Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



τσιγάρισμα

τσιγάρισμα τσιγαρίζω + -μα mittelgriechisch τσιγαρίζω venezianisch cigar / ιταλικά zigare ηχομιμιτική λέξη


δικηγορία

δικηγορία mittelgriechisch δικηγορία δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


δαμασκηνιά

δαμασκηνιά δαμάσκηνο + -ιά mittelgriechisch δαμάσκηνον Koine-Griechisch δαμασκηνόν, Maskulinum von δαμασκηνός Δαμασκός βορειοδυτική σημιτική דמשק


χαϊδεύω

χαϊδεύω χάιδι ή χάδι mittelgriechisch ηχάδιον με σημασία νανούρισμα, κανάκεμα altgriechisch ήχος


μαντατοφόρος

μαντατοφόρος mittelgriechisch μαντατοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε μαντάτ(ο) + -ο- + -φόρος (φέρω)


λαβωματιά

λαβωματιά mittelgriechisch λαβωματία λάβωμα (Genitiv λαβώματ-ος) + -ία λαβώνω αρχ. ελλ. λωβάομαι λώβη


κουρδίζω

κουρδίζω mittelgriechisch κουρντίζω και κουρδίζω χορδή ή lateinisch corda χορδή


κλήδονας

κλήδονας mittelgriechisch κλήδονας altgriechisch κληδών (=μαντικό σημάδι) + -ας κλέω κλέος proto-griechisch *kléwos proto-indogermanisch *ḱléwos *ḱlew- (ακούω) +‎ *-os


καμφορά

καμφορά mittelgriechisch καφουρά arabisch كافور (kāfūr) persisch كافور (kāfūr)


δαμάλι

δαμάλι mittelgriechisch δαμάλι(ν) Koine-Griechisch δαμάλιον altgriechisch δάμαλις δαμάζω indoeuropäisch (Wurzel) *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


τελώνιο

τελώνιο mittelgriechisch τελώνιο τελώνης altgriechisch τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


οξυδέρκεια

οξυδέρκεια mittelgriechisch οξυδέρκεια altgriechisch ὀξυδερκής ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)


κουνώ

κουνώ mittelgriechisch κουνώ altgriechisch κινέω/ κινῶ


ξέστρωτος

ξέστρωτος mittelgriechisch ξέστρωτος ξεστρώνω + -τος ξε- + στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω / στρώννυμι altgriechisch στόρνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)


κουκουνάρα

κουκουνάρα mittelgriechisch κουκουνάρα κουκουνάριον


ανημπόρια

ανημπόρια ανήμπορος + -ια mittelgriechisch ἀνήμπορος ἀν- + ἠμπορῶ ἐμπορῶ altgriechisch εὐπορῶ


κουνάβι

κουνάβι μετατροπή από [ð] σε [v] του κουνάδι mittelgriechisch κουνάδι slawisch куна (kǔːna) πρωτοslawisch *kuna (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


κερνώ

κερνώ mittelgriechisch κερνώ altgriechisch κεράννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ḱerh₂- *ḱer- (αυξάνω)


αλφάδιασμα

αλφάδιασμα αλφαδιάζω + -μα αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό τού altgriechisch ἄλφα


στρώνω

στρώνω mittelgriechisch στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω altgriechisch στρώννυμι


καριόλα

καριόλα mittelgriechisch καριόλα italienisch carriola, υποκοριστικό του carro lateinisch carrus γαλατικά karros proto-indogermanisch *kr̥s-o- *k̑ers- (“τρέχω”)


βρόχι

βρόχι mittelgriechisch βρόχι(ν) Koine-Griechisch βρόχιον altgriechisch βρόχος


ελκύω

ελκύω mittelgriechisch ελκύω altgriechisch ἕλκω


φράχτης

φράχτης mittelgriechisch φράκτης altgriechisch φράσσω


σουραύλι

σουραύλι mittelgriechisch σουραύλιον altgriechisch σῦριγξ + αὐλός


γρόσι

γρόσι mittelgriechisch γρόσι(ν) venezianisch grosso lateinisch grossus proto-indogermanisch *gʷres-


ξάγρυπνος

ξάγρυπνος (ξε-) ξ- + άγρυπνος, mittelgriechisch ξαγρυπνός


μασώ

μασώ mittelgriechisch μασῶ και μασίζω altgriechisch μασάομαι-μασῶμαι αλλά και μαστάζω


κοσμοκρατορία

κοσμοκρατορία mittelgriechisch κοσμοκρατορία Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


αποθαρρύνω

αποθαρρύνω απο- + θαρρύνω ((Lehnübersetzung) französisch décourager) (πιθανά γύρω στο 1860· χρησιμοποιήθηκε το πρόθημα απο- σαν στερητικό και welches οδήγησε στη διαφοροποίηση της έννοιας της λέξης, και των παραγώγων της, von παλαιότερη λέξη ἀποθαρρύνω (με mittelgriechisch σημασία το αποθρασύνομαι και αρχαία ενθαρρύνω)


φαρί

φαρί mittelgriechisch φαρίν arabisch فرس (faras, άλογο) ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)


πολεμίστρα

πολεμίστρα mittelgriechisch πολεμίστρα πολεμώ + -τρα


νεοφανής

νεοφανής mittelgriechisch νεοφανής altgriechisch νέος + φαίνομαι


θρονί

θρονί mittelgriechisch θρονί(ν) θρονίον Koine-Griechisch θρόνιον altgriechisch θρόνος


διακόνημα

διακόνημα mittelgriechisch διακόνημα (ίδια σημασία) altgriechisch διακόνημα


δάκρυον

δάκρυον mittelgriechisch altgriechisch δάκρυον


απλώνω

απλώνω mittelgriechisch απλώνω altgriechisch ἁπλόω / ἁπλῶ


σκύβω

σκύβω mittelgriechisch σκύβω σκύπτω altgriechisch κύπτω proto-indogermanisch *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)


λέσι

λέσι mittelgriechisch λέσι {{ετυμ|tr|el|leş} (ψοφίμι) + -ι persisch لاش (lāš)


αράζω

αράζω mittelgriechisch ἀράζω altgriechisch ἀράσσω κατά το σχήμα αόριστος: ‑αξα > ενεστώτας: ‑άζω όπως στο αρχαίο ρήμα στάζω - ἔσταξα[1]


φιτίλι

φιτίλι mittelgriechisch φιτίλιν türkisch fitil arabisch فتيل (fatīl)


πετεινάρι

πετεινάρι mittelgriechisch πετεινάριον altgriechisch πετεινός


μαλλιαρός

μαλλιαρός mittelgriechisch


φούχτα

φούχτα mittelgriechisch φοῦχτα / φοῦκτα *φουκτίζω[1] altgriechisch πυκτίζω / πυκτεύω / βοιωτικός τύπος πουκτεύω πύκτης πύξ


λοστός

λοστός mittelgriechisch λοστός altgriechisch λοῖσθος (στη σημασία: 'κοντάρι πλοίου')[1]


διαδίδω

διαδίδω mittelgriechisch διαδίδω altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


απόδειπνο

απόδειπνο mittelgriechisch ἀπόδειπνον Koine-Griechisch ἀπόδειπνος ἀπό + altgriechisch δεῖπνον


αντιστέκομαι

αντιστέκομαι mittelgriechisch, αντί + στέκομαι altgriechisch ἀνθίσταμαι


τρούλος

τρούλος mittelgriechisch τροῦλος/ τροῦλλος lateinisch trulla trua trabs indoeuropäisch (Wurzel) *tr-b


πυροστιά

πυροστιά mittelgriechisch πυροστία πυρεστία altgriechisch πῦρ + ἑστία


μπαγάσας

μπαγάσας mittelgriechisch μπαγάσα (πόρνη) italienisch bagascia (πουτανίτσα)


κάτουρο

κάτουρο mittelgriechisch κάτουρον κατουρώ


κατακρίνω

κατακρίνω mittelgriechisch κατακρίνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω


θανή

θανή mittelgriechisch θανή altgriechisch απαρέμφατο θανεῖν


αποφρακτικός

αποφρακτικός mittelgriechisch ἀποφρακτικός altgriechisch ἀποφράσσω


πρωτονοτάριος

πρωτονοτάριος mittelgriechisch πρωτονοτάριος spätlateinisch protonotarius altgriechisch πρῶτος + lateinisch notarius (γραμματέας)


πετραδάκι

πετραδάκι mittelgriechisch πετραδάκι. Συγχρονικά αναλύεται ως πετράδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


κατσούλι

κατσούλι mittelgriechisch κατσούλι


καταφρόνηση

καταφρόνηση mittelgriechisch καταφρόνηση altgriechisch καταφρόνησις καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν


γυροβολιά

γυροβολιά γυροβολώ + -ιά mittelgriechisch γυροβολῶ. Αναλύεται σε γυρο- + βολ(ώ) + -ιά


γουλί

γουλί mittelgriechisch γουλίν altgriechisch ἀγλίον, υποκοριστικό του ἄγλις (σκελίδα σκόρδου)


ανώι

ανώι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον


πανωφόρι

πανωφόρι mittelgriechisch πανωφόρι altgriechisch ἐπάνω + φέρω


αποκτώ

αποκτώ mittelgriechisch ἀπoκτώ ἀπό (απο-) + κτῶ altgriechisch κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]


καραβοκύρης

καραβοκύρης mittelgriechisch καραβοκύρης καράβι + κύρης[1]


ημπορώ

ημπορώ mittelgriechisch ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


αφοπλισμός

αφοπλισμός mittelgriechisch ἀφοπλισμός Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ἀπό + ὅπλον


αρτοκλασία

αρτοκλασία mittelgriechisch ἀρτοκλασία altgriechisch ἄρτος (ψωμί) + κλάω-κλῶ, (σπάζω, κόβω)


σταμνί

σταμνί mittelgriechisch σταμνίν altgriechisch σταμνίον στάμνος + -ιον


κωλομέρι

κωλομέρι κωλο- + μερί. siehe auch mittelgriechisch κωλόμερο


ζαβός

ζαβός mittelgriechisch ζαβός αβέβαιης ετυμολόγησης entweder/oder von arabisch زَاوِيَة (zāwiya: γωνία) ρίζα ز و ي (z-w-y) entweder/oder von ζαβολιά διαβολιά


ευχέλαιο

ευχέλαιο mittelgriechisch ευχέλαιον


αντρειωμένος

αντρειωμένος mittelgriechisch αντρειωμένος


τσαρλατάνος

τσαρλατάνος mittelgriechisch τσαρλατάνος italienisch ciarlatano / παλαιοϊταλική ciarlatano ciarlatore (φλύαρος) + cerretano ((κυριολεκτικά) κάτοικος του Cerreto, (κατ’ επέκταση) ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης)


λιμάρισμα

λιμάρισμα mittelgriechisch λιμάρισμα λιμάρω + -μα italienisch limare lateinisch limo lima indoeuropäisch (Wurzel) *lei- (λείος)


κατάκριση

κατάκριση mittelgriechisch κατάκρισις (παρόμοια σημασία) Koine-Griechisch κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω


αστεράτος

αστεράτος mittelgriechisch ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος


στιχούργημα

στιχούργημα mittelgriechisch στιχούργημα στιχουργός


ξεφεύγω

ξεφεύγω mittelgriechisch ἐξεφεύγω von αόριστο ἐξέφευγον του αρχαιοελληνικού ρήματος ἐκφεύγω


ίσιος

ίσιος mittelgriechisch λέξη που προήλθε von επίσης μεσαιωνικό ισιάζω αρχ. ελληνικό ρήμα ἰσάζω αρχ. ελληνικό επίθετο ἴσος, αλλά ενώ η ριζική λέξη ἴσος παραμένει στη γλώσσα με την αρχική της έννοια ως ίσος, το παράγωγο ίσιος διαχωρίζεται σημαντικά ως έννοια


ζυμωτής

ζυμωτής mittelgriechisch ζυμωτής ζυμώ(νω) + -τής [1]


κούτσουρο

κούτσουρο mittelgriechisch κούτσουρον κόψουρον κόπτω + ουρά


σπρώχνω

σπρώχνω mittelgriechisch σπρώχνω altgriechisch προωθῶ


πινάκι

πινάκι mittelgriechisch πινάκιν altgriechisch πινάκιον


ξαγρυπνώ

ξαγρυπνώ mittelgriechisch ξαγρυπνῶ ἐξ και altgriechisch ἀγρυπνέω-ἀγρυπνῶ ή αντίστροφα von ξάγρυπνος και "ξαγρυπνός" ξε και ἄγρυπνος


αποχωρισμός

αποχωρισμός mittelgriechisch ἀποχωρισμός αποχωρίζω + -μός


ρόγχος

ρόγχος mittelgriechisch ρόγχος Koine-Griechisch ῥογχός


οδοδείκτης

οδοδείκτης mittelgriechisch οδοδείκτης ὁδός + δείκτης


θολότητα

θολότητα mittelgriechisch θολότης θολός + -ότης


γλυφός

γλυφός mittelgriechisch γλυφός / βλυχός / γλυχός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


σαπίζω

σαπίζω mittelgriechisch σαπίζω altgriechisch σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), Passiv von σήπω


γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


αγκίδα

αγκίδα mittelgriechisch αγκίδα ἀκίς


μπούσουλας

μπούσουλας mittelgriechisch μπούσουλας italienisch bussola spätlateinisch buxida altgriechisch πυξίς (αντιδάνειο)


άπονα

άπονα mittelgriechisch άπονα άπονος + -α


σουσουράδα

σουσουράδα mittelgriechisch σουσουράδα σείω + ουρά


αφεντικός

αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός +‎ *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)


ταΐζω

ταΐζω mittelgriechisch ταγίζω Koine-Griechisch ταγή altgriechisch τάσσω indoeuropäisch (Wurzel) *taǵ-


ζούρα

ζούρα mittelgriechisch ζούρα, σούρα[1] venezianisch / ιταλικά usura lateinisch usura utor proto-italienisch *oitōr proto-indogermanisch *h₃eyt- (φέρνω μαζί)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback