Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αποκρίνομαι

αποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι


απόκριση

απόκριση altgriechisch ἀπόκρισις


αποκρουστικός

αποκρουστικός altgriechisch ἀποκρουστικός (ο ικανός να αποκρούσει)


αποκρούω

αποκρούω altgriechisch ἀποκρούω ἀπό + κρούω


αποκρύπτω

αποκρύπτω altgriechisch ἀποκρύπτω


απόκρυφος

απόκρυφος altgriechisch ἀπόκρυφος (2.(Lehnbedeutung) französisch occulte)


αποκτώ

αποκτώ mittelgriechisch ἀπoκτώ ἀπό (απο-) + κτῶ altgriechisch κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]


απολαμβάνω

απολαμβάνω altgriechisch ἀπολαμβάνω ἀπό + λαμβάνω


απόλαυση

απόλαυση (λόγιο) altgriechisch ἀπόλαυ(σις) + -ση[1] ἀπολαύω


απολαυστικός

απολαυστικός altgriechisch ἀπολαυστικός


απολαύω

απολαύω altgriechisch ἀπολαύω ἀπό + λαύω proto-indogermanisch *leh₂u- (κέρδος, όφελος) (ομόρριζα: λεία, λῄζομαι, λῃστής, λαρός, λατινικά lucrum)


απολεπίζω

απολεπίζω Koine-Griechisch ἀπολεπίζω altgriechisch ἀπολέπω ἀπό + λέπω


απόληψη

απόληψη Koine-Griechisch ἀπόληψις altgriechisch ἀπόλαμβάνω λαμβάνω (2. (Lehnbedeutung) englisch recover)


απολιθώνω

απολιθώνω altgriechisch ἀπολιθόω / ἀπολιθῶ ἀπό + λίθος (1,2: (Lehnbedeutung) französisch pétrifier· 3. (Lehnbedeutung) französisch fossiliser)


απολίθωση

απολίθωση altgriechisch ἀπολίθωσις


απολλύω

απολλύω altgriechisch ἀπόλλυμι


Απόλλων

Απόλλων altgriechisch Ἀπόλλων


απολογία

απολογία altgriechisch ἀπολογία


απολογιέμαι

απολογιέμαι απολογούμαι altgriechisch ἀπολογοῦμαι


απολογούμαι

απολογούμαι altgriechisch ἀπολογέομαι / ἀπολογοῦμαι


απολυμαίνω

απολυμαίνω altgriechisch ἀπολυμαίνομαι


απόλυση

1,2,3 απόλυση altgriechisch ἀπόλυσις ἀπολύω ἀπό + λύω (Lehnbedeutung) deutsch Εntlassung


απολυτός

απολυτός mittelgriechisch απολυτός altgriechisch ἀπολύω


απολύω

1,2,3 απολύω altgriechisch ἀπολύω ἀπό + λύω (Lehnbedeutung) deutsch entlassen


απολωλός

απολωλός Koine-Griechisch ἀπολωλός[1], Maskulinum von ἀπολωλώς altgriechisch ἀπόλλυμι


απομαγνητίζω

απομαγνητίζω απο- + μαγνητίζω ((entlehnt aus) französisch démagnétiser Koine-Griechisch Μαγνήτης (λίθος) altgriechisch Μαγνῆτις (λίθος) Μαγνησία Μάγνης


απομακρύνω

απομακρύνω mittelgriechisch ἀπομακρύνω ἀπό + Koine-Griechisch μακρύνω altgriechisch μακρός


απόμαχος

απόμαχος altgriechisch ἀπόμαχος


απομένω

απομένω Koine-Griechisch ἀπομένω ἀπό + altgriechisch μένω


απομνημόνευση

απομνημόνευση (λόγιο) altgriechisch ἀπομνημόνευ(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + μνημόνευση


απομυζώ

απομυζώ Koine-Griechisch ἀπομυζάω / ἀπομυζῶ ἀπό + altgriechisch μυζάω / μυζέω / μυζῶ ((μεταφορικά) (Lehnbedeutung) französisch sucer)


αποναρκώνω

αποναρκώνω mittelgriechisch αποναρκώ altgriechisch ἀποναρκοῦμαι (2.(Lehnbedeutung) französisch engourdir)


απονάρκωση

απονάρκωση altgriechisch ἀπονάρκωσις ((Lehnübersetzung) französisch engourdissement)


απονεκρώνω

απονεκρώνω altgriechisch ἀπονεκρόω / ἀπονεκρῶ


απονέμω

απονέμω altgriechisch ἀπονέμω ἀπό + νέμω ((Lehnbedeutung) französisch attribuer)


απονευρώνω

απονευρώνω Koine-Griechisch ἀπονευρόομαι / ἀπονευροῦμαι ἀπό + altgriechisch νεῦρον


απονιά

απονιά mittelgriechisch απονιά altgriechisch ἀπονία πόνος


απονομή

απονομή Koine-Griechisch ἀπονομή altgriechisch ἀπονέμω ἀπό + νέμω ((Lehnbedeutung) französisch distribution)


άπονος

άπονος altgriechisch ἄπονος ἀ- + πόνος


απόξενος

απόξενος altgriechisch ἀπόξενος


αποξενώνω

αποξενώνω mittelgriechisch αποξενώνω Koine-Griechisch ἀποξενόω / ἀποξενῶ ἀπό + altgriechisch ξένος ((Lehnbedeutung) französisch aliéner)


αποξεστήρας

αποξεστήρας αποξέω + -τήρας Koine-Griechisch ἀποξέω ἀπό + altgriechisch ξέω


αποξέστης

αποξέστης αποξέω + -της Koine-Griechisch ἀποξέω ἀπό + altgriechisch ξέω


αποξέω

αποξέω Koine-Griechisch ἀποξέω ἀπό + altgriechisch ξέω


αποξηραίνω

αποξηραίνω altgriechisch ἀποξηραίνω ἀπό + ξηραίνω ξηρός


αποπαστρεύω

αποπαστρεύω απο- + παστρεύω mittelgriechisch παστρεύω πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


αποπάτημα

αποπάτημα von μεταγενέστερο ἀποπάτημα des altgriechischen ἀποπατῶ


απόπατος

απόπατος altgriechisch ἀπόπατος ἀπoπατῶ ἀπο- + πατῶ


αποπατώ

αποπατώ altgriechisch ἀποπατῶ


απόπειρα

απόπειρα altgriechisch ἀπόπειρα ἀπό + πεῖρα ((Lehnübersetzung) französisch tentative)


αποπέμπω

αποπέμπω (λόγιο) altgriechisch ἀποπέμπω ἀπό (απο- + πέμπω


αποπερατώνω

αποπερατώνω Koine-Griechisch ἀποπερατόω / ἀποπερατῶ ἀπό + altgriechisch περατόω / περατῶ πέρας


αποπίνω

αποπίνω altgriechisch ἀποπίνω


αποπλανώ

αποπλανώ altgriechisch ἀποπλανάω / ἀποπλανῶ πλανάω / πλανῶ πλάνη ((Lehnbedeutung) französisch détourner)


απόπληκτος

απόπληκτος altgriechisch ἀπόπληκτος ἀποπλήσσω ἀπό + πλήσσω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k- (χτυπώ)


αποπληξία

αποπληξία altgriechisch ἀποπληξία


απόπλους

απόπλους altgriechisch ἀπόπλους


αποπλύνω

αποπλύνω altgriechisch ἀποπλύνω


αποπνέω

αποπνέω altgriechisch ἀποπνέω ἀπό + πνέω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew-


αποπνίγω

αποπνίγω altgriechisch ἀποπνίγω ἀπό + πνίγω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew- (αναπνέω)


απόπνοια

απόπνοια Koine-Griechisch ἀπόπνοια altgriechisch ἀποπνέω ἀπό + πνέω


αποποιούμαι

αποποιούμαι Koine-Griechisch ἀποποιέομαι / ἀποποιοῦμαι altgriechisch ποιέομαι / ποιοῦμαι, Passiv von ποιέω / ποιῶ


αποπομπή

αποπομπή altgriechisch ἀποπομπή


απόπτωση

απόπτωση altgriechisch ἀπόπτωσις ((Lehnbedeutung) αγγλικά apoptosis) ἀπό + πτῶσις πίπτω


απόρθητα

απόρθητα απόρθητος + -α altgriechisch ἀπόρθητος πορθέω / πορθῶ πέρθω ( indoeuropäisch (Wurzel) *bheredh-: κόβω)


απορία

απορία altgriechisch ἀπορία ἄπορος ἀ- στερητικό + πόρος (πέρασμα)


άπορος

άπορος altgriechisch ἄπορος ἀ- στερητικό + πόρος


απορρέω

απορρέω altgriechisch ἀπορρέω ἀπό + ῥέω (Lehnbedeutung) französisch découler. Πρόθημα απο-


απόρρητο

απόρρητο απόρρητος altgriechisch ἀπόρρητος ἀπό + ῥητός ἐρέω/ἐρῶ


απόρρητος

απόρρητος altgriechisch ἀπόρρητος ἀπό + ῥητός ἐρέω/ἐρῶ


απόρριμμα

απόρριμμα altgriechisch απόρριμμα ἀπορρίπτω


απορρίπτω

απορρίπτω altgriechisch ἀπορρίπτω ἀπό + ῥίπτω


απορροή

απορροή altgriechisch ἀπορροή ἀπορρέω (2. (Lehnbedeutung) französisch écoulement)


απόρροια

απόρροια altgriechisch ἀπόρροια ἀπορρέω ἀπό + ῥέω


απορροφώ

απορροφώ altgriechisch ἀπορροφέω / ἀπορρροφῶ ἀπό + ῥοφέω / ῥοφῶ ((Lehnübersetzung) französisch absorber)


απορώ

απορώ altgriechisch ἀπορῶ


αποσαθρώνω

αποσαθρώνω απο- + σαθρός + -ώνω altgriechisch σαθρός


αποσαρώνω

αποσαρώνω απο- + σαρώνω Koine-Griechisch σαρόω / σαρῶ altgriechisch σαίρω


αποσαφηνίζω

αποσαφηνίζω Koine-Griechisch ἀποσαφηνίζω altgriechisch ἀποσαφέω / ἀποσαφῶ


απόσβεση

απόσβεση altgriechisch ἀπόσβεσις ((Lehnbedeutung) französisch 2.extinction, 3.amortissement)


αποσιώπηση

αποσιώπηση Koine-Griechisch ἀποσιώπησις ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ ἀπό + altgriechisch σιωπάω / σιωπῶ σιωπή


αποσιωπώ

αποσιωπώ Koine-Griechisch ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ ἀπό + altgriechisch σιωπάω / σιωπῶ σιωπή


αποσκοπώ

αποσκοπώ altgriechisch ἀποσκοπέω, -ῶ


αποσκορακισμός

αποσκορακισμός Koine-Griechisch ἀποσκορακισμός ἀποσκορακίζω ἀπό + ἐς κόρακας altgriechisch κόραξ


αποσοβώ

αποσοβώ altgriechisch ἀποσοβέω / ἀποσοβῶ σοβέω / σοβῶ


απόσπασμα

απόσπασμα altgriechisch ἀπόσπασμα (κομμάτι που έχει αποκοπεί)


αποσπώ

αποσπώ altgriechisch ἀποσπῶ


αποστάζω

αποστάζω altgriechisch ἀποστάζω στάζω (2. (Lehnbedeutung) französisch distiller)


αποσταίνω

αποσταίνω mittelgriechisch ἀποσταίνω altgriechisch ἀφίσταμαι ἀπό+ ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂- (ἵστημι)


απόσταξη

απόσταξη Koine-Griechisch ἀπόσταξις altgriechisch ἀποστάζω ἀπό + στάζω


απόσταση

απόσταση, λόγια λέξη της Katharevousaς απόστασις altgriechisch ἀπόστασις ἀφίστημι


αποστασία

αποστασία altgriechisch ἀποστασία ἀποστατῶ


αποστατώ

αποστατώ altgriechisch ἀποστατῶ


αποστειρώνω

αποστειρώνω Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος ((Lehnbedeutung) französisch stériliser)


αποστείρωση

αποστείρωση mittelgriechisch αποστείρωσις Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος (2. (Lehnbedeutung) englisch sterilization)


αποστέλλω

αποστέλλω altgriechisch ἀποστέλλω ἀπό + στέλλω


αποστέργω

αποστέργω altgriechisch ἀποστέργω ἀπὁ + στέργω


αποστερώ

αποστερώ altgriechisch ἀποστερέω / ἀποστερῶ


αποστηθίζω

αποστηθίζω Koine-Griechisch ἀποστηθίζω ἀπό στήθους altgriechisch στῆθος


αποστολικός

αποστολικός Koine-Griechisch ἀποστολικός ἀπόστολος (απόστολος altgriechisch ἀπόστολος (πρεσβευτής ἀποστέλλω ἀπό + στέλλω ((Lehnbedeutung) französisch apôtre)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback