Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διενέργεια

διά + εν + έργο


διενεργώ

διενεργώ Koine-Griechisch διενέργεια / διενεργῶ διά + ἐνεργέω / ἐνεργῶ ἔργον


διεξάγω

διεξάγω Koine-Griechisch διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διεξαγωγή

διεξαγωγή Koine-Griechisch διεξαγωγή διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διεξέρχομαι

διεξέρχομαι altgriechisch διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι


διεξοδικότητα

διεξοδικότητα διεξοδικός


διέξοδος

διέξοδος altgriechisch διέξοδος διά + ἔξοδος


διέπω

διέπω (λόγιο) altgriechisch διέπω


διεργασία

διεργασία Etymologie fehlt


διερεύνηση

διερεύνηση Koine-Griechisch διερεύνησις altgriechisch διερευνάω


διερευνώ

διερευνώ altgriechisch διερευνάω διά + ἐρευνάω ἔρευνα ἔρομαι εἴρω proto-indogermanisch *ser-


διερμηνέας

διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνεία

διερμηνεία Koine-Griechisch διερμηνεία διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμήνευση

διερμήνευση (λόγιο) Koine-Griechisch διερμήνευ(σις) + -ση διά (δι-) + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνευτής

διερμηνευτής Koine-Griechisch διερμηνευτής διερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ενδεχομένως: Ἑρμῆς) (2. (Lehnbedeutung) englisch interpreter)


διερμηνεύω

διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διέρχομαι

διέρχομαι altgriechisch διέρχομαι


δίεση

δίεση Etymologie fehlt


διεστώτα

διεστώτα altgriechisch διεστῶτα, Maskulinum von διεστώς, Passiv Perfekt von διίσταμαι


διετία

διετία Koine-Griechisch διετία altgriechisch διετής δι- + ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


διευθέτηση

διευθέτηση Koine-Griechisch διευθέτησις


διευθετώ

διευθετώ Koine-Griechisch διευθετέω / διευθετῶ altgriechisch εὐθετέω / εὐθετῶ εὔθετος εὖ + τίθημι


διεύθυνση

διεύθυνση spätgriechisch διευθύνω δια + εὐθύνω εὐθὺς


διευθυντήριο

διευθυντήριο διευθυντής + -τήριο (Lehnübersetzung) französisch directoire


διευθυντής

διευθυντής (λόγιο) Koine-Griechisch διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (Lehnbedeutung) französisch directeur[1] διευθύνω διά (δι-) + altgriechisch εὐθύνω εὐθύς


διευθύνω

διευθύνω Koine-Griechisch διευθύνω


διευκόλυνση

διευκόλυνση διευκολύνω


διευκολύνω

διευκολύνω (διά) δι- + ευκολύνω, απόδοση για τη französisch faciliter[1]


διευκρινίζω

διευκρινίζω altgriechisch διευκρινέω / διευκρινῶ εὐκρινέω / εὐκρινῶ εὐκρινής εὖ + κρίνω proto-griechisch *kríňňō proto-indogermanisch *kri-n-ye- *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)


διευκρίνιση

διευκρίνιση διευκρινίζω + -ση altgriechisch διευκρινέω / διευκρινῶ εὐκρινέω / εὐκρινῶ εὐκρινής εὖ + κρίνω proto-griechisch *kríňňō proto-indogermanisch *kri-n-ye- *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)


διεύρυνση

διεύρυνση διευρύνω + -ση


διευρύνω

διευρύνω δια- + ευρύς + -ύνω (Koine-Griechisch διευρύνομαι)


δίζυγο

δίζυγο δι- + ζυγός + -ο


διήγημα

διήγημα Koine-Griechisch διήγημα altgriechisch διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g- (αναζητώ)


διηγηματογραφία

διηγηματογραφία διηγηματογράφος + -ία


διηγηματογράφος

διηγηματογράφος διήγημα, διηγήματ(ος) + -ο- + -γράφος


διηγηματογραφώ

διηγηματογραφώ διήγημα + -ο- + γράφω


διήγηση

διήγηση altgriechisch διήγησις διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


διήγησις

διήγησις διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


διηγούμαι

διηγούμαι altgriechisch διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


διήθημα

διήθημα Koine-Griechisch διήθημα


διήθηση

διήθηση Koine-Griechisch διήθησις altgriechisch διηθέω / διηθῶ ἠθέω / ἠθῶ


διηθώ

διηθώ altgriechisch διηθέω / διηθῶ διά + ἠθέω (*ἤθω) «κοσκινίζω» indoeuropäisch (Wurzel) *seh₁i- «κοσκινίζω»


διημερεύω

διημερεύω διά + ημέρ- + -εύω


διημερίδα

διημερίδα δι- (δύο) + ημερίδα ( ημέρα)


διθύραμβος

αβέβαιης ετυμολογίας. Η αντίστοιχη λέξη της αρχαίας ελληνικής ενδεχομένως να σχετίζεται με τη λέξη ίαμβος


διίσταμαι

διίσταμαι altgriechisch διΐσταμαι διά + ἵσταμαι (στέκομαι ενάντια)


δικάζω

δικάζω altgriechisch δικάζω δίκη


δίκαια

δίκαια δίκαιος


δίκαιο

δίκαιο altgriechisch δίκαιον


δίκαιον

δίκαιον altgriechisch δίκαιος


δικαιόγραφο

δικαιόγραφο δίκαιος + -ο- + -γραφο


δικαιοδοσία

δικαιοδοσία Koine-Griechisch δικαιοδοσία altgriechisch δίκαιος + δίδωμι


δικαιοδόχος

δικαιοδόχος δίκαι(ο) + -ο- + -δόχος, (Lehnübersetzung) französisch ayant cause[1]


δικαιοκρίτης

δικαιοκρίτης Koine-Griechisch δῐκαιοκρῐ́της altgriechisch δίκαιος + κρίνω


δικαιολόγηση

δικαιολόγηση δικαιολογώ


δικαιολογία

δικαιολογία altgriechisch δικαιολογία


δικαιολογώ

δικαιολογώ Koine-Griechisch δικαιλογῶ altgriechisch δικαιολογοῦμαι δίκαιος + λόγος


δικαιοπάροχος

δικαιοπάροχος δίκαι(ο) + -ο- + Koine-Griechisch πάροχος (που παρέχει)[1]


δικαιοπραξία

δικαιοπραξία δίκαιος + -ο- + πράξη + -ία


δικαιοστάσιο

δικαιοστάσιο δικαι- ( δίκαιο) + -ο- + -στασιο ( στάση)


δικαιοσύνη

δικαιοσύνη altgriechisch δικαιοσύνη δίκαιος δίκη


δικαιούμαι

δικαιούμαι, λόγιο παθητικό ρήμα von αρχαίο δικαιόομαι, -οῦμαι, μέση φωνή του δικαιόω/δικαιῶ


δικαιούχος

δικαιούχος δίκαι(ον) + -ούχος, (Lehnübersetzung) französisch ayant droit. Διαφορετική η Koine-Griechisch δικαιοῦχος (που στηρίζει τη δικαιοσύνη)[1]


δικαίωμα

δικαίωμα altgriechisch δικαίωμα (1.(Lehnbedeutung) französisch droit. 2.(Lehnbedeutung) französisch droits)


δικαιώνω

δικαιώνω altgriechisch δικαιόω / δικαιῶ


δικαίωση

δικαίωση altgriechisch δικαίωσις δικαιόω / δικαιῶ ((Lehnbedeutung) französisch justification)


δικαίωσις

δικαίωσις Etymologie fehlt


δικάσιμος

δικάσιμος altgriechisch


δικαστήριο

δικαστήριο altgriechisch δικαστήριον δικάζω


δικαστήριον

δικαστήριον altgriechisch δικαστήριον δικάζω


δικαστής

δικαστής altgriechisch δικαστής δικάζω δίκη


δικαστικός

δικαστικός (επίθετο) altgriechisch δικαστικός δικάζω δίκη proto-indogermanisch *deyḱ-


δικέφαλος

ΔΦΑ : /ði.cε'fa.lɔs/


δίκη

δίκη altgriechisch δίκη proto-indogermanisch *deyḱ-


δικηγορία

δικηγορία mittelgriechisch δικηγορία δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δικηγόρος

δικηγόρος mittelgriechisch δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δικηγορόσημο

δικηγορόσημο δικηγόρος + -ο- + σήμα + -ο


δικηγορώ

δικηγορώ mittelgriechisch δικηγορώ δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δίκην

δίκην altgriechisch δίκην


δίκια


δίκιο

δίκιο δίκαιο


δικλίδα

δικλίδα altgriechisch δικλίς δι- + κλίνω ((Lehnbedeutung) französisch valve)


δίκλινος

δίκλινος δι- + κλίνη + -ος


δίκλωνος

※ Στη δημοσιά σαν αγκαλιά / δίκλωνη ενός διαβήτη, / του αγέρα δάχτυλα στη χήτη / και μίλια στην κοιλιά (Γιώργος Σεφέρης, Αυτοκίνητο)


δικογραφία

δικογραφία δικόγραφο + -ία


δικόγραφο

δικόγραφο δίκη + -ο- + -γραφο


δικολάβος

δικολάβος mittelgriechisch δικολάβος altgriechisch δίκη + λαμβάνω


δικομματισμός

δικομματισμός δικομματικός + -ισμός ((Lehnübersetzung) französisch bipartisme)


δικονομία

δικονομία δίκη + -ο- + -νομία


δικός

δικός mittelgriechisch δικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος ἕ +‎ -δ- +‎ -ιος


δίκοχο

δίκοχο δι- + κόχη + -ο


δικράνι

δικράνι δικράνιον υποκοριστικό του δίκρανον altgriechisch δίκρανος


δίκροκος

δίκροκος δι- και κροκός ή κρόκος


δικτάτορας

δικτάτορας spätgriechisch δικτάτωρ lateinisch dictator dicto (διατάζω)


δικτατορία

δικτατορία spätgriechisch δικτάτωρ


δικτάτωρ


δίκτυο

δίκτυο altgriechisch δίκτυον


δικτυώνω

δικτυώνω δίκτυο + -ώνω altgriechisch δίκτυον δικεῖν


δικτύωση

δικτύωση δικτύωσις δικτυώνω + -σις δίκτυο altgriechisch δίκτυον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback