ξαπλώνω Verb  [ksaplono, ksaplwnw]

  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu ξαπλώνω

ξαπλώνω ἐξαπλώνω altgriechisch ἐξαπλῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu ξαπλώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξαπλώνωξαπλώνουμε, ξαπλώνομεξαπλώνομαιξαπλωνόμαστε
ξαπλώνειςξαπλώνετεξαπλώνεσαιξαπλώνεστε, ξαπλωνόσαστε
ξαπλώνειξαπλώνουν(ε)ξαπλώνεταιξαπλώνονται
Imper
fekt
ξάπλωναξαπλώναμεξαπλωνόμουν(α)ξαπλωνόμαστε, ξαπλωνόμασταν
ξάπλωνεςξαπλώνατεξαπλωνόσουν(α)ξαπλωνόσαστε, ξαπλωνόσασταν
ξάπλωνεξάπλωναν, ξαπλώναν(ε)ξαπλωνόταν(ε)ξαπλώνονταν, ξαπλωνόντανε, ξαπλωνόντουσαν
Aoristξάπλωσαξαπλώσαμεξαπλώθηκαξαπλωθήκαμε
ξάπλωσεςξαπλώσατεξαπλώθηκεςξαπλωθήκατε
ξάπλωσεξάπλωσαν, ξαπλώσαν(ε)ξαπλώθηκεξαπλώθηκαν, ξαπλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξαπλώσει
έχω ξαπλωμένο
έχουμε ξαπλώσει
έχουμε ξαπλωμένο
έχω ξαπλωθεί
είμαι ξαπλωμένος, -η
έχουμε ξαπλωθεί
είμαστε ξαπλωμένοι, -ες
έχεις ξαπλώσει
έχεις ξαπλωμένο
έχετε ξαπλώσει
έχετε ξαπλωμένο
έχεις ξαπλωθεί
είσαι ξαπλωμένος, -η
έχετε ξαπλωθεί
είστε ξαπλωμένοι, -ες
έχει ξαπλώσει
έχει ξαπλωμένο
έχουν ξαπλώσει
έχουν ξαπλωμένο
έχει ξαπλωθεί
είναι ξαπλωμένος, -η, -ο
έχουν ξαπλωθεί
είναι ξαπλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξαπλώσει
είχα ξαπλωμένο
είχαμε ξαπλώσει
είχαμε ξαπλωμένο
είχα ξαπλωθεί
ήμουν ξαπλωμένος, -η
είχαμε ξαπλωθεί
ήμαστε ξαπλωμένοι, -ες
είχες ξαπλώσει
είχες ξαπλωμένο
είχατε ξαπλώσει
είχατε ξαπλωμένο
είχες ξαπλωθεί
ήσουν ξαπλωμένος, -η
είχατε ξαπλωθεί
ήσαστε ξαπλωμένοι, -ες
είχε ξαπλώσει
είχε ξαπλωμένο
είχαν ξαπλώσει
είχαν ξαπλωμένο
είχε ξαπλωθεί
ήταν ξαπλωμένος, -η, -ο
είχαν ξαπλωθεί
ήταν ξαπλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξαπλώνωθα ξαπλώνουμε, θα ξαπλώνομεθα ξαπλώνομαιθα ξαπλωνόμαστε
θα ξαπλώνειςθα ξαπλώνετεθα ξαπλώνεσαιθα ξαπλώνεστε, θα ξαπλωνόσαστε
θα ξαπλώνειθα ξαπλώνουν(ε)θα ξαπλώνεταιθα ξαπλώνονται
Fut
ur
θα ξαπλώσωθα ξαπλώσουμε, θα ξαπλώσομεθα ξαπλωθώθα ξαπλωθούμε
θα ξαπλώσειςθα ξαπλώσετεθα ξαπλωθείςθα ξαπλωθείτε
θα ξαπλώσειθα ξαπλώσουνθα ξαπλωθείθα ξαπλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξαπλώσει
θα έχω ξαπλωμένο
θα έχουμε ξαπλώσει
θα έχουμε ξαπλωμένο
θα έχω ξαπλωθεί
θα είμαι ξαπλωμένος, -η
θα έχουμε ξαπλωθεί
θα είμαστε ξαπλωμένοι, -ες
θα έχεις ξαπλώσει
θα έχεις ξαπλωμένο
θα έχετε ξαπλώσει
θα έχετε ξαπλωμένο
θα έχεις ξαπλωθεί
θα είσαι ξαπλωμένος, -η
θα έχετε ξαπλωθεί
θα είστε ξαπλωμένοι, -ες
θα έχει ξαπλώσει
θα έχει ξαπλωμένο
θα έχουν ξαπλώσει
θα έχουν ξαπλωμένο
θα έχει ξαπλωθεί
θα είναι ξαπλωμένος, -η, -ο
θα έχουν ξαπλωθεί
θα είναι ξαπλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξαπλώνωνα ξαπλώνουμε, να ξαπλώνομενα ξαπλώνομαινα ξαπλωνόμαστε
να ξαπλώνειςνα ξαπλώνετενα ξαπλώνεσαινα ξαπλώνεστε, να ξαπλωνόσαστε
να ξαπλώνεινα ξαπλώνουν(ε)να ξαπλώνεταινα ξαπλώνονται
Aoristνα ξαπλώσωνα ξαπλώσουμε, να ξαπλώσομενα ξαπλωθώνα ξαπλωθούμε
να ξαπλώσειςνα ξαπλώσετενα ξαπλωθείςνα ξαπλωθείτε
να ξαπλώσεινα ξαπλώσουν(ε)να ξαπλωθείνα ξαπλωθούν(ε)
Perfνα έχω ξαπλώσει
να έχω ξαπλωμένο
να έχουμε ξαπλώσει
να έχουμε ξαπλωμένο
να έχω ξαπλωθεί
να είμαι ξαπλωμένος, -η
να έχουμε ξαπλωθεί
να είμαστε ξαπλωμένοι, -ες
να έχεις ξαπλώσει
να έχεις ξαπλωμένο
να έχετε ξαπλώσει
να έχετε ξαπλωμένο
να έχεις ξαπλωθεί
να είσαι ξαπλωμένος, -η
να έχετε ξαπλωθεί
να είστε ξαπλωμένοι, -ες
να έχει ξαπλώσει
να έχει ξαπλωμένο
να έχουν ξαπλώσει
να έχουν ξαπλωμένο
να έχει ξαπλωθεί
να είναι ξαπλωμένος, -η, -ο
να έχουν ξαπλωθεί
να είναι ξαπλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξάπλωνεξαπλώνετεξαπλώνεστε
Aoristξάπλωσεξαπλώστε, ξαπλώσετεξαπλώσουξαπλωθείτε
Part
izip
Presξαπλώνοντας
Perfέχοντας ξαπλώσει, έχοντας ξαπλωμένοξαπλωμένος, -η, -οξαπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristξαπλώσειξαπλωθεί





Griechische Definition zu ξαπλώνω

ξαπλώνω [ksaplóno] -ομαι : 1.πλαγιάζω, πέφτω στο κρεβάτι, συνήθ. για να κοιμηθώ: Ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ. Tι ώρα ξαπλώνεις συνή θως; Ήμασταν κουρασμένοι και ξαπλώσαμε νωρίς. Kάθε μεσημέρι ξαπλώνω για μια ώρα. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. || Tους βρήκα ξαπλωμένους στην αμμουδιά / στον ίσκιο ενός δέντρου. || Tον ξάπλωσαν στο φορείο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback