ξαπλώνω ἐξαπλώνω altgriechisch ἐξαπλῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξαπλώνω | ξαπλώνουμε, ξαπλώνομε | ξαπλώνομαι | ξαπλωνόμαστε |
ξαπλώνεις | ξαπλώνετε | ξαπλώνεσαι | ξαπλώνεστε, ξαπλωνόσαστε | ||
ξαπλώνει | ξαπλώνουν(ε) | ξαπλώνεται | ξαπλώνονται | ||
Imper fekt | ξάπλωνα | ξαπλώναμε | ξαπλωνόμουν(α) | ξαπλωνόμαστε, ξαπλωνόμασταν | |
ξάπλωνες | ξαπλώνατε | ξαπλωνόσουν(α) | ξαπλωνόσαστε, ξαπλωνόσασταν | ||
ξάπλωνε | ξάπλωναν, ξαπλώναν(ε) | ξαπλωνόταν(ε) | ξαπλώνονταν, ξαπλωνόντανε, ξαπλωνόντουσαν | ||
Aorist | ξάπλωσα | ξαπλώσαμε | ξαπλώθηκα | ξαπλωθήκαμε | |
ξάπλωσες | ξαπλώσατε | ξαπλώθηκες | ξαπλωθήκατε | ||
ξάπλωσε | ξάπλωσαν, ξαπλώσαν(ε) | ξαπλώθηκε | ξαπλώθηκαν, ξαπλωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξαπλώνω | θα ξαπλώνουμε, | θα ξαπλώνομαι | θα ξαπλωνόμαστε | |
θα ξαπλώνεις | θα ξαπλώνετε | θα ξαπλώνεσαι | θα ξαπλώνεστε, | ||
θα ξαπλώνει | θα ξαπλώνουν(ε) | θα ξαπλώνεται | θα ξαπλώνονται | ||
Fut ur | θα ξαπλώσω | θα ξαπλώσουμε, | θα ξαπλωθώ | θα ξαπλωθούμε | |
θα ξαπλώσεις | θα ξαπλώσετε | θα ξαπλωθείς | θα ξαπλωθείτε | ||
θα ξαπλώσει | θα ξαπλώσουν | θα ξαπλωθεί | θα ξαπλωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξαπλώνω | να ξαπλώνουμε, | να ξαπλώνομαι | να ξαπλωνόμαστε |
να ξαπλώνεις | να ξαπλώνετε | να ξαπλώνεσαι | να ξαπλώνεστε, | ||
να ξαπλώνει | να ξαπλώνουν(ε) | να ξαπλώνεται | να ξαπλώνονται | ||
Aorist | να ξαπλώσω | να ξαπλώσουμε, | να ξαπλωθώ | να ξαπλωθούμε | |
να ξαπλώσεις | να ξαπλώσετε | να ξαπλωθείς | να ξαπλωθείτε | ||
να ξαπλώσει | να ξαπλώσουν(ε) | να ξαπλωθεί | να ξαπλωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ξαπλώσει να έχεις ξαπλωμένο | να έχετε ξαπλώσει να έχετε ξαπλωμένο | να έχεις ξαπλωθεί να είσαι ξαπλωμένος, -η | να έχετε ξαπλωθεί να είστε ξαπλωμένοι, -ες | ||
να έχει ξαπλώσει να έχει ξαπλωμένο | να έχουν ξαπλώσει να έχουν ξαπλωμένο | να έχει ξαπλωθεί | να έχουν ξαπλωθεί | ||
Imper ativ | Pres | ξάπλωνε | ξαπλώνετε | ξαπλώνεστε | |
Aorist | ξάπλωσε | ξαπλώστε, ξαπλώσετε | ξαπλώσου | ξαπλωθείτε | |
Part izip | Pres | ξαπλώνοντας | |||
Perf | έχοντας ξαπλώσει, | ξαπλωμένος, -η, -ο | ξαπλωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξαπλώσει | ξαπλωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | breite aus | ||
du | breitest aus | |||
er, sie, es | breitet aus | |||
Präteritum | ich | breitete aus | ||
Konjunktiv II | ich | breitete aus | ||
Imperativ | Singular | breite aus! | ||
Plural | breitet aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgebreitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausbreiten |
ξαπλώνω [ksaplóno] -ομαι : 1.πλαγιάζω, πέφτω στο κρεβάτι, συνήθ. για να κοιμηθώ: Ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ. Tι ώρα ξαπλώνεις συνή θως; Ήμασταν κουρασμένοι και ξαπλώσαμε νωρίς. Kάθε μεσημέρι ξαπλώνω για μια ώρα. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. || Tους βρήκα ξαπλωμένους στην αμμουδιά / στον ίσκιο ενός δέντρου. || Tον ξάπλωσαν στο φορείο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.