Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αποστρατεύω

αποστρατεύω Koine-Griechisch ἀποστρατεύομαι ἀπό + altgriechisch στρατεύω στρατός


αποστρέφομαι

αποστρέφομαι altgriechisch ἀποστρέφομαι, Passiv von ἀποστρέφω ἀπό + στρέφω


αποστρέφω

αποστρέφω altgriechisch ἀποστρέφω ἀπό + στρέφω


αποστροφή

αποστροφή altgriechisch ἀποστροφή


απόστροφος

απόστροφος Koine-Griechisch ἀπόστροφος, substantiviertes Femininum des altgriechischen επιθέτου ἀπόστροφος (στραμμένος σε άλλη μεριά) ἀπό (από-) + -στροφος. Το αρσενικό, προσαρμοσμένος τύπος της δημοτικής. [1]


αποσύρω

αποσύρω altgriechisch ἀποσύρω


αποσχίζομαι

αποσχίζομαι altgriechisch ἀποσχίζομαι, Passiv von ἀποσχίζω


αποσχίζω

αποσχίζω altgriechisch ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō proto-indogermanisch *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


απόσχιση

απόσχιση altgriechisch ἀπόσχισις ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō indoeuropäisch (Wurzel) *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


αποσώνω

αποσώνω altgriechisch ἀποσώζω


απότακτος

απότακτος altgriechisch ἀπότακτος


αποταμίευση

αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας


αποταμιεύω

αποταμιεύω Koine-Griechisch ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι ἀπό + altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- ‎(κόβω)


απόταξη

απόταξη altgriechisch ἀπόταξις


αποτάσσω

αποτάσσω altgriechisch ἀποτάσσω ἀπό + τάσσω


αποταχθείς

αποταχθείς altgriechisch ἀποταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αποτάσσω


αποτείνω

αποτείνω altgriechisch ἀποτείνω ἀπό + τείνω


αποτέλεσμα

αποτέλεσμα altgriechisch ἀποτέλεσμα ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (2. (Lehnbedeutung) französisch résultats)


αποτελώ

αποτελώ altgriechisch ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ


αποτέφρωση

αποτέφρωση αποτεφρώνω + -ση Koine-Griechisch ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ ἀπό altgriechisch τέφρα


αποτίμηση

αποτίμηση Koine-Griechisch ἀποτίμησις altgriechisch ἀποτιμάω ἀπό + τιμάω


αποτιμώ

αποτιμώ Katharevousa ἀποτιμῶ altgriechisch ἀποτιμάω - ἀποτιμῶ ἀπό + τιμάω-ῶ


αποτινάζω

αποτινάζω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτινάσσω

αποτινάσσω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτίνω

αποτίνω altgriechisch ἀποτίνω (ξεπληρώνω) ἀπό + τίνω (πληρώνω τίμημα). Ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν με αυτούς του ρήματος τίω (υπολογίζω αξία, τιμώ) που δεν είναι ετυμολογικά συγγενές. Η σύγχυση των δύο μορφών -τίνω και -τίω, von αρχαιότητα έως και σήμερα[1][2]


απότιση

απότιση Koine-Griechisch ἀπότισις / ἀπότεισις altgriechisch ἀποτίνω ἀπό + τίνω (με επιρροή και του ρήματος τίω)


απότμημα

απότμημα Koine-Griechisch ἀπότμημα altgriechisch ἀποτέμνω ἀπό + τέμνω


αποτολμώ

αποτολμώ altgriechisch ἀποτολμάω / ἀποτολμῶ ἀπό + τολμάω / τολμῶ


απότομος

απότομος altgriechisch ἀπότομος ἀπό + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch brusque)


αποτοξινώνω

αποτοξινώνω απο- + τοξίνη + -ώνω (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον ((Lehnübersetzung) englisch detoxify)


αποτραβώ

αποτραβώ απο- + τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


αποτρέπω

αποτρέπω altgriechisch ἀποτρέπω ἀπό + τρέπω


αποτριχώνω

αποτριχώνω αποτρίχωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ


αποτρίχωση

αποτρίχωση mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ ((Lehnübersetzung) französisch épilation)


αποτροπή

αποτροπή altgriechisch ἀποτροπή


αποτρυγώ

αποτρυγώ Koine-Griechisch ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ ἀπό + altgriechisch τρυγάω / τρυγῶ τρύγη


αποτυγχάνω

αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτύπωμα

αποτύπωμα altgriechisch ἀποτύπωμα ((Lehnbedeutung) französisch empreinte)


αποτυχαίνω

αποτυχαίνω αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω


αποτυχία

αποτυχία altgriechisch ἀποτυχία ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτυχών

αποτυχών altgriechisch ἀποτυχών, μετοχή αορίστου β' του ἀποτυγχάνω


απουσία

απουσία altgriechisch ἀπουσία


απουσιάζω

απουσιάζω altgriechisch ἀπουσία


αποφάγι

αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφαγούδι

αποφαγούδι αποφάγι + -ούδι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφάι

αποφάι αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφαίνομαι

αποφαίνομαι altgriechisch ἀποφαίνομαι, μέσος τύπος του ἀποφαίνω (στη φράση ἀποφαίνομαι γνώμην)


αποφαλακρώνω

αποφαλακρώνω altgriechisch ἀποφαλακρόω ἀπό + φαλακρός φαλός (φάω) + ἄκρος


απόφανση

απόφανση altgriechisch ἀπόφανσις ἀποφαίνομαι φαίνω


απόφαση

απόφαση altgriechisch ἀπόφασις ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


αποφέρω

αποφέρω altgriechisch ἀποφέρω ἀπό + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch rapporter)


αποφεύγω

αποφεύγω altgriechisch ἀποφεύγω


αποφοίτηση

αποφοίτηση Koine-Griechisch ἀποφοίτησις altgriechisch ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτῶ


απόφοιτος

απόφοιτος mittelgriechisch ἀπόφοιτος altgriechisch ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ φοιτάω / φοιτῶ


αποφοιτώ

αποφοιτώ altgriechisch ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτάω / φοιτῶ φοῖτος


αποφορά

αποφορά Koine-Griechisch ἀποφορά (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἀποφορά


αποφράδα

αποφράδα altgriechisch ἀποφράς ἀπό + φράζω (λέω)


αποφράζω

αποφράζω mittelgriechisch ἀποφράζω altgriechisch ἀποφράσσω ἀπό + φράσσω indoeuropäisch (Wurzel) *bherekʷ-


αποφρακτικός

αποφρακτικός mittelgriechisch ἀποφρακτικός altgriechisch ἀποφράσσω


απόφραξη

απόφραξη altgriechisch ἀπόφραξις ἀποφράσσω


αποφυγή

αποφυγή altgriechisch ἀποφυγή ἀποφεύγω φεύγω


απόφυση

απόφυση altgriechisch ἀπόφυσις ἀποφύω


αποχέτευση

αποχέτευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀποχέτευ(σις) + -ση altgriechisch ἀποχετεύω ὀχετός ὄχος / ὀχέω ἔχω


αποχετεύω

αποχετεύω altgriechisch ἀποχετεύω


απόχη

απόχη mittelgriechisch ἀπόχη altgriechisch ὑποχή ὑπέχω


αποχή

αποχή Koine-Griechisch ἀποχή altgriechisch ἀπέχω ἀπό + ἔχω (1.(Lehnbedeutung) französisch abstention)


απόχρεμμα

απόχρεμμα altgriechisch ἀπόχρεμμα


αποχρέμπτομαι

αποχρέμπτομαι από και altgriechisch χρέμπτομαι


απόχρεμψη

απόχρεμψη altgriechisch ἀπόχρεμψις


απόχρωση

απόχρωση Koine-Griechisch ἀπόχρωσις ἀποχρώννυμι ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω altgriechisch χρῴζω indoeuropäisch (Wurzel) *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ‎((Lehnbedeutung) französisch coloration)


αποχύλωμα

αποχύλωμα αποχυλώνω + -μα χυλώνω altgriechisch χυλόω / χυλῶ + -ώνω


αποχυλώνω

αποχυλώνω απο- + χυλώνω altgriechisch χυλόω / χυλῶ + -ώνω


αποχώρηση

αποχώρηση altgriechisch ἀποχώρησις


αποχωρίζω

αποχωρίζω altgriechisch ἀποχωρίζω ἀπό + χωρίζω χῶρος / χῶρα indoeuropäisch (Wurzel) *ĝhē- (αφήνω, αδειάζω)


αποχωρώ

αποχωρώ altgriechisch ἀποχωρῶ


άποψη

άποψη altgriechisch ἄποψις


αποψιλώνω

αποψιλώνω altgriechisch ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ


αποψίλωση

αποψίλωση Koine-Griechisch ἀποψίλωσις altgriechisch ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ ἀπό + ψιλός


απραγμοσύνη

απραγμοσύνη altgriechisch ἀπραγμοσύνη


άπρακτος

άπρακτος altgriechisch ἄπρακτος


απραξία

απραξία altgriechisch ἀπραξία ἄπρακτος


απρέπεια

απρέπεια altgriechisch ἀπρέπεια ἀπρεπής ἀ- + πρέπω


άπρεπος

άπρεπος mittelgriechisch άπρεπος altgriechisch ἀπρεπής ἀ- + πρέπω


απρεπώς

απρεπώς altgriechisch ἀπρεπῶς ἀπρεπής


Απριλομάης

Απριλομάης Απρίλης ( lateinisch aprilis ετρουσκικά Apru αρχαία ελληνικά Ἀφρώ Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)) + -ο- + Μάης ( Μάιος Koine-Griechisch Μάιος lateinisch Maius Maia altgriechisch Μαῖα (αντιδάνειο) μαῖα proto-indogermanisch *méh₂tēr)


απρονοησία

απρονοησία Koine-Griechisch ἀπρονοησία altgriechisch ἀπρονόητος προνοέω πρό + νοέω


απρονόητος

απρονόητος altgriechisch ἀπρονόητος


απρόσεκτα

απρόσεκτα απρόσεκτος + -α mittelgriechisch απρόσεκτος α- + altgriechisch προσέχω πρός + ἔχω


απρόσεκτος

απρόσεκτος mittelgriechisch απρόσεκτος α- + altgriechisch προσέχω πρός + ἔχω


απρόσεχτα

απρόσεχτα απρόσεχτος + -α mittelgriechisch απρόσεχτος απρόσεκτος α- + altgriechisch προσέχω πρός + ἔχω


απρόσεχτος

απρόσεχτος mittelgriechisch απρόσεχτος απρόσεκτος α- + altgriechisch προσέχω πρός + ἔχω


απροσωπόληπτος

απροσωπόληπτος Koine-Griechisch ἀπροσωπόληπτος ἀ- + προσωπολήπτης altgriechisch πρόσωπον + λαμβάνω


άπτομαι

άπτομαι ἅπτομαι (στο πολυτονικό) altgriechisch ἅπτομαι Passiv von ἅπτω


απώλεια

απώλεια altgriechisch ἀπόλλυμι


απών

απών altgriechisch ἀπών, μετοχή ενεστώτα του ἄπειμι


άπωση

άπωση altgriechisch ἄπωσις ἀπό + ὠθέω/ὠθῶ (2.(Lehnbedeutung) (γαλλικά) répulsion)


αρά

αρά (λόγιο) altgriechisch ἀρά


άραγε

άραγε altgriechisch ἆρά γε


άραγες

άραγες μονοτονική γραφή του: ἆραγες altgriechisch ἆρά γε



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback