σχολιάζω Verb  [scholiazo, sxoliazw]

  Verb
(4)
  Verb
(0)

Etymologie zu σχολιάζω

σχολιάζω Koine-Griechisch σχολιάζω σχόλιον altgriechisch σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)


GriechischDeutsch
Δεν σχολιάζω την κυβερνητική πολιτική.Ich darf die Regierungspolitik nicht kommentieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρεις, έτσι όπως κάθομαι εδώ Δεν μπορώ παρά να σχολιάζω.Wisst ihr, wie ich hier liege, kann ich nur kommentieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν το σχολιάζω.Das sollte ich nicht kommentieren, Sir.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεv είvαι η ζωή σου που σχολιάζω. Είvαι ο τρόπος που τη ζεις.Ich wollte nicht dein Leben kommentieren wohl aber die Art und Weise, wie du es lebst.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σχολιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχολιάζωσχολιάζουμε, σχολιάζομεσχολιάζομαισχολιαζόμαστε
σχολιάζειςσχολιάζετεσχολιάζεσαισχολιάζεστε, σχολιαζόσαστε
σχολιάζεισχολιάζουν(ε)σχολιάζεταισχολιάζονται
Imper
fekt
σχολίαζασχολιάζαμεσχολιαζόμουν(α)σχολιαζόμαστε, σχολιαζόμασταν
σχολίαζεςσχολιάζατεσχολιαζόσουν(α)σχολιαζόσαστε, σχολιαζόσασταν
σχολίαζεσχολίαζαν, σχολιάζαν(ε)σχολιαζόταν(ε)σχολιάζονταν, σχολιαζόντανε, σχολιαζόντουσαν
Aoristσχολίασασχολιάσαμεσχολιάστηκασχολιαστήκαμε
σχολίασεςσχολιάσατεσχολιάστηκεςσχολιαστήκατε
σχολίασεσχολίασαν, σχολιάσαν(ε)σχολιάστηκεσχολιάστηκαν, σχολιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχολιάσει
έχω σχολιασμένο
έχουμε σχολιάσει
έχουμε σχολιασμένο
έχω σχολιαστεί
είμαι σχολιασμένος, -η
έχουμε σχολιαστεί
είμαστε σχολιασμένοι, -ες
έχεις σχολιάσει
έχεις σχολιασμένο
έχετε σχολιάσει
έχετε σχολιασμένο
έχεις σχολιαστεί
είσαι σχολιασμένος, -η
έχετε σχολιαστεί
είστε σχολιασμένοι, -ες
έχει σχολιάσει
έχει σχολιασμένο
έχουν σχολιάσει
έχουν σχολιασμένο
έχει σχολιαστεί
είναι σχολιασμένος, -η, -ο
έχουν σχολιαστεί
είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχολιάσει
είχα σχολιασμένο
είχαμε σχολιάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σχολιαστεί
ήμουν σχολιασμένος, -η
είχαμε σχολιαστεί
ήμαστε σχολιασμένοι, -ες
είχες σχολιάσει
είχες σχολιασμένο
είχατε σχολιάσει
είχατε σχολιασμένο
είχες σχολιαστεί
ήσουν σχολιασμένος, -η
είχατε σχολιαστεί
ήσαστε σχολιασμένοι, -ες
είχε σχολιάσει
είχε σχολιασμένο
είχαν σχολιάσει
είχαν σχολιασμένο
είχε σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένος, -η, -ο
είχαν σχολιαστεί
ήταν σχολιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχολιάζωθα σχολιάζουμε, θα σχολιάζομεθα σχολιάζομαιθα σχολιαζόμαστε
θα σχολιάζειςθα σχολιάζετεθα σχολιάζεσαιθα σχολιάζεστε, θα σχολιαζόσαστε
θα σχολιάζειθα σχολιάζουν(ε)θα σχολιάζεταιθα σχολιάζονται
Fut
ur
θα σχολιάσωθα σχολιάσουμε, θα σχολιάζομεθα σχολιαστώθα σχολιαστούμε
θα σχολιάσειςθα σχολιάσετεθα σχολιαστείςθα σχολιαστείτε
θα σχολιάσειθα σχολιάσουν(ε)θα σχολιαστείθα σχολιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχολιάσει
θα έχω σχολιασμένο
θα έχουμε σχολιάσει
θα έχουμε σχολιασμένο
θα έχω σχολιαστεί
θα είμαι σχολιασμένος, -η
θα έχουμε σχολιαστεί
θα είμαστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχεις σχολιάσει
θα έχεις σχολιασμένο
θα έχετε σχολιάσει
θα έχετε σχολιασμένο
θα έχεις σχολιαστεί
θα είσαι σχολιασμένος, -η
θα έχετε σχολιαστεί
θα είστε σχολιασμένοι, -ες
θα έχει σχολιάσει
θα έχει σχολιασμένο
θα έχουν σχολιάσει
θα έχουν σχολιασμένο
θα έχει σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένος, -η, -ο
θα έχουν σχολιαστεί
θα είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχολιάζωνα σχολιάζουμε, να σχολιάζομενα σχολιάζομαινα σχολιαζόμαστε
να σχολιάζειςνα σχολιάζετενα σχολιάζεσαινα σχολιάζεστε, να σχολιαζόσαστε
να σχολιάζεινα σχολιάζουν(ε)να σχολιάζεταινα σχολιάζονται
Aoristνα σχολιάσωνα σχολιάσουμε, να σχολιάσομενα σχολιαστώνα σχολιαστούμε
να σχολιάσειςνα σχολιάσετενα σχολιαστείςνα σχολιαστείτε
να σχολιάσεινα σχολιάσουν(ε)να σχολιαστείνα σχολιαστούν(ε)
Perfνα έχω σχολιάσει
να έχω σχολιασμένο
να έχουμε σχολιάσει
να έχουμε σχολιασμένο
να έχω σχολιαστεί
να είμαι σχολιασμένος, -η
να έχουμε σχολιαστεί
να είμαστε σχολιασμένοι, -ες
να έχεις σχολιάσει
να έχεις σχολιασμένο
να έχετε σχολιάσει
να έχετε σχολιασμένο
να έχεις σχολιαστεί
να είσαι σχολιασμένος, -η
να έχετε σχολιαστεί
να είστε σχολιασμένοι, -ες
να έχει σχολιάσει
να έχει σχολιασμένο
να έχουν σχολιάσει
να έχουν σχολιασμένο
να έχει σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένος, -η, -ο
να έχουν σχολιαστεί
να είναι σχολιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχολίαζεσχολιάζετεσχολιάζεστε
Aoristσχολίασεσχολιάστεσχολιάσουσχολιαστείτε
Part
izip
Presσχολιάζονταςσχολιαζόμενος
Perfέχοντας σχολιάσει, έχοντας σχολιασμένοσχολιασμένος, -η, -οσχολιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχολιάσεισχολιαστεί







Griechische Definition zu σχολιάζω

σχολιάζω [sxodivázo] -ομαι : 1α.επεξηγώ, διευκρινίζω, αναλύω με προσωπικές κρίσεις και γνώμες ένα γεγονός, μια κατάσταση ή μια άπο ψη: H ενέργειά του σχολιάστηκε ευμενώς / δυσμενώς. Οι πολίτες σχολιά ζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Πώς σχολιάζεις τις δηλώσεις του υπουργού; || (ειδικότ.) για δημοσιογράφο που κάνει πολιτική ανάλυση των ειδήσεων. β. συζητώ επικριτικά τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά ενός προσώπου: Tον σχολιάζει ο κόσμος, γιατί εγκατέλειψε την οικογένειά του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback