (λόγιο) altgriechisch δάκτυλος. siehe auch το δάχτυλο


δαμάζω

δαμάζω altgriechisch δαμάζω proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


δαμάλα

δαμάλα altgriechisch σπάνιο: η δαμάλη, σύνηθες: το δαμάλι, η δάμαλις δαμάζω


δαμάλι

δαμάλι mittelgriechisch δαμάλι(ν) Koine-Griechisch δαμάλιον altgriechisch δάμαλις δαμάζω indoeuropäisch (Wurzel) *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


δαμαλίζω

δαμαλίζω δαμαλίτις / δαμαλίδα + -ίζω altgriechisch δάμαλις δαμάζω


δανείζω

δανείζω altgriechisch δανείζω δάνος δαίω


δάνειο

δάνειο altgriechisch δάνειον δάνος δαίω proto-indogermanisch *da- (διαιρώ, χωρίζω)


δάνεισμα

δάνεισμα altgriechisch δάνεισμα


δανεισμός

δανεισμός altgriechisch δανεισμός δανείζω δάνειον


δανειστής

δανειστής altgriechisch δανειστής δανείζω


δαπάνη

δαπάνη altgriechisch δαπάνη


δαπανώ

δαπανώ altgriechisch δαπανάω, -ῶ


δάπεδο

δάπεδο altgriechisch δάπεδον δᾶ (γῆ) + πέδον, πέδου πούς, ποδός


δάρτης

δάρτης Koine-Griechisch δάρτης altgriechisch δέρω / δείρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback