Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



στιχουργία

στιχουργία mittelgriechisch στιχουργία στιχουργός


ξημερώνω

ξημερώνω mittelgriechisch ξημερώνω ἐξημερώνω ἐξ- + altgriechisch ἡμέρα + -ώνω


καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


εικονομαχία

εικονομαχία mittelgriechisch εικονομάχος


ξενοδόχος

ξενοδόχος mittelgriechisch ξενοδόχος Koine-Griechisch ξενοδόχος altgriechisch ξενοδόκος ξενο- + -δόχος δέχομαι


μαλώνω

μαλώνω mittelgriechisch μαλώνω ομαλός


μισεύω

μισεύω mittelgriechisch μισεύω μίσα spätlateinisch missa lateinisch missa, Femininum von missus, Passiv Perfekt von mitto proto-indogermanisch *meyth₂- / *mith- (=ανταλλάσσω, μετακινώ)


ραδίκι

ραδίκι mittelgriechisch ραδίκι italienisch radicchi, Mehrzahl von radicchio lateinisch radicula (ριζούλα) radix indoeuropäisch (Wurzel) *wréh₂ds (πβ. altgriechisch ῥάδιξ=κλαδί)


μουσκεύω

μουσκεύω mittelgriechisch μουσκεύω μοσκεύω μοσχεύω


αντίφωνο

αντίφωνο mittelgriechisch ἀντίφωνον altgriechisch ἀντίφωνος ἀντί + φωνή


ζηλιάρης

ζηλιάρης mittelgriechisch ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης


δένω

δένω mittelgriechisch δένω altgriechisch δέω


νωπός

νωπός mittelgriechisch νεο- ( νέος) + -ωπός ( ὤψ, Genitiv: ὠπός)


βάγιο

βάγιο mittelgriechisch βαγί βαΐον/βάϊον, υποκοριστικό του βάϊς αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)


πετυχαίνω

πετυχαίνω mittelgriechisch πετυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


μούστος

μούστος mittelgriechisch μοῦστος lateinisch vinum mustum, νέο κρασί


σακούλι

σακούλι mittelgriechisch σακκούλιν σακκούλιον altgriechisch σάκκος


ξαφνιάζω

ξαφνιάζω mittelgriechisch ξαφνίζω και ἐξαφνίζω altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + αἴφνης


οϊμέ

οϊμέ ὠϊμέ και ὀϊμέ κατά τον 20ο αιώνα mittelgriechisch ὀϊμένα altgriechisch φράση ὦ - ὤ και ἐμέ αλλα ίσως και από επίσης altgriechisch οἴμοι


κροτάλισμα

κροτάλισμα mittelgriechisch κροτάλισμα altgriechisch κροταλίζω


καμηλιέρης

καμηλιέρης mittelgriechisch καμηλιέρης καμήλα + -ιέρης


μεταμφιέζω

μεταμφιέζω mittelgriechisch μεταμφιέζω Koine-Griechisch μεταμφιάζω μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω μετά + altgriechisch ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes (ντύνω)


βουτώ

βουτώ mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός


συναγωνισμός

συναγωνισμός mittelgriechisch συναγωνισμός altgriechisch συναγωνίζομαι σύν + ἀγωνίζομαι ἀγώνιασα


ζωηρός

ζωηρός mittelgriechisch ζωηρός ζωή + -ηρός


χάφτω

χάφτω mittelgriechisch χάπτω altgriechisch κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)


άντερο

άντερο mittelgriechisch ἄντερο(ν) altgriechisch ἔντερον


τσιγγάνος

τσιγγάνος mittelgriechisch ἀτσίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή) Προέρχεται από ένα μανιχαϊκό θρήσκευμα, προερχόμενο από τη Φρυγία.


τρομάζω

τρομάζω mittelgriechisch τρομάζω τρόμαξα, αόριστος του τρομάσσω


πι

πι mittelgriechisch πῖ altgriechisch πεῖ


κάμωμα

κάμωμα mittelgriechisch κάμωμα καμώνω κάμνω altgriechisch κάμνω


καλοθελητής

καλοθελητής mittelgriechisch καλοθελητής καλο- + θέλω + -τής


ιδιόμελο

ιδιόμελο mittelgriechisch ἰδιόμελον ἴδιον + μέλος


μπαλώνω

μπαλώνω mittelgriechisch ἐμβαλλώνω altgriechisch ἐμβάλλω


τουρτουρίζω

τουρτουρίζω mittelgriechisch τουρτουρίζω Koine-Griechisch ταρταρίζω altgriechisch Τάρταρος


κατσί

κατσί mittelgriechisch κατσί(ν) κατσίον. Δείτε αναλυτικά στο ελληνιστικό κάττα και το lateinisch cattus


ανήμπορος

ανήμπορος mittelgriechisch ανήμπορος ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


παλαμίδα

παλαμίδα mittelgriechisch παλαμίδα Koine-Griechisch παλαμίς altgriechisch πηλαμύς


ρουφώ

ρουφώ mittelgriechisch ρουφῶ altgriechisch ῥοφέω / ῥοφάω / ῥοφῶ proto-griechisch *hropʰéyō proto-indogermanisch *srebʰ- (ρουφώ)


βερικοκιά

βερικοκιά mittelgriechisch βερικοκκία / βερικοκκέα βερίκοκκον + -ία


απαράμιλλος

απαράμιλλος mittelgriechisch ἀπαράμιλλος altgriechisch ἀ- + altgriechisch παράμιλλος παρά + ἅμιλλα


σαμάρι

σαμάρι mittelgriechisch σαμάρι(ν) σαγμάριον, υποκοριστικό για την altgriechisch λέξη σάγμα σάττω


πάτερο

πάτερο mittelgriechisch πατερόν (altgriechisch ) πάτος (=πάτωμα) + -ερό(ν)


ξεχύνομαι

ξεχύνομαι mittelgriechisch von αόριστο ἐξέχυσα altgriechisch ἐκχέω


αστράφτω

αστράφτω mittelgriechisch ἀστράφτω altgriechisch ἀστράπτω


πικράδα

πικράδα mittelgriechisch πικράδα altgriechisch πικρός


ξεπλένω

ξεπλένω mittelgriechisch ξεπλύνω altgriechisch ἐκπλύνω


απομείωση

απομείωση mittelgriechisch ἀπομείωσις


αγώι

αγώι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι με αποβολή του [ʝ] altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


σιγουρεύω

σιγουρεύω σίγουρος + -εύω mittelgriechisch σιγούρος σεγούρος βενετικά seguro λατινικά securus se- (στερητικό) + cura (: έγνοια, φροντίδα)


αγριοκούνελο

αγριοκούνελο άγριος + -ο- + κουνέλι mittelgriechisch κουνέλι italienisch coniglio (διαλεκτικός τύπος: cunelo, πληθυντικός: cuneli) lateinisch cuniculus


καρβέλι

καρβέλι mittelgriechisch καρβέλιν / γαρβέλιν slawisch karvalj (ή aromunisch kârveli[1], πληθυντικός τού kârvḙale)


αράδα

αράδα mittelgriechisch ἀράδα slawisch ред (γραμμή, σειρά) πρωτοslawisch γλώσσα *rędъ indoeuropäisch (Wurzel) *arēydʰ- / *rēydʰ- / *rīdʰ- *ar (πβ. ἀραρίσκω) (άλλη άποψη: venezianisch arada: αυλάκι που δημιουργείται von αλέτρι, αλετριά)


μπονάτσα

μπονάτσα mittelgriechisch μπονάτσα venezianisch bonazza ή italienisch bonaccia lateinisch malacia με απώτατη αρχή την altgriechisch μαλακία → Δείτε την ετυμολογία της mittelgriechischς


ζάρι

ζάρι mittelgriechisch ζάρι(ν) ἀζάριν / ἀζάριον arabisch زهر (zahr)


βουίζω

βουίζω mittelgriechisch βοΐζω altgriechisch βοάω/βοῶ


νοστιμάδα

νοστιμάδα mittelgriechisch νοστιμάδα νόστιμος + -άδα altgriechisch νόστιμος νόστος νέομαι indoeuropäisch (Wurzel) *nes-


ανασύρω

ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι


ρουθούνι

ρουθούνι mittelgriechisch ρουθούνιν von αμαρτύρητο ῥωθώνιον (υποκοριστικό του μεταγενέστερου ῥώθων)


κοφίνι

κοφίνι mittelgriechisch κοφίνι(ν) Koine-Griechisch κοφίνιον, υποκοριστικό τού altgriechisch κόφινος


καταισχύνη

καταισχύνη mittelgriechisch altgriechisch καταισχύνω


κακαρίζω

κακαρίζω mittelgriechisch, Onomatopoetikum von κα κα (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω


αετόπουλο

αετόπουλο mittelgriechisch ἀετόπουλον ἀετός + -πουλον, Maskulinum von -πουλος


παλαμάρι

παλαμάρι mittelgriechisch παλαμάριον italienisch palamara mittellateinisch palamarius altgriechisch παλάμη (αντιδάνειο)


θειάφι

θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


αδράχτι

αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος


εικονογράφημα

εικονογράφημα mittelgriechisch εικονογράφημα Koine-Griechisch εἰκονογραφέω altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω


τέτανος

τέτανος mittelgriechisch τέτανος


σαρανταλείτουργο

σαρανταλείτουργο mittelgriechisch σαρανταλείτουργο σαράντα + λειτουργία


παντρειά

παντρειά mittelgriechisch παντρειά ὑπανδρειά ὑπανδρία altgriechisch ὕπανδρος (γυνή)


αχείλι

αχείλι mittelgriechisch αχείλιν altgriechisch χεῖλος


ξεκοίλιασμα

ξεκοίλιασμα ξεκοιλιάζω + -μα mittelgriechisch ξεκοιλιάζω ξε- + κοιλιά altgriechisch κοιλία


ρόγα

ρόγα mittelgriechisch ρόγα lateinisch erogo (μοιράζω, δίνω) rogo proto-indogermanisch *h₃reǵ-


λυκόπουλο

λυκόπουλο mittelgriechisch λυκόπουλο λύκος + -όπουλο (3. (Lehnübersetzung) englisch wolf cub)


κατάμαυρος

κατάμαυρος mittelgriechisch κατάμαυρος κατα- + μαύρος Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός altgriechisch ἀμαυρός proto-indogermanisch *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)


βραχνάς

βραχνάς *βαρχνάς (με αντιμετάθεση) mittelgriechisch βαρυχνάς *βαρυφνάς *βαρυ-υπνάς βαρυ- + ύπν(ος) -άς (δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια με το επίθετο βραχνός)


γερατειά

γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


αρραβωνιάζω

αρραβωνιάζω mittelgriechisch Koine-Griechisch ἀρραβωνίζω altgriechisch ἀρραβών


αγιόκλημα

αγιόκλημα mittelgriechisch αγιόκλημα αιγόκλημα αίγα + -ο- + κλήμα


ενάμισης

ενάμισης mittelgriechisch ενάμισης altgriechisch ἕνα, αιτιατική ενικού τού εἷς + ἥμισυς


βραδιάζω

βραδιάζω mittelgriechisch βραδιάζω βράδυ + -ιάζω


αόμματος

αόμματος mittelgriechisch όμματος ἀ- (στερητικό) + ὄμμα, μάτι


σίκαλη

σίκαλη mittelgriechisch σίκαλις


μπερδεύω

μπερδεύω mittelgriechisch μπερδεύω μπερδένω von αμαρτύρητο ἐν + περιδέω


κατεψυγμένος

κατεψυγμένος mittelgriechisch κατεψυγμένος, Passiv Perfekt von καταψύχω κατά + ψύχος ((Lehnbedeutung) französisch surgelé)


διώχνω

διώχνω mittelgriechisch διώχνω altgriechisch διώκω δίω indoeuropäisch (Wurzel) *dih₁- (κινώ γρήγορα)


ξεστρατίζω

ξεστρατίζω mittelgriechisch ξε- + στράτα + -ίζω


κοντύλι

κοντύλι mittelgriechisch κοντύλι(ν) Koine-Griechisch κονδύλιον altgriechisch κόνδυλος κονδός κοντός κεντέω proto-indogermanisch *ḱent-


βρομίζω

βρομίζω mittelgriechisch βρομίζω altgriechisch βρομέω / βρομῶ βρόμος proto-indogermanisch *bʰrem-


αχηβάδα

αχηβάδα mittelgriechisch ἀχηβάδα με ανάπτυξη προτακτικού ἀ- + mittelgriechisch χηβάδα ή *χημάδα altgriechisch χήμη[1], λέξη που ο Ησύχιος συνδέει με το χάσμα. Στο Λεξικό Σούδα: Χήμη, εἶδος ὀστρέου, τὸ κοινῶς χηβάδιον[2]


φουρνίζω

φουρνίζω mittelgriechisch φουρνίζω Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


ξεστρώνω

ξεστρώνω mittelgriechisch ξεστρώνω ξε- + στρώνω


κορασίδα

κορασίδα mittelgriechisch κορασίς + -ίδα Koine-Griechisch κοράσιον, υποκοριστικό του altgriechisch κόρη[1]


ασβέστης

ασβέστης mittelgriechisch altgriechisch ἄσβεστος


ομάδι

ομάδι mittelgriechisch ὁμάδι(ν), υποκοριστικό του altgriechisch ὁμάς


μυστρί

μυστρί mittelgriechisch μυστρίον Koine-Griechisch μύστρον + κατάληξη υποκοριστικού -ίον


κλειδωνιά

κλειδωνιά mittelgriechisch κλειδωνιά / κλειδωνέα κλειδώνω Koine-Griechisch κλειδόω / κλειδῶ altgriechisch κλείς


άλευρο

άλευρο mittelgriechisch ἀλεύριν ἀλεύριον altgriechisch ἄλευρον ἀλῶ


ψήνω

ψήνω mittelgriechisch ψήνω και ψένω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)


σκάω

σκάω mittelgriechisch σκάζω altgriechisch σχάζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback