Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ιδιωτικοποίηση

ιδιωτικοποίηση ιδιωτικοποιώ


ευρωκοινοβούλιο

ευρωκοινοβούλιο ευρω- + κοινοβούλιο ((Lehnübersetzung) englisch Εuropean parliament)


επιδίωξη

επιδίωξη επί+διώκω


αθεΐα

αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός


φινίρισμα

φινίρισμα φινίρω


φασισμός

φασισμός italienisch fascismo fascio lateinisch fascis proto-indogermanisch *bʰask- (δέσμη)


ταψί

ταψί Etymologie fehlt


στιχουργός

στιχουργός mittelgriechisch στιχουργός altgriechisch στίχος + ἔργον


σκέλος

σκέλος altgriechisch σκέλος


ρευστοποίηση

ρευστοποίηση Etymologie fehlt


ραψωδός

ραψωδός altgriechisch ῥαψῳδός ῥάπτω +ᾠδή


προπύλαια

προπύλαια altgriechisch προπύλαια


πεζοδρόμος

πεζοδρόμος mittelgriechisch πεζοδρόμος altgriechisch πεζός πεζο- + -δρόμος


μυταράς

μυταράς μύτ(η) + augmentativer Suffix -αράς


λοιμώδης

λοιμώδης altgriechisch λοιμώδης λοιμός


κόλληση

κόλληση Etymologie fehlt


επώαση

επώαση altgriechisch ἐπῴασις (2.(Lehnübersetzung) französisch incubation)


επιμήκυνση

επιμήκυνση Etymologie fehlt


εναλλαγή

εναλλαγή Koine-Griechisch ἐναλλαγή ((Lehnbedeutung) französisch alternation)


δυναμό

δυναμό (entlehnt aus) französisch (la) dynamo (θηλυκό· θεωρήθηκε ουδέτερο λόγω της κατάληξης) Kurzform von machine dynamo-électrique altgriechisch δύναμις


βιωσιμότητα

βιωσιμότητα βιώσιμος + -ότητα


αστάρι

αστάρι türkisch astar persisch آستر (āstar) "φόδρα"


Αντίοχος

Αντίοχος Etymologie fehlt


ακαμάτρα

ακαμάτρα ακαμάτης + κατάληξη θηλυκού -τρα


αδίκημα

αδίκημα altgriechisch ἀδίκημα ἀδικῶ


τσιμέντο

τσιμέντο italienisch cimento / cemento lateinisch caementum caedo proto-italienisch *kaidō proto-indogermanisch *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)


τηλεπικοινωνία

τηλεπικοινωνία τηλε- + επικοινωνία


τελάρο

τελάρο italienisch telaro


ταπετσαρία

ταπετσαρία italienisch tappezzeria tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


σήκωμα

σήκωμα Etymologie fehlt


προσγείωση

προσγείωση προσγειώνω + -ση ((Lehnübersetzung) französisch atterrissage)


πατάρι

πατάρι mittelgriechisch *πατάριον, υποκοριστικό von altgriechisch πάτος


νεομάρτυρας

νεομάρτυρας νεο- + μάρτυρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


μοιχεία

μοιχεία altgriechisch μοιχεία


μερακλής

μερακλής türkisch meraklı + -ής merak arabisch مراق (maraq). Μορφολογικά αναλύεται σε μεράκ(ι) + -λής


κρυπτογραφία

κρυπτογραφία Etymologie fehlt


κεντρί

κεντρί altgriechisch κεντρίον κέντριον κέντρον


καπό

καπό französisch capot, διεθνής όρος.


εκπροσώπηση

εκπροσώπηση εκπροσωπώ + -ση


ειρωνεία

ειρωνεία altgriechisch εἰρωνεία


αχλάδι

αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


ασύμμετρα

ασύμμετρα ασύμμετρος α- στερητικό + συν + μέτρο


ανάμνηση

ανάμνηση altgriechisch ἀνάμνησις


ακοή

ακοή altgriechisch ἀκοή ἀκούω


ωκεανογραφία

ωκεανογραφία ωκεανογράφος


χέσιμο

χέσιμο χέζω (θέμα αορίστου χεσ-) + -ιμο


ύπαιθρο

ύπαιθρο (λόγιο) Koine-Griechisch ὕπαιρθον substantiviertes Neutrum επιθέτου von altgriechisch ὕπαιθρος[1] siehe auch ύπ-, ύπαιθρος


ρεπόρτερ

ρεπόρτερ reporter


οργανικός

οργανικός altgriechisch ὄργανον


μέρισμα

μέρισμα μερίζω μερίδα μέρος


λόφος

λόφος altgriechisch λόφος


κυβισμός

κυβισμός von γαλλικό cubisme cube lateinisch cubus ελληνικό κύβος


κατακαλόκαιρο

κατακαλόκαιρο κατα- + καλοκαίρι + -ο


επιδερμίδα

επιδερμίδα altgriechisch ἐπιδερμίς ἐπί + δέρμα


δύσκολος

δύσκολος altgriechisch δύσκολος δυσ- + κόλον


δανεισμός

δανεισμός altgriechisch δανεισμός δανείζω δάνειον


δάκτυλος

δάκτυλος (λόγιο) altgriechisch δάκτυλος. siehe auch το δάχτυλο


γιασεμί

γιασεμί türkisch yasemin[1] [2] arabisch ياسمين (yāsamīn) persisch یاسمین (yâsamin) / یاسمن (yâsaman) μέση persisch yʾsmn' (yāsaman)


απόσπαση

απόσπαση Etymologie fehlt


άπειρα

άπειρα άπειρος + -α


χύμα

χύμα Koine-Griechisch χύμα χέω (ομόρριζο του χυμός)


φωτομοντάζ

φωτομοντάζ französisch photomontage


υποψία

υποψία altgriechisch ὑποψία ὑφοράω (ὑπό + ὁράω), μέλλοντας: ὑπόψομαι


υπόβαθρο

υπόβαθρο (λόγιο) altgriechisch ὑπόβαθρον (στήριγμα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + βάθρο


τζαμόπορτα

τζαμόπορτα τζάμ(ι) + -ό- + πόρτα


σάουνα

σάουνα englisch sauna φινλανδική sauna πρωτοφιννοουγγρική *savńa πρωτοουραλική *sakńa (χειμερινό κατάλυμα, λάκκος σκαμμένος μέσα στο χιόνι για προσωρινό καταφύγιο)


προσποίηση

προσποίηση Koine-Griechisch προσποίησις


προπληρωμή

προπληρωμή προπληρώνω + -μή ((Lehnübersetzung) französisch prépaiement)


πάστρα

πάστρα mittelgriechisch πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


μπικίνι

μπικίνι französisch bikini (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) englisch Bikini (ατόλη του Ειρηνικού) deutsch Bikini Pikinni (λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ)


κώμα

κώμα Etymologie fehlt


κατεργάρης

κατεργάρης μεσαιωνικό ουσιαστικό για τους καταδίκους που ως καταναγκαστικό έργο εκτελουσαν κωπηλασία σε μεγάλα πλοία) κάτεργον (το μεγάλο πλοίο, η γαλέρα) von ελληνιστική κάτεργος (επεξεργασμένος)


κατεδάφιση

κατεδάφιση mittelgriechisch κατεδάφισ(ις) ("κατακρήμνιση")[1] + -ση


θεομηνία

θεομηνία Koine-Griechisch θεός + μῆνις (οργή του θεού)


ζουμ

ζουμ englisch zoom


ενοικιαστήριο

ενοικιαστήριο Maskulinum von επιθέτου ενοικιαστήριος ως ουσ.


διετία

διετία Koine-Griechisch διετία altgriechisch διετής δι- + ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


γροθιά

γροθιά mittelgriechisch γρόθος altgriechisch γρόνθος


γραβάτα

γραβάτα italienisch cravatta französisch cravate[1] σερβοκροατική Hr̀vāt (Κροάτης) (επειδή οι Κροάτες μισθοφόροι στο γαλλικό στρατό του συντάγματος ιππικού Roycal‑Cravate φορούσαν χαρακτηριστικό λαιμοδέτη πιθανόν δικής τους δημιουργίας)[2] πρωτοslawisch *xъrvat(in)ъ


άρα


αποθηκάριος

αποθηκάριος Koine-Griechisch ἀποθηκάριος ἀποθήκη + -άριος


αντίκα

αντίκα italienisch antica, Femininum von antico lateinisch antiquus indoeuropäisch (Wurzel) *h₂énti-h₃kʷós ‎(που έχει εμφανιστεί πιο πριν) *h₂énti (*h₂ent-: μπροστά) + *h₃ekʷ- ‎(μάτι, βλέπω)


αίνιγμα

αίνιγμα altgriechisch αἴνιγμα αἰνίσσομαι


αδράνεια

αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής


αγροικία

αγροικία Koine-Griechisch ἀγροικία ἀγρός + οἰκία


ωοθήκη

ωοθήκη ὠοθήκη in Katharevousa ᾠόν + θήκη


ψείρα

ψείρα mittelgriechisch ψείρα Koine-Griechisch φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα) altgriechisch φθείρ (Maskulinum)


φραπέ

φραπέ französisch frappé (χτυπημένος)


φιλαρμονική

φιλαρμονική φίλος + αρμονία


τέντωμα

τέντωμα τεντώνω + -μα mittelgriechisch τεντώνω τέντα lateinisch tenta, Femininum von tentus tendo proto-italienisch *tendō proto-indogermanisch *ten- (τείνω)


συνειδητοποιώ

συνειδητοποιώ συνειδητός + -ο- + -ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch prendre conscience[1] [2])


προέκταση

προέκταση προεκτείνω + -ση ((Lehnübersetzung) französisch prolongement)


πρασόπιτα

πρασόπιτα πράσ(ο) + -ό- + πίτα


ολόκληρος

ολόκληρος altgriechisch ὁλόκληρος


ντουέτο

ντουέτο ερμηνεία δύο τραγουδιστών, συνήθως ανδρός και γυναικός, από κοινού


ματσούκα

ματσούκα mittelgriechisch ματσούκιον βυζαντινός τύπος ματζούκα μάλλον lateinisch mazzoca


λαθροθηρία

λαθροθηρία λαθροθήρας λαθρο- -θηρία (θήρα)


κυριολεξία

κυριολεξία Koine-Griechisch κυριολεξία


κομεντί

κομεντί französisch comédie


κάτης

κάτης Etymologie fehlt



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback