auslegen
 Verb

απλώνω Verb
(0)
ερμηνεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sag Vince, er soll es auslegen.Μου είπε ότι έχει σκάσει ήδη 30.000.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe etwas gegen Leute, die das Gesetz in die eigene Hand nehmen, und es für sich selbst auslegen.Αγανακτώ... με κάθε πολίτη... που παίρνει το νόμο στα χέρια της... και τον ερμηνεύει κάθε φορά όπως την βολεύει.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sagt, dass ihr langweilig ist und sie das Bad mit Teppich auslegen wird.Ανησυχεί και βαριέται και θα βάλει μοκέτα στο μπάνιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Es war dumm von mir, etwas zu sagen, das Sie so leicht falsch auslegen konnten.Βλακεία μου να κάνω μια δήλωση που θα μπορούσε τόσο εύκολα να παρερμηνευτεί. Αυτό είναι όλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst nur Lord X wieder 500 auslegen, wenn er Donnerstag kommt.Θα δώσεις στον Λόρδο Χ, άλλα 500, την Πέμπτη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απλώνωαπλώνουμε, απλώνομεαπλώνομαιαπλωνόμαστε
απλώνειςαπλώνετεαπλώνεσαιαπλώνεστε, απλωνόσαστε
απλώνειαπλώνουν(ε)απλώνεταιαπλώνονται
Imper
fekt
άπλωνααπλώναμεαπλωνόμουν(α)απλωνόμαστε, απλωνόμασταν
άπλωνεςαπλώνατεαπλωνόσουν(α)απλωνόσαστε, απλωνόσασταν
άπλωνεάπλωναν, απλώναν(ε)απλωνόταν(ε)απλώνονταν, απλωνόντανε, απλωνόντουσαν
Aoristάπλωσααπλώσαμεαπλώθηκααπλωθήκαμε
άπλωσεςαπλώσατεαπλώθηκεςαπλωθήκατε
άπλωσεάπλωσαν, απλώσαν(ε)απλώθηκεαπλώθηκαν, απλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απλώσει
έχω απλωμένο
έχουμε απλώσει
έχουμε απλωμένο
έχω απλωθεί
είμαι απλωμένος, -η
έχουμε απλωθεί
είμαστε απλωμένοι, -ες
έχεις απλώσει
έχεις απλωμένο
έχετε απλώσει
έχετε απλωμένο
έχεις απλωθεί
είσαι απλωμένος, -η
έχετε απλωθεί
είστε απλωμένοι, -ες
έχει απλώσει
έχει απλωμένο
έχουν απλώσει
έχουν απλωμένο
έχει απλωθεί
είναι απλωμένος, -η, -ο
έχουν απλωθεί
είναι απλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απλώσει
είχα απλωμένο
είχαμε απλώσει
είχαμε απλωμένο
είχα απλωθεί
ήμουν απλωμένος, -η
είχαμε απλωθεί
ήμαστε απλωμένοι, -ες
είχες απλώσει
είχες απλωμένο
είχατε απλώσει
είχατε απλωμένο
είχες απλωθεί
ήσουν απλωμένος, -η
είχατε απλωθεί
ήσαστε απλωμένοι, -ες
είχε απλώσει
είχε απλωμένο
είχαν απλώσει
είχαν απλωμένο
είχε απλωθεί
ήταν απλωμένος, -η, -ο
είχαν απλωθεί
ήταν απλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απλώνωθα απλώνουμε, θα απλώνομεθα απλώνομαιθα απλωνόμαστε
θα απλώνειςθα απλώνετεθα απλώνεσαιθα απλώνεστε, θα απλωνόσαστε
θα απλώνειθα απλώνουν(ε)θα απλώνεταιθα απλώνονται
Fut
ur
θα απλώσωθα απλώσουμε, θα απλώσομεθα απλωθώθα απλωθούμε
θα απλώσειςθα απλώσετεθα απλωθείςθα απλωθείτε
θα απλώσειθα απλώσουνθα απλωθείθα απλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απλώσει
θα έχω απλωμένο
θα έχουμε απλώσει
θα έχουμε απλωμένο
θα έχω απλωθεί
θα είμαι απλωμένος, -η
θα έχουμε απλωθεί
θα είμαστε απλωμένοι, -ες
θα έχεις απλώσει
θα έχεις απλωμένο
θα έχετε απλώσει
θα έχετε απλωμένο
θα έχεις απλωθεί
θα είσαι απλωμένος, -η
θα έχετε απλωθεί
θα είστε απλωμένοι, -ες
θα έχει απλώσει
θα έχει απλωμένο
θα έχουν απλώσει
θα έχουν απλωμένο
θα έχει απλωθεί
θα είναι απλωμένος, -η, -ο
θα έχουν απλωθεί
θα είναι απλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απλώνωνα απλώνουμε, να απλώνομενα απλώνομαινα απλωνόμαστε
να απλώνειςνα απλώνετενα απλώνεσαινα απλώνεστε, να απλωνόσαστε
να απλώνεινα απλώνουν(ε)να απλώνεταινα απλώνονται
Aoristνα απλώσωνα απλώσουμε, να απλώσομενα απλωθώνα απλωθούμε
να απλώσειςνα απλώσετενα απλωθείςνα απλωθείτε
να απλώσεινα απλώσουν(ε)να απλωθείνα απλωθούν(ε)
Perfνα έχω απλώσει
να έχω απλωμένο
να έχουμε απλώσει
να έχουμε απλωμένο
να έχω απλωθεί
να είμαι απλωμένος, -η
να έχουμε απλωθεί
να είμαστε απλωμένοι, -ες
να έχεις απλώσει
να έχεις απλωμένο
να έχετε απλώσει
να έχετε απλωμένο
να έχεις απλωθεί
να είσαι απλωμένος, -η
να έχετε απλωθεί
να είστε απλωμένοι, -ες
να έχει απλώσει
να έχει απλωμένο
να έχουν απλώσει
να έχουν απλωμένο
να έχει απλωθεί
να είναι απλωμένος, -η, -ο
να έχουν απλωθεί
να είναι απλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάπλωνεαπλώνετεαπλώνεστε
Aoristάπλωσεαπλώστε, απλώσετεαπλώσουαπλωθείτε
Part
izip
Presαπλώνοντας
Perfέχοντας απλώσει, έχοντας απλωμένοαπλωμένος, -η, -οαπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπλώσειαπλωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερμηνεύωερμηνεύουμε, ερμηνεύομεερμηνεύομαιερμηνευόμαστε
ερμηνεύειςερμηνεύετεερμηνεύεσαιερμηνεύεστε, ερμηνευόσαστε
ερμηνεύειερμηνεύουν(ε)ερμηνεύεταιερμηνεύονται
Imper
fekt
ερμήνευαερμηνεύαμεερμηνευόμουν(α)ερμηνευόμαστε
ερμήνευεςερμηνεύατεερμηνευόσουν(α)ερμηνευόσαστε
ερμήνευεερμήνευαν, ερμηνεύαν(ε)ερμηνευόταν(ε)ερμηνεύονταν
Aoristερμήνευσαερμηνεύσαμεερμηνεύτηκα, ερμηνεύθηκαερμηνευτήκαμε, ερμηνευθήκαμε
ερμήνευσεςερμηνεύσατεερμηνεύτηκες, ερμηνεύθηκεςερμηνευτήκατε, ερμηνευθήκατε
ερμήνευσεερμήνευσαν, ερμηνεύσαν(ε)ερμηνεύτηκε, ερμηνεύθηκεερμηνεύτηκαν, ερμηνευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερμηνεύσει
έχω ερμηνευμένο
έχουμε ερμηνεύσει
έχουμε ερμηνευμένο
έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαι ερμηνευμένος, -η
έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
έχεις ερμηνεύσει
έχεις ερμηνευμένο
έχετε ερμηνεύσει
έχετε ερμηνευμένο
έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είσαι ερμηνευμένος, -η
έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είστε ερμηνευμένοι, -ες
έχει ερμηνεύσει
έχει ερμηνευμένο
έχουν ερμηνεύσει
έχουν ερμηνευμένο
έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερμηνεύσει
είχα ερμηνευμένο
είχαμε ερμηνεύσει
είχαμε ερμηνευμένο
είχα ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμουν ερμηνευμένος, -η
είχαμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχες ερμηνεύσει
είχες ερμηνευμένο
είχατε ερμηνεύσει
είχατε ερμηνευμένο
είχες ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσουν ερμηνευμένος, -η
είχατε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχε ερμηνεύσει
είχε ερμηνευμένο
είχαν ερμηνεύσει
είχαν ερμηνευμένο
είχε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένος, -η, -ο
είχαν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερμηνεύωθα ερμηνεύουμε, θα ερμηνεύομεθα ερμηνεύομαιθα ερμηνευόμαστε
θα ερμηνεύειςθα ερμηνεύετεθα ερμηνεύεσαιθα ερμηνεύεστε, θα ερμηνευόσαστε
θα ερμηνεύειθα ερμηνεύουν(ε)θα ερμηνεύεταιθα ερμηνεύονται
Fut
ur
θα ερμηνεύσωθα ερμηνεύσουμε, θα ερμηνεύσομεθα ερμηνευτώ, θα ερμηνευθώθα ερμηνευτούμε, θα ερμηνευθούμε
θα ερμηνεύσειςθα ερμηνεύσετεθα ερμηνευτείς, θα ερμηνευθείςθα ερμηνευτείτε, θα ερμηνευθείτε
θα ερμηνεύσειθα ερμηνεύσουν(ε)θα ερμηνευτεί, θα ερμηνευθείθα ερμηνευτούν(ε), θα ερμηνευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερμηνεύσει
θα έχω ερμηνευμένο
θα έχουμε ερμηνεύσει
θα έχουμε ερμηνευμένο
θα έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαι ερμηνευμένος, -η
θα έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχεις ερμηνεύσει
θα έχεις ερμηνευμένο
θα έχετε ερμηνεύσει
θα έχετε ερμηνευμένο
θα έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είσαι ερμηνευμένος, -η
θα έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχει ερμηνεύσει
θα έχει ερμηνευμένο
θα έχουν ερμηνεύσει
θα έχουν ερμηνευμένο
θα έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
θα έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερμηνεύωνα ερμηνεύουμε, να ερμηνεύομενα ερμηνεύομαινα ερμηνευόμαστε
να ερμηνεύειςνα ερμηνεύετενα ερμηνεύεσαινα ερμηνεύεστε, να ερμηνευόσαστε
να ερμηνεύεινα ερμηνεύουν(ε)να ερμηνεύεταινα ερμηνεύονται
Aoristνα ερμηνεύσωνα ερμηνεύσουμε, να ερμηνεύσομενα ερμηνευτώ, να ερμηνευθώνα ερμηνευτούμε, να ερμηνευθούμε
να ερμηνεύσειςνα ερμηνεύσετενα ερμηνευτείς, να ερμηνευθείςνα ερμηνευτείτε, να ερμηνευθείτε
να ερμηνεύσεινα ερμηνεύσουν(ε)να ερμηνευτεί, να ερμηνευθείνα ερμηνευτούν(ε), να ερμηνευθούν(ε)
Perfνα έχω ερμηνεύσει
να έχω ερμηνευμένο
να έχουμε ερμηνεύσει
να έχουμε ερμηνευμένο
να έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαι ερμηνευμένος, -η
να έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχεις ερμηνεύσει
να έχεις ερμηνευμένο
να έχετε ερμηνεύσει
να έχετε ερμηνευμένο
να έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είσαι ερμηνευμένος, -η
να έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχει ερμηνεύσει
να έχει ερμηνευμένο
να έχουν ερμηνεύσει
να έχουν ερμηνευμένο
να έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
να έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερμήνευεερμηνεύετεερμηνεύεστε
Aoristερμήνευσεερμηνεύστε, ερμηνεύσετεερμηνεύσουερμηνευτείτε, ερμηνευθείτε
Part
izip
Presερμηνεύονταςερμηνευόμενος
Perfέχοντας ερμηνεύσει, έχοντας ερμηνευμένοερμηνευμένος, -η, -οερμηνευμένοι, -ες, -α
InfinAoristερμηνεύσειερμηνευτεί, ερμηνευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback