διευθύνω Koine-Griechisch διευθύνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μολονότι πρέπει απλά να διευθύνω τη συζήτηση, θα κάνω κάτι που δεν προβλέπεται και θα υποστηρίξω το αίτημά σας να παρουσιαστούν οι κατευθυντήριες γραμμές στο διαδίκτυο. " | Unzulässigerweise schließe ich mich, obwohl ich die Aussprache nur leiten soll, der Aufforderung von Frau Jöns an, dass Sie die Leitlinien ins Netz stellen. Übersetzung bestätigt |
Αυτό το στοιχείο θα αποτελέσει τον οδηγό στη δράση που θα έχω την τιμή να διευθύνω στο Σώμα των Επιτρόπων. | Dies wird als Richtschnur für die Maßnahmen die, die ich die Ehre habe im Kollegium zu leiten. Übersetzung bestätigt |
Έχω το προνόμιο τώρα να διευθύνω το Κοινό Γνωματευτικό Συμβούλιο, που είναι μη-κερδοσκοπικό. | Und ich habe derzeit das Privileg, den gemeinnützigen "Joint Consultative Council" zu leiten. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διευθύνω | διευθύνουμε, διευθύνομε | διευθύνομαι | διευθυνόμαστε |
διευθύνεις | διευθύνετε | διευθύνεσαι | διευθύνεστε, διευθυνόσαστε | ||
διευθύνει | διευθύνουν(ε) | διευθύνεται | διευθύνονται | ||
Imper fekt | διεύθυνα | διευθύναμε | διευθυνόμουν(α) | διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν | |
διεύθυνες | διευθύνατε | διευθυνόσουν(α) | διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν | ||
διεύθυνε | διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθυνόταν(ε) | διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν | ||
Aorist | διηύθυνα, διεύθυνα | διευθύναμε | διευθύνθηκα | διευθυνθήκαμε | |
διηύθυνες, διεύθυνες | διευθύνατε | διευθύνθηκες | διευθυνθήκατε | ||
διηύθυνε, διεύθυνε | διηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθύνθηκε | διευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, | θα διευθύνομαι | θα διευθυνόμαστε | |
θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθύνεσαι | θα διευθύνεστε, | ||
θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθύνεται | θα διευθύνονται | ||
Fut ur | θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, | θα διευθυνθώ | θα διευθυνθούμε | |
θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθυνθείς | θα διευθυνθείτε | ||
θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθυνθεί | θα διευθυνθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διευθύνω | να διευθύνουμε, | να διευθύνομαι | να διευθυνόμαστε |
να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθύνεσαι | να διευθύνεστε, | ||
να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθύνεται | να διευθύνονται | ||
Aorist | να διευθύνω | να διευθύνουμε, | να διευθυνθώ | να διευθυνθούμε | |
να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθυνθείς | να διευθυνθείτε | ||
να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθυνθεί | να διευθυνθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνεστε | |
Aorist | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνσου | διευθυνθείτε | |
Part izip | Pres | διευθύνοντας | |||
Perf | έχοντας διευθύνει | ||||
Infin | Aorist | διευθύνει | διευθυνθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | leite | ||
du | leitest | |||
er, sie, es | leitet | |||
Präteritum | ich | leitete | ||
Konjunktiv II | ich | leitete | ||
Imperativ | Singular | leite! | ||
Plural | leitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geleitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:leiten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | führe | ||
du | führst | |||
er, sie, es | führt | |||
Präteritum | ich | führte | ||
Konjunktiv II | ich | führte | ||
Imperativ | Singular | führe! | ||
Plural | führt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geführt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:führen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dirigiere | ||
du | dirigierst | |||
er, sie, es | dirigiert | |||
Präteritum | ich | dirigierte | ||
Konjunktiv II | ich | dirigierte | ||
Imperativ | Singular | dirigier! dirigiere! | ||
Plural | dirigiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dirigiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dirigieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | richte | ||
du | richtest | |||
er, sie, es | richtet | |||
Präteritum | ich | richtete | ||
Konjunktiv II | ich | richtete | ||
Imperativ | Singular | richte! | ||
Plural | richtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:richten |
διευθύνω [δiefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διηύθυνα και (σπάν.) διεύθυνα, απαρέμφ. διευθύνει, παθ. αόρ. διευθύνθηκα, απαρέμφ. διευθυνθεί : I. είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία μιας επιχείρησης, υπηρεσίας κτλ., δίνω τις κατευθυντήριες γραμμές και έχω τη γενική εποπτεία: διευθύνω ένα εργοστάσιο / ένα ξενοδοχείο / ένα σχολείο. Διευθύνει καλά την υπηρεσία στην οποία είναι προϊστάμενος. Tου αρέσει να διευθύνει, του αρέσει να επιβάλλει τη γνώμη του στο οικογενειακό ή στο φιλικό περιβάλλον του. || διευθύνω μια συζήτηση, είμαι ο συντονιστής. || διευθύνω μια ορχήστρα / μια χορωδία, με τις κατάλληλες κινήσεις των χεριών συντονίζω ρυθμικά τους μουσικούς ή τους τραγουδιστές. II. στρέφω κτ. προς ένα ορισμένο σημείο: διευθύνω την κάννη του όπλου προς το στόχο. διευθύνω το τηλεσκόπιο / το βλέμμα προς τον ουρανό.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.