{το}  τσιμέντο Subst.  [tsimento]

{der}    Subst.
(344)

Etymologie zu τσιμέντο

τσιμέντο italienisch cimento / cemento lateinisch caementum caedo proto-italienisch *kaidō proto-indogermanisch *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)


GriechischDeutsch
Οι παραγωγοί που χρησιμοποιούν τσιμέντο κατά τη διαδικασία παραγωγής πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:Wird bei der Herstellung eines Produkts Zement im Produktionsprozess verwendet, sind folgende Auflagen zu beachten:

Übersetzung bestätigt

Τα πλακίδια μονής στρώσης αποτελούνται εξ ολοκλήρου από κοκκώδη υλικά ή ψηφίδες κατάλληλου αδρανούς υλικού, τα οποία ενσωματώνονται σε φαιό και λευκό τσιμέντο και νερό.Bei den Einschichtplatten handelt es sich um Platten, die vollständig aus Granulaten oder aus Splitt eines geeigneten Aggregats bestehen, die in grauen und weißen Zement und Wasser eingebettet werden.

Übersetzung bestätigt

Τουλάχιστον το 90 % της επιφάνειας του χώρου της κατασκήνωσης/του κάμπινγκ δεν καλύπτεται από άσφαλτο/τσιμέντο ή άλλα υλικά κάλυψης που εμποδίζουν τη σωστή στράγγιση και τον αερισμό του εδάφους.Mindestens 90 % des Bodens auf dem Campinggelände dürfen nicht mit Asphalt, Zement oder sonstigem Versiegelungsmaterial abgedeckt sein, das die erforderliche Entwässerung und Belüftung des Bodens behindert.

Übersetzung bestätigt

Τσιμέντα Portland, τσιμέντα που περιέχουν αργίλιο, σκωριοτσιμέντο, υπερθειούχο τσιμέντο και παρόμοια τσιμέντα υδραυλικά (στα οποία περιλαμβάνονται και εκείνα που δεν είναι σε σκόνη, με την ονομασία «clinkers»), έστω και χρωματισμέναZement (einschließlich Zementklinker), auch gefärbt

Übersetzung bestätigt

Τεχνουργήματα από πέτρες, γύψο, τσιμέντο, αμίαντο, μαρμαρυγία ή ανάλογες ύλες. Προϊόντα κεραμευτικής. Γυαλί και τεχνουργήματα από γυαλίWaren aus Steinen, Gips, Zement, Asbest, Glimmer oder ähnlichen Stoffen; keramische Waren; Glas und Glaswaren

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu τσιμέντο

τσιμέντο το [tsiméndo] : 1. οικοδομικό υλικό από ασβεστόλιθο και άργιλο σε μορφή λεπτής γκριζωπής σκόνης, που όταν το αναμείξουν με νερό στερεοποιείται και σχηματίζει μια συμπαγή, σκληρή και αδιάβροχη μάζα: Εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Σάκος με τσιμέντο. τσιμέντο ταχείας / βραδείας πήξεως. ΦΡ τσιμέντο να γίνει!, για τέλεια αδιαφορία, ας πάει να χαθεί. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback