vorstrecken
 Verb

τεντώνω Verb
(0)
απλώνω Verb
(0)
προκαταβάλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Notar Julien würde Ihnen Geld für erste Auslagen vorstrecken."Ο κ. Ζουλιέν, ο συμβολαιογράφος... θα σας δώσει τα χρήματα για τα πρώτα έξοδα.

Übersetzung nicht bestätigt

Können Sie mir was vorstrecken?Είμαι ρέστος. Μπορείς να το χειριστής;

Übersetzung nicht bestätigt

Würde die Dame dem Herrn das Geld vorstrecken?Θα ήθελε η κυρία να προκαταβάλλει στον κύριο το κόστος ενός τριαντάφυλλου;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich musste alles vorstrecken, damit meine Leute die Sache machten, und deshalb hab ich nichts mehr.Έπρεπε να τα δώσω μπροστά όλα, στους δικούς μου να το κάνουν, έτσι δεν έχω άλλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Miss? Würden Sie den Herrn fragen, ob er hierfür etwas vorstrecken könnte?Δεσποινίς, τον ρωτάτε αν μπορεί να μου δώσει μερικά δολάρια γι' αυτό;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τεντώνωτεντώνουμε, τεντώνομετεντώνομαιτεντωνόμαστε
τεντώνειςτεντώνετετεντώνεσαιτεντώνεστε, τεντωνόσαστε
τεντώνειτεντώνουν(ε)τεντώνεταιτεντώνονται
Imper
fekt
τέντωνατεντώναμετεντωνόμουν(α)τεντωνόμαστε, τεντωνόμασταν
τέντωνεςτεντώνατετεντωνόσουν(α)τεντωνόσαστε, τεντωνόσασταν
τέντωνετέντωναν, τεντώναν(ε)τεντωνόταν(ε)τεντώνονταν, τεντωνόντανε, τεντωνόντουσαν
Aoristτέντωσατεντώσαμετεντώθηκατεντωθήκαμε
τέντωσεςτεντώσατετεντώθηκεςτεντωθήκατε
τέντωσετέντωσαν, τεντώσαν(ε)τεντώθηκετεντώθηκαν, τεντωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τεντώσει
έχω τεντωμένο
έχουμε τεντώσει
έχουμε τεντωμένο
έχω τεντωθεί
είμαι τεντωμένος, -η
έχουμε τεντωθεί
είμαστε τεντωμένοι, -ες
έχεις τεντώσει
έχεις τεντωμένο
έχετε τεντώσει
έχετε τεντωμένο
έχεις τεντωθεί
είσαι τεντωμένος, -η
έχετε τεντωθεί
είστε τεντωμένοι, -ες
έχει τεντώσει
έχει τεντωμένο
έχουν τεντώσει
έχουν τεντωμένο
έχει τεντωθεί
είναι τεντωμένος, -η, -ο
έχουν τεντωθεί
είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τεντώσει
είχα τεντωμένο
είχαμε τεντώσει
είχαμε τεντωμένο
είχα τεντωθεί
ήμουν τεντωμένος, -η
είχαμε τεντωθεί
ήμαστε τεντωμένοι, -ες
είχες τεντώσει
είχες τεντωμένο
είχατε τεντώσει
είχατε τεντωμένο
είχες τεντωθεί
ήσουν τεντωμένος, -η
είχατε τεντωθεί
ήσαστε τεντωμένοι, -ες
είχε τεντώσει
είχε τεντωμένο
είχαν τεντώσει
είχαν τεντωμένο
είχε τεντωθεί
ήταν τεντωμένος, -η, -ο
είχαν τεντωθεί
ήταν τεντωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τεντώνωθα τεντώνουμε, θα τεντώνομεθα τεντώνομαιθα τεντωνόμαστε
θα τεντώνειςθα τεντώνετεθα τεντώνεσαιθα τεντώνεστε, θα τεντωνόσαστε
θα τεντώνειθα τεντώνουν(ε)θα τεντώνεταιθα τεντώνονται
Fut
ur
θα τεντώσωθα τεντώσουμε, θα τεντώσομεθα τεντωθώθα τεντωθούμε
θα τεντώσειςθα τεντώσετεθα τεντωθείςθα τεντωθείτε
θα τεντώσειθα τεντώσουνθα τεντωθείθα τεντωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τεντώσει
θα έχω τεντωμένο
θα έχουμε τεντώσει
θα έχουμε τεντωμένο
θα έχω τεντωθεί
θα είμαι τεντωμένος, -η
θα έχουμε τεντωθεί
θα είμαστε τεντωμένοι, -ες
θα έχεις τεντώσει
θα έχεις τεντωμένο
θα έχετε τεντώσει
θα έχετε τεντωμένο
θα έχεις τεντωθεί
θα είσαι τεντωμένος, -η
θα έχετε τεντωθεί
θα είστε τεντωμένοι, -ες
θα έχει τεντώσει
θα έχει τεντωμένο
θα έχουν τεντώσει
θα έχουν τεντωμένο
θα έχει τεντωθεί
θα είναι τεντωμένος, -η, -ο
θα έχουν τεντωθεί
θα είναι τεντωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τεντώνωνα τεντώνουμε, να τεντώνομενα τεντώνομαινα τεντωνόμαστε
να τεντώνειςνα τεντώνετενα τεντώνεσαινα τεντώνεστε, να τεντωνόσαστε
να τεντώνεινα τεντώνουν(ε)να τεντώνεταινα τεντώνονται
Aoristνα τεντώσωνα τεντώσουμε, να τεντώσομενα τεντωθώνα τεντωθούμε
να τεντώσειςνα τεντώσετενα τεντωθείςνα τεντωθείτε
να τεντώσεινα τεντώσουν(ε)να τεντωθείνα τεντωθούν(ε)
Perfνα έχω τεντώσει
να έχω τεντωμένο
να έχουμε τεντώσει
να έχουμε τεντωμένο
να έχω τεντωθεί
να είμαι τεντωμένος, -η
να έχουμε τεντωθεί
να είμαστε τεντωμένοι, -ες
να έχεις τεντώσει
να έχεις τεντωμένο
να έχετε τεντώσει
να έχετε τεντωμένο
να έχεις τεντωθεί
να είσαι τεντωμένος, -η
να έχετε τεντωθεί
να είστε τεντωμένοι, -ες
να έχει τεντώσει
να έχει τεντωμένο
να έχουν τεντώσει
να έχουν τεντωμένο
να έχει τεντωθεί
να είναι τεντωμένος, -η, -ο
να έχουν τεντωθεί
να είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτέντωνετεντώνετετεντώνεστε
Aoristτέντωσετεντώστε, τεντώσετετεντώσουτεντωθείτε
Part
izip
Presτεντώνοντας
Perfέχοντας τεντώσει, έχοντας τεντωμένοτεντωμένος, -η, -οτεντωμένοι, -ες, -α
InfinAoristτεντώσειτεντωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απλώνωαπλώνουμε, απλώνομεαπλώνομαιαπλωνόμαστε
απλώνειςαπλώνετεαπλώνεσαιαπλώνεστε, απλωνόσαστε
απλώνειαπλώνουν(ε)απλώνεταιαπλώνονται
Imper
fekt
άπλωνααπλώναμεαπλωνόμουν(α)απλωνόμαστε, απλωνόμασταν
άπλωνεςαπλώνατεαπλωνόσουν(α)απλωνόσαστε, απλωνόσασταν
άπλωνεάπλωναν, απλώναν(ε)απλωνόταν(ε)απλώνονταν, απλωνόντανε, απλωνόντουσαν
Aoristάπλωσααπλώσαμεαπλώθηκααπλωθήκαμε
άπλωσεςαπλώσατεαπλώθηκεςαπλωθήκατε
άπλωσεάπλωσαν, απλώσαν(ε)απλώθηκεαπλώθηκαν, απλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απλώσει
έχω απλωμένο
έχουμε απλώσει
έχουμε απλωμένο
έχω απλωθεί
είμαι απλωμένος, -η
έχουμε απλωθεί
είμαστε απλωμένοι, -ες
έχεις απλώσει
έχεις απλωμένο
έχετε απλώσει
έχετε απλωμένο
έχεις απλωθεί
είσαι απλωμένος, -η
έχετε απλωθεί
είστε απλωμένοι, -ες
έχει απλώσει
έχει απλωμένο
έχουν απλώσει
έχουν απλωμένο
έχει απλωθεί
είναι απλωμένος, -η, -ο
έχουν απλωθεί
είναι απλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απλώσει
είχα απλωμένο
είχαμε απλώσει
είχαμε απλωμένο
είχα απλωθεί
ήμουν απλωμένος, -η
είχαμε απλωθεί
ήμαστε απλωμένοι, -ες
είχες απλώσει
είχες απλωμένο
είχατε απλώσει
είχατε απλωμένο
είχες απλωθεί
ήσουν απλωμένος, -η
είχατε απλωθεί
ήσαστε απλωμένοι, -ες
είχε απλώσει
είχε απλωμένο
είχαν απλώσει
είχαν απλωμένο
είχε απλωθεί
ήταν απλωμένος, -η, -ο
είχαν απλωθεί
ήταν απλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απλώνωθα απλώνουμε, θα απλώνομεθα απλώνομαιθα απλωνόμαστε
θα απλώνειςθα απλώνετεθα απλώνεσαιθα απλώνεστε, θα απλωνόσαστε
θα απλώνειθα απλώνουν(ε)θα απλώνεταιθα απλώνονται
Fut
ur
θα απλώσωθα απλώσουμε, θα απλώσομεθα απλωθώθα απλωθούμε
θα απλώσειςθα απλώσετεθα απλωθείςθα απλωθείτε
θα απλώσειθα απλώσουνθα απλωθείθα απλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απλώσει
θα έχω απλωμένο
θα έχουμε απλώσει
θα έχουμε απλωμένο
θα έχω απλωθεί
θα είμαι απλωμένος, -η
θα έχουμε απλωθεί
θα είμαστε απλωμένοι, -ες
θα έχεις απλώσει
θα έχεις απλωμένο
θα έχετε απλώσει
θα έχετε απλωμένο
θα έχεις απλωθεί
θα είσαι απλωμένος, -η
θα έχετε απλωθεί
θα είστε απλωμένοι, -ες
θα έχει απλώσει
θα έχει απλωμένο
θα έχουν απλώσει
θα έχουν απλωμένο
θα έχει απλωθεί
θα είναι απλωμένος, -η, -ο
θα έχουν απλωθεί
θα είναι απλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απλώνωνα απλώνουμε, να απλώνομενα απλώνομαινα απλωνόμαστε
να απλώνειςνα απλώνετενα απλώνεσαινα απλώνεστε, να απλωνόσαστε
να απλώνεινα απλώνουν(ε)να απλώνεταινα απλώνονται
Aoristνα απλώσωνα απλώσουμε, να απλώσομενα απλωθώνα απλωθούμε
να απλώσειςνα απλώσετενα απλωθείςνα απλωθείτε
να απλώσεινα απλώσουν(ε)να απλωθείνα απλωθούν(ε)
Perfνα έχω απλώσει
να έχω απλωμένο
να έχουμε απλώσει
να έχουμε απλωμένο
να έχω απλωθεί
να είμαι απλωμένος, -η
να έχουμε απλωθεί
να είμαστε απλωμένοι, -ες
να έχεις απλώσει
να έχεις απλωμένο
να έχετε απλώσει
να έχετε απλωμένο
να έχεις απλωθεί
να είσαι απλωμένος, -η
να έχετε απλωθεί
να είστε απλωμένοι, -ες
να έχει απλώσει
να έχει απλωμένο
να έχουν απλώσει
να έχουν απλωμένο
να έχει απλωθεί
να είναι απλωμένος, -η, -ο
να έχουν απλωθεί
να είναι απλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάπλωνεαπλώνετεαπλώνεστε
Aoristάπλωσεαπλώστε, απλώσετεαπλώσουαπλωθείτε
Part
izip
Presαπλώνοντας
Perfέχοντας απλώσει, έχοντας απλωμένοαπλωμένος, -η, -οαπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπλώσειαπλωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback