σχολιάζω Verb (4) |
υπομνηματίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich darf die Regierungspolitik nicht kommentieren. | Δεν σχολιάζω την κυβερνητική πολιτική. Übersetzung nicht bestätigt |
Wisst ihr, wie ich hier liege, kann ich nur kommentieren. | Ξέρεις, έτσι όπως κάθομαι εδώ Δεν μπορώ παρά να σχολιάζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Das sollte ich nicht kommentieren, Sir. | Δεν το σχολιάζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wollte nicht dein Leben kommentieren wohl aber die Art und Weise, wie du es lebst. | Δεv είvαι η ζωή σου που σχολιάζω. Είvαι ο τρόπος που τη ζεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
einen Kommentar abgeben |
kommentieren |
(eine) Anmerkung machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kommentiere | ||
du | kommentierst | |||
er, sie, es | kommentiert | |||
Präteritum | ich | kommentierte | ||
Konjunktiv II | ich | kommentierte | ||
Imperativ | Singular | kommentiere! kommentier! | ||
Plural | kommentiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
kommentiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kommentieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σχολιάζω | σχολιάζουμε, σχολιάζομε | σχολιάζομαι | σχολιαζόμαστε |
σχολιάζεις | σχολιάζετε | σχολιάζεσαι | σχολιάζεστε, σχολιαζόσαστε | ||
σχολιάζει | σχολιάζουν(ε) | σχολιάζεται | σχολιάζονται | ||
Imper fekt | σχολίαζα | σχολιάζαμε | σχολιαζόμουν(α) | σχολιαζόμαστε, σχολιαζόμασταν | |
σχολίαζες | σχολιάζατε | σχολιαζόσουν(α) | σχολιαζόσαστε, σχολιαζόσασταν | ||
σχολίαζε | σχολίαζαν, σχολιάζαν(ε) | σχολιαζόταν(ε) | σχολιάζονταν, σχολιαζόντανε, σχολιαζόντουσαν | ||
Aorist | σχολίασα | σχολιάσαμε | σχολιάστηκα | σχολιαστήκαμε | |
σχολίασες | σχολιάσατε | σχολιάστηκες | σχολιαστήκατε | ||
σχολίασε | σχολίασαν, σχολιάσαν(ε) | σχολιάστηκε | σχολιάστηκαν, σχολιαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω σχολιάσει | έχουμε σχολιάσει | έχω σχολιαστεί | έχουμε σχολιαστεί | |
έχεις σχολιάσει | έχετε σχολιάσει | έχεις σχολιαστεί | έχετε σχολιαστεί | ||
έχει σχολιάσει | έχουν σχολιάσει | έχει σχολιαστεί | έχουν σχολιαστεί | ||
Plu per fekt | είχα σχολιάσει είχα σχολιασμένο | είχαμε σχολιάσει είχαμε παρουσισμένο | είχα σχολιαστεί ήμουν σχολιασμένος, -η | είχαμε σχολιαστεί ήμαστε σχολιασμένοι, -ες | |
είχες σχολιάσει είχες σχολιασμένο | είχατε σχολιάσει είχατε σχολιασμένο | είχες σχολιαστεί ήσουν σχολιασμένος, -η | είχατε σχολιαστεί ήσαστε σχολιασμένοι, -ες | ||
είχε σχολιάσει είχε σχολιασμένο | είχαν σχολιάσει είχαν σχολιασμένο | είχε σχολιαστεί ήταν σχολιασμένος, -η, -ο | είχαν σχολιαστεί ήταν σχολιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα σχολιάζω | θα σχολιάζουμε, | θα σχολιάζομαι | θα σχολιαζόμαστε | |
θα σχολιάζεις | θα σχολιάζετε | θα σχολιάζεσαι | θα σχολιάζεστε, | ||
θα σχολιάζει | θα σχολιάζουν(ε) | θα σχολιάζεται | θα σχολιάζονται | ||
Fut ur | θα σχολιάσω | θα σχολιάσουμε, | θα σχολιαστώ | θα σχολιαστούμε | |
θα σχολιάσεις | θα σχολιάσετε | θα σχολιαστείς | θα σχολιαστείτε | ||
θα σχολιάσει | θα σχολιάσουν(ε) | θα σχολιαστεί | θα σχολιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω σχολιάσει θα έχω σχολιασμένο | θα έχουμε σχολιάσει θα έχουμε σχολιασμένο | θα έχω σχολιαστεί θα είμαι σχολιασμένος, -η | θα έχουμε σχολιαστεί | |
θα έχεις σχολιάσει θα έχεις σχολιασμένο | θα έχετε σχολιάσει θα έχετε σχολιασμένο | θα έχεις σχολιαστεί θα είσαι σχολιασμένος, -η | θα έχετε σχολιαστεί θα είστε σχολιασμένοι, -ες | ||
θα έχει σχολιάσει θα έχει σχολιασμένο | θα έχουν σχολιάσει θα έχουν σχολιασμένο | θα έχει σχολιαστεί θα είναι σχολιασμένος, -η, -ο | θα έχουν σχολιαστεί θα είναι σχολιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σχολιάζω | να σχολιάζουμε, | να σχολιάζομαι | να σχολιαζόμαστε |
να σχολιάζεις | να σχολιάζετε | να σχολιάζεσαι | να σχολιάζεστε, | ||
να σχολιάζει | να σχολιάζουν(ε) | να σχολιάζεται | να σχολιάζονται | ||
Aorist | να σχολιάσω | να σχολιάσουμε, | να σχολιαστώ | να σχολιαστούμε | |
να σχολιάσεις | να σχολιάσετε | να σχολιαστείς | να σχολιαστείτε | ||
να σχολιάσει | να σχολιάσουν(ε) | να σχολιαστεί | να σχολιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω σχολιάσει να έχω σχολιασμένο | να έχουμε σχολιάσει | να έχω σχολιαστεί | να έχουμε σχολιαστεί | |
να έχεις σχολιάσει | να έχετε σχολιάσει να έχετε σχολιασμένο | να έχεις σχολιαστεί να είσαι σχολιασμένος, -η | να έχετε σχολιαστεί να είστε σχολιασμένοι, -ες | ||
να έχει σχολιάσει να έχει σχολιασμένο | να έχουν σχολιάσει να έχουν σχολιασμένο | να έχει σχολιαστεί | να έχουν σχολιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | σχολίαζε | σχολιάζετε | σχολιάζεστε | |
Aorist | σχολίασε | σχολιάστε | σχολιάσου | σχολιαστείτε | |
Part izip | Pres | σχολιάζοντας | σχολιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας σχολιάσει, | σχολιασμένος, -η, -ο | σχολιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σχολιάσει | σχολιαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.