απλώνω Verb  [aplono, aplwnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu απλώνω

απλώνω mittelgriechisch απλώνω altgriechisch ἁπλόω / ἁπλῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu απλώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απλώνωαπλώνουμε, απλώνομεαπλώνομαιαπλωνόμαστε
απλώνειςαπλώνετεαπλώνεσαιαπλώνεστε, απλωνόσαστε
απλώνειαπλώνουν(ε)απλώνεταιαπλώνονται
Imper
fekt
άπλωνααπλώναμεαπλωνόμουν(α)απλωνόμαστε, απλωνόμασταν
άπλωνεςαπλώνατεαπλωνόσουν(α)απλωνόσαστε, απλωνόσασταν
άπλωνεάπλωναν, απλώναν(ε)απλωνόταν(ε)απλώνονταν, απλωνόντανε, απλωνόντουσαν
Aoristάπλωσααπλώσαμεαπλώθηκααπλωθήκαμε
άπλωσεςαπλώσατεαπλώθηκεςαπλωθήκατε
άπλωσεάπλωσαν, απλώσαν(ε)απλώθηκεαπλώθηκαν, απλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απλώσει
έχω απλωμένο
έχουμε απλώσει
έχουμε απλωμένο
έχω απλωθεί
είμαι απλωμένος, -η
έχουμε απλωθεί
είμαστε απλωμένοι, -ες
έχεις απλώσει
έχεις απλωμένο
έχετε απλώσει
έχετε απλωμένο
έχεις απλωθεί
είσαι απλωμένος, -η
έχετε απλωθεί
είστε απλωμένοι, -ες
έχει απλώσει
έχει απλωμένο
έχουν απλώσει
έχουν απλωμένο
έχει απλωθεί
είναι απλωμένος, -η, -ο
έχουν απλωθεί
είναι απλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απλώσει
είχα απλωμένο
είχαμε απλώσει
είχαμε απλωμένο
είχα απλωθεί
ήμουν απλωμένος, -η
είχαμε απλωθεί
ήμαστε απλωμένοι, -ες
είχες απλώσει
είχες απλωμένο
είχατε απλώσει
είχατε απλωμένο
είχες απλωθεί
ήσουν απλωμένος, -η
είχατε απλωθεί
ήσαστε απλωμένοι, -ες
είχε απλώσει
είχε απλωμένο
είχαν απλώσει
είχαν απλωμένο
είχε απλωθεί
ήταν απλωμένος, -η, -ο
είχαν απλωθεί
ήταν απλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απλώνωθα απλώνουμε, θα απλώνομεθα απλώνομαιθα απλωνόμαστε
θα απλώνειςθα απλώνετεθα απλώνεσαιθα απλώνεστε, θα απλωνόσαστε
θα απλώνειθα απλώνουν(ε)θα απλώνεταιθα απλώνονται
Fut
ur
θα απλώσωθα απλώσουμε, θα απλώσομεθα απλωθώθα απλωθούμε
θα απλώσειςθα απλώσετεθα απλωθείςθα απλωθείτε
θα απλώσειθα απλώσουνθα απλωθείθα απλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απλώσει
θα έχω απλωμένο
θα έχουμε απλώσει
θα έχουμε απλωμένο
θα έχω απλωθεί
θα είμαι απλωμένος, -η
θα έχουμε απλωθεί
θα είμαστε απλωμένοι, -ες
θα έχεις απλώσει
θα έχεις απλωμένο
θα έχετε απλώσει
θα έχετε απλωμένο
θα έχεις απλωθεί
θα είσαι απλωμένος, -η
θα έχετε απλωθεί
θα είστε απλωμένοι, -ες
θα έχει απλώσει
θα έχει απλωμένο
θα έχουν απλώσει
θα έχουν απλωμένο
θα έχει απλωθεί
θα είναι απλωμένος, -η, -ο
θα έχουν απλωθεί
θα είναι απλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απλώνωνα απλώνουμε, να απλώνομενα απλώνομαινα απλωνόμαστε
να απλώνειςνα απλώνετενα απλώνεσαινα απλώνεστε, να απλωνόσαστε
να απλώνεινα απλώνουν(ε)να απλώνεταινα απλώνονται
Aoristνα απλώσωνα απλώσουμε, να απλώσομενα απλωθώνα απλωθούμε
να απλώσειςνα απλώσετενα απλωθείςνα απλωθείτε
να απλώσεινα απλώσουν(ε)να απλωθείνα απλωθούν(ε)
Perfνα έχω απλώσει
να έχω απλωμένο
να έχουμε απλώσει
να έχουμε απλωμένο
να έχω απλωθεί
να είμαι απλωμένος, -η
να έχουμε απλωθεί
να είμαστε απλωμένοι, -ες
να έχεις απλώσει
να έχεις απλωμένο
να έχετε απλώσει
να έχετε απλωμένο
να έχεις απλωθεί
να είσαι απλωμένος, -η
να έχετε απλωθεί
να είστε απλωμένοι, -ες
να έχει απλώσει
να έχει απλωμένο
να έχουν απλώσει
να έχουν απλωμένο
να έχει απλωθεί
να είναι απλωμένος, -η, -ο
να έχουν απλωθεί
να είναι απλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάπλωνεαπλώνετεαπλώνεστε
Aoristάπλωσεαπλώστε, απλώσετεαπλώσουαπλωθείτε
Part
izip
Presαπλώνοντας
Perfέχοντας απλώσει, έχοντας απλωμένοαπλωμένος, -η, -οαπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπλώσειαπλωθεί











Griechische Definition zu απλώνω

απλώνω [aplóno] -ομαι : 1.αναπτύσσω κτ. πάνω σε μια επιφάνεια σε όλο του το μήκος ή το πλάτος. α. (συνήθ. για ρούχα, υφάσματα κτλ.) ανοίγω, ξεδιπλώνω: Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε. Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του. Tο πλοίο άπλωσε πανιά, σάλπαρε. Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει. ΦΡ απλώνω το ζωνάρι* μου (για καβγά). || για κτ. συνήθ. υγρό ή νωπό, το αφήνω στον ήλιο ή στον αέρα για να στεγνώσει: απλώνω τα σεντόνια. Έχω απλωμένα ρούχα. απλώνω τα σύκα / τη σταφίδα. απλώνω τον τραχανά για να στεγνώσει. ΦΡ έχω τραχανά* απλωμένο. β. Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο. || απλώνω βούτυρο στο ψωμί, το αλείφω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback