deuteln
 Verb

σχολιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Daran gibt es nicht mehr zu deuteln.Μη σπάτε το κεφάλι σας γι'αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Daran ist nichts zu deuteln!Αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί

Übersetzung bestätigt

Daran gibt es nichts zu deuteln.Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει.

Übersetzung bestätigt

Ungeachtet dessen, ob man einen positiven, halbherzigen oder sogar ablehnenden Standpunkt zum Beitritt der Türkei zur Europäischen Union einnimmt, gibt es nichts daran zu deuteln, dass die Türkei in puncto Modernisierung und Durchsetzung der Menschenrechte arg im Rückstand ist.Ανεξάρτητα από το αν η άποψη του καθενός όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θετική, αδιάφορη ή κατηγορηματικά αρνητική, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η Τουρκία υστερεί ως προς τον εκσυγχρονισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Übersetzung bestätigt

Deshalb sollte man daran nicht deuteln.Γι' αυτόν τον λόγο, δεν πρέπει να διαφωνούμε επί αυτού του θέματος.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχολιάζωσχολιάζουμε, σχολιάζομεσχολιάζομαισχολιαζόμαστε
σχολιάζειςσχολιάζετεσχολιάζεσαισχολιάζεστε, σχολιαζόσαστε
σχολιάζεισχολιάζουν(ε)σχολιάζεταισχολιάζονται
Imper
fekt
σχολίαζασχολιάζαμεσχολιαζόμουν(α)σχολιαζόμαστε, σχολιαζόμασταν
σχολίαζεςσχολιάζατεσχολιαζόσουν(α)σχολιαζόσαστε, σχολιαζόσασταν
σχολίαζεσχολίαζαν, σχολιάζαν(ε)σχολιαζόταν(ε)σχολιάζονταν, σχολιαζόντανε, σχολιαζόντουσαν
Aoristσχολίασασχολιάσαμεσχολιάστηκασχολιαστήκαμε
σχολίασεςσχολιάσατεσχολιάστηκεςσχολιαστήκατε
σχολίασεσχολίασαν, σχολιάσαν(ε)σχολιάστηκεσχολιάστηκαν, σχολιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχολιάσει
έχω σχολιασμένο
έχουμε σχολιάσει
έχουμε σχολιασμένο
έχω σχολιαστεί
είμαι σχολιασμένος, -η
έχουμε σχολιαστεί
είμαστε σχολιασμένοι, -ες
έχεις σχολιάσει
έχεις σχολιασμένο
έχετε σχολιάσει
έχετε σχολιασμένο
έχεις σχολιαστεί
είσαι σχολιασμένος, -η
έχετε σχολιαστεί
είστε σχολιασμένοι, -ες
έχει σχολιάσει
έχει σχολιασμένο
έχουν σχολιάσει
έχουν σχολιασμένο
έχει σχολιαστεί
είναι σχολιασμένος, -η, -ο
έχουν σχολιαστεί
είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχολιάσει
είχα σχολιασμένο
είχαμε σχολιάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σχολιαστεί
ήμουν σχολιασμένος, -η
είχαμε σχολιαστεί
ήμαστε σχολιασμένοι, -ες
είχες σχολιάσει
είχες σχολιασμένο
είχατε σχολιάσει
είχατε σχολιασμένο
είχες σχολιαστεί
ήσουν σχολιασμένος, -η
είχατε σχολιαστεί
ήσαστε σχολιασμένοι, -ες
είχε σχολιάσει
είχε σχολιασμένο
είχαν σχολιάσει
είχαν σχολιασμένο
είχε σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένος, -η, -ο
είχαν σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχολιάζωθα σχολιάζουμε, θα σχολιάζομεθα σχολιάζομαιθα σχολιαζόμαστε
θα σχολιάζειςθα σχολιάζετεθα σχολιάζεσαιθα σχολιάζεστε, θα σχολιαζόσαστε
θα σχολιάζειθα σχολιάζουν(ε)θα σχολιάζεταιθα σχολιάζονται
Fut
ur
θα σχολιάσωθα σχολιάσουμε, θα σχολιάζομεθα σχολιαστώθα σχολιαστούμε
θα σχολιάσειςθα σχολιάσετεθα σχολιαστείςθα σχολιαστείτε
θα σχολιάσειθα σχολιάσουν(ε)θα σχολιαστείθα σχολιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχολιάσει
θα έχω σχολιασμένο
θα έχουμε σχολιάσει
θα έχουμε σχολιασμένο
θα έχω σχολιαστεί
θα είμαι σχολιασμένος, -η
θα έχουμε σχολιαστεί
θα είμαστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχεις σχολιάσει
θα έχεις σχολιασμένο
θα έχετε σχολιάσει
θα έχετε σχολιασμένο
θα έχεις σχολιαστεί
θα είσαι σχολιασμένος, -η
θα έχετε σχολιαστεί
θα είστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχει σχολιάσει
θα έχει σχολιασμένο
θα έχουν σχολιάσει
θα έχουν σχολιασμένο
θα έχει σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένος, -η, -ο
θα έχουν σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχολιάζωνα σχολιάζουμε, να σχολιάζομενα σχολιάζομαινα σχολιαζόμαστε
να σχολιάζειςνα σχολιάζετενα σχολιάζεσαινα σχολιάζεστε, να σχολιαζόσαστε
να σχολιάζεινα σχολιάζουν(ε)να σχολιάζεταινα σχολιάζονται
Aoristνα σχολιάσωνα σχολιάσουμε, να σχολιάσομενα σχολιαστώνα σχολιαστούμε
να σχολιάσειςνα σχολιάσετενα σχολιαστείςνα σχολιαστείτε
να σχολιάσεινα σχολιάσουν(ε)να σχολιαστείνα σχολιαστούν(ε)
Perfνα έχω σχολιάσει
να έχω σχολιασμένο
να έχουμε σχολιάσει
να έχουμε σχολιασμένο
να έχω σχολιαστεί
να είμαι σχολιασμένος, -η
να έχουμε σχολιαστεί
να είμαστε σχολιασμένοι, -ες
να έχεις σχολιάσει
να έχεις σχολιασμένο
να έχετε σχολιάσει
να έχετε σχολιασμένο
να έχεις σχολιαστεί
να είσαι σχολιασμένος, -η
να έχετε σχολιαστεί
να είστε σχολιασμένοι, -ες
να έχει σχολιάσει
να έχει σχολιασμένο
να έχουν σχολιάσει
να έχουν σχολιασμένο
να έχει σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένος, -η, -ο
να έχουν σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχολίαζεσχολιάζετεσχολιάζεστε
Aoristσχολίασεσχολιάστεσχολιάσουσχολιαστείτε
Part
izip
Presσχολιάζονταςσχολιαζόμενος
Perfέχοντας σχολιάσει, έχοντας σχολιασμένοσχολιασμένος, -η, -οσχολιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχολιάσεισχολιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback