Griechische Wörter mit türkischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



τσανάκι

τσανάκι türkisch çanak


τσανακογλείφτης

τσανακογλείφτης τσανάκι ( türkisch çanak) + -ο- + γλείφτης


τσάντα

τσάντα türkisch çanta persisch چنته (chanteh, σακούλα)


τσαντίλα

τσαντίλα τσατίλα türkisch çatış (σύγκρουση, διαμάχη)


τσαντίρι

τσαντίρι türkisch çadır persisch چادر (çādur: τέντα) sanskritisch छत्त्र (chattra: ομπρέλα, καταφύγιο) proto-indogermanisch *skeh₃- (σκιά)


τσαουλί

τσαουλί türkisch çalı fasulyesi


τσαούσης

τσαούσης türkisch çavuş


τσάρκα

τσάρκα türkisch çark persisch چرخ (τροχός)


τσαρούχι

τσαρούχι türkisch çarık


τσατίζω

τσατίζω türkisch çatış (σύγκρουση, διαμάχη) / çatışmak (συγκρούομαι, διαπληκτίζομαι) çatmak (συνταιριάζω, συναρμόζω, δένω) prototürkisch *čat- (ενώνω)


τσατίλα

τσατίλα τσατίζω + -ίλα türkisch çatış (σύγκρουση, διαμάχη)


τσατμάς

τσατμάς türkisch çatma


τσεβρές

τσεβρές türkisch çevre


τσελίκι

1,2,3 τσελίκι türkisch çelik


τσεμπέρι

τσεμπέρι türkisch çember persisch چنبر (chambar)


τσέπη

τσέπη türkisch cep arabisch جيب (jayb)


τσιγκέλι

τσιγκέλι türkisch çengel persisch چنگال (çangal)


τσικρίκι

τσικρίκι türkisch çıkrık persisch چرخک (charkhak, τροχαλία)


τσιμπούκι

τσιμπούκι türkisch çubuk


τσιμπούσι

τσιμπούσι türkisch çümbüş [1] persisch جنبش (cunbīş)


τσίπουρο

τσίπουρο mittelgriechisch τσίπουρον τουρκοταταρική sepre ή türkisch cibre· έχει προταθεί altgriechisch σίκερα εβραϊκά šēkār


τσιράκι

τσιράκι türkisch çırak osmanisch türkisch چراغ (çerâg, çirâg) persisch چراغ (čerâğ, čarâğ)


τσίτι

τσίτι türkisch çit persisch چیت (chīt) χίντι छींट (chhint) sanskritisch चित्र (citra, φωτεινός)


τσιφλίκι

τσιφλίκι türkisch çiflik çiftlik (αγρόκτημα, φάρμα) çift (ζευγάρι) persisch جفت‏ (joft: ζευγάρι)


τσιφούτης

τσιφούτης türkisch çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) Çıfıt (Εβραίος)


τσιφτετέλι

τσιφτετέλι türkisch çiftetelli çift (ζευγάρι) ( persisch جفت‏ (joft: ζευγάρι)) + telli ( tel + li οθωμανικά τουρκικά تل‏ (tel: νήμα) αρμενική թել (tʿel: νήμα) παλαιά αρμενική թել (tʿel: νήμα))


τσογλάνι

τσογλάνι türkisch iç oğlanı


τσολιάς

τσολιάς τσόλι + -ιάς türkisch çul


τσοπάνης

τσοπάνης türkisch çoban persisch شبان (çubān)


τσορβάς

τσορβάς türkisch çorba persisch شوربا (shōrbā: χυλός, χορτόσουπα, σούπα)


τσότρα

τσότρα türkisch çotra


τσουβάλι

τσουβάλι türkisch çuval persisch جوال (cuwāl)


τσουλούφι

τσουλούφι türkisch zülüf persisch زلف (zulf)


τσουπ

τσουπ türkisch çup


τσουράπι

τσουράπι türkisch çorap arabisch جورب (cūrāb, κάλτσα)


τσουρέκι

τσουρέκι türkisch çörek çevrek (στρογγυλός, κυκλικός)


τσουτσέκι

τσουτσέκι türkisch çiçek (λουλούδι, (μεταφορικά) κατεργάρης) + -ι


τσόχα

τσόχα türkisch çuha persisch چوخا (chukha, μάλλινο ένδυμα)


φάκα

φάκα türkisch fak arabisch فخ (fak)


φαράσι

φαράσι türkisch faraş


φαρσί

φαρσί türkisch farsi persisch فارسی (fârsi)


φαρφουρί

φαρφουρί türkisch fağfur osmanisch türkisch فغفور‎ (fağfûr) persisch فغفور (fagh-foor) απ' όπου فغفوری‎ (fağfuri, κινεζική πορσελάνη) σογδιανή βγpwr[1] παλαιά ιρανική *baga-puθra- (υιός του θεού), πιθανό Lehnübersetzung του κινεζικού 天子 (tiānzǐμ ο γιος του ουρανού), τίτλου των αυτοκρατόρων της Κίνας Ή κατ' άλλη άποψη, πιθανό αντιδάνειο türkisch firfiri (ανοιχτό κόκκινο), ίσως arabisch προέλευσης [δείτε και τουρκικά firfir (πλουμίδι, φραμπαλάς)] altgriechisch πορφύρα[2][3]


φερετζές

φερετζές türkisch ferace


φέσι

φέσι türkisch fes persisch فينه [1]


φίλντισι

φίλντισι türkisch fildişi fil (ελέφαντας) + diş (δόντι) + -i (κτητική κατάληξη)


φιντάνι

φιντάνι türkisch fidan altgriechisch φυτόν[1] (αντιδάνειο)


φιρμάνι

φιρμάνι türkisch ferman persisch فرمان (farmân, διάταγμα)


φισέκι

φισέκι türkisch fişek [1] persisch فشنگ (fešang) Koine-Griechisch φυσίγγιον [2], υποκοριστικό του φῦσιγξ (αντιδάνειο)


φισεκλίκι

φισεκλίκι türkisch fişeklik, fişek (φισέκι) + -lik φυσίγγη φῦσιγξ


φιστίκι

φιστίκι türkisch fıstık osmanisch türkisch فستق (fıstık) arabisch فستق (fustuq) ή persisch فستق (fostoq, fostaq)


φιτίλι

φιτίλι mittelgriechisch φιτίλιν türkisch fitil arabisch فتيل (fatīl)


φλιτζάνι

φλιτζάνι türkisch filcan (διάλεκτος), fincan (/finˈʤan/) με μετάθεση του [i] και [l] arabisch فنجان (finjān) persisch پنگان (pengān)[1] (συγGenitivς του αρχαιοελληνικού πίναξ).


φουκαράς

φουκαράς türkisch fukara arabisch فقراء (fuḳara), Mehrzahl von فقير (faḳīr: φακίρης, με άλλη έννοια στα ελληνικά)


φούλι

φούλι türkisch fulya arabisch 1. فل (full: αραβικό γιασεμί), 2. فول (fūl, κουκί)


φουντούκι

φουντούκι (αντιδάνειο) türkisch fındık Koine-Griechisch ποντικόν (= το προερχόμενο εκ του πόντου, το θαλασσινό) κάρυον, καρύδι


φουφού

φουφού ίσως από παλιότερη türkisch λέξη fufu ή από παραφθορά του βενετικού fogo


φραντζόλα

φραντζόλα türkisch francala französisch France παλαιά γαλλικά France lateinisch Francia Francus φραγκικά *Franko πρωτογερμανικά *frankô (δόρυ, ακόντιο) indoeuropäisch (Wurzel) *prAng- ‎(στύλος, κοτσάνι)


χαβαλέ

χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)


χαβαλεδιάζω

χαβαλεδιάζω χαβαλές türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)


χαβαλές

χαβαλές χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)


χαβάνι

χαβάνι türkisch havan persisch هاون (hāvan, γουδί)


χαβάς

χαβάς türkisch hava (αέρας, καιρός και μελωδικός σκοπός) arabisch هواء (hawaa)


χαβιάρι

χαβιάρι mittelgriechisch χαβιάρι [1] türkisch havyar osmanisch türkisch خاویار (havyar) persisch خاویار (xâvyâr) خایه‎ (xâye: αβγό) proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (ᾠόν / αβγό)


χαβούζα

χαβούζα türkisch havuz arabisch حوض (hawḍ, δεξαμενή)


χάβρα

χάβρα türkisch havra hebräisch סעודת הבראה (seudat havra'ah)


χαγιάτι

χαγιάτι türkisch hayat (ζωή· πβ. αγγλικά living room) arabisch حياة (ħayāh) ρίζα ح ي و (ḥ-y-w)


χάζι

χάζι türkisch haz (απόλαυση) arabisch حظ (hazz)


χαϊβάνι

χαϊβάνι türkisch hayvan arabisch حيوان (hayawān) ή χαβάνι von οποίο και η λέξη «άβαν» στο βορειοελλαδικό σλαβικό ιδίωμα με αποκοπή του Χι και πτώση της ελληνικής κατάληξης


χαϊμαλί

χαϊμαλί türkisch hamaylı arabisch حمائل (hamail)


χαΐρι

χαΐρι türkisch hayιr + -ι arabisch خَيْر (khayr, αγαθοεργία, καλοσύνη)[1]


χαλάλι

χαλάλι türkisch halal (ιδιωματικό) / helal arabisch حلال (halâl)


χαλβάς

χαλβάς türkisch helva arabisch حلوى (ḥalwā)


χαλές

χαλές albanisch halë türkisch halâ οθωμανικά τουρκικά خلا arabisch خلاء (xalā')


χάλι

χάλι türkisch hâl arabisch حال (hāl)


χαλί

χαλί türkisch halı persisch قالی (qali)


χαλκάς

χαλκάς türkisch halka arabisch حلقة (ḥalqa/ḥalaqa) (μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι).[1]


χαμάλης

χαμάλης türkisch hamal arabisch حمّال (hammāl)


χαμαλίκι

χαμαλίκι türkisch hamallık


χαμάμ

χαμάμ türkisch hamam arabisch حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) ρίζα ح م م ‎(ḥ-m-m: ζεστός)


χαμούρα

χαμούρα χάμου / χαμαί + -ούρα (ή türkisch hamur (ζυμάρι) persisch خمیر (xamir) ή lateinisch camura, Femininum von camur (λυγισμένος, καμπύλος proto-italienisch *kameros proto-indogermanisch *kh₂em-: λυγίζω, κάμπτω)


χαμπάρι

χαμπάρι türkisch haber osmanisch türkisch خبر arabisch خبر (xábar: γνωρίζω καλά, γνώση, είδηση) ρίζα خ ب ر (ḵ-b-r)


χαν

χαν türkisch han persisch خان (khan) mongolisch хаан (παλαιοτουρκικά: , kaγan)


χάνι

χάνι türkisch han persisch خان (xân, πανδοχείο, καραβανσεράι) μέση persisch hʾn' (xān, σπίτι) (σύγχρονο خانه)


χάπι

χάπι türkisch hap + -ι arabisch habb حب


χαράμι

χαράμι türkisch haram + -ι arabisch حرام (Harām: απαγορευμένο, η παράβαση ή το έγκλημα - ιδίως με όρους θρησκευτικούς και ηθικούς)


χαράτσι

χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)


χαρέμι

χαρέμι türkisch harem arabisch حرم (ḥaram)


χαρμάνης

χαρμάνης türkisch harman persisch خرمن (xarman)


χαρμάνι

χαρμάνι türkisch harman persisch خرمن (xarman)


χαρούπι

χαρούπι türkisch harup arabisch خرّوب (χarrūb)


χαρτζιλίκι

χαρτζιλίκι türkisch harçlık arabisch خرج (kharj, δαπάνη)


χασάπης

χασάπης türkisch kasap arabisch قصاب (qaṣṣāb) aramäisch קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)


χασικλής

χασικλής χασί(ς) + κ + -λής κατά το θεριακλ-ής: χασικλ- + -ής[1] türkisch haşiş arabisch حشيش (ḥašīš)


χασίς

χασίς türkisch haşiş arabisch حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)


χατίρι

χατίρι türkisch hatır "χάρη" arabisch خاطر (χātir)


χαφιές

χαφιές türkisch hafiye arabisch خفي (χafīyat)


χότζας

χότζας türkisch hoca persisch خواجه (khâje: διδάσκαλος)


χουβαρντάς

χουβαρντάς türkisch hovarda (σπάταλος) persisch خورده (khwārdā, φαγωμένος)


χουζουρεύω

χουζουρεύω χουζούρ(ι) + -εύω türkisch huzur + -ούρι arabisch حضور (ḥuḍūr)


χουζούρι

χουζούρι türkisch huzur (ξεκούραση) + -ι arabisch حضور (ḥuḍūr)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback