Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καλοφαγία

καλοφαγία mittelgriechisch καλοφαγία καλοφαγ- (καλοτρώω καλο- + τρώω) + -ία [1], αναλύεται καλ(ό) + -ο- + -φαγία


καλότυχος

καλότυχος mittelgriechisch καλότυχος καλό- + τύχ(η) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


καλοτυχίζω

καλοτυχίζω mittelgriechisch καλοτυχίζω καλότυχος καλός + τύχη


καλορίζικος

καλορίζικος mittelgriechisch καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοριζικιά

καλοριζικιά mittelgriechisch καλοριζικιά καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοριζικεύω

καλοριζικεύω mittelgriechisch καλοριζικεύω καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοπροαίρετος

καλοπροαίρετος mittelgriechisch καλοπροαίρετος καλός + προαιρετός προαιροῦμαι


καλόπιασμα

καλόπιασμα καλοπιάνω + -μα mittelgriechisch καλοπιάνω καλό- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλοπιάνω

καλοπιάνω mittelgriechisch καλοπιάνω καλο- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλομετρώ

καλομετρώ mittelgriechisch καλομετρῶ καλά + μετρῶ {[αρχ}} καλῶς + [μετρέω]]-μετρῶ


καλόκαρδος

καλόκαρδος mittelgriechisch καλόκαρδος καλό- + -ο- + καρδιά + -ος


καλοκαρδίζω

καλοκαρδίζω mittelgriechisch καλοκαρδίζω καλόκαρδος


καλοκαιρινός

καλοκαιρινός mittelgriechisch καλοκαιρινός καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον καλός + altgriechisch καιρός


καλοκαιριάζει

καλοκαιριάζει καλοκαιριάζω καλοκαίρι + -άζω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


καλοκαιρεύει

καλοκαιρεύει καλοκαιριεύω καλοκαίρι + -εύω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοθελητής

καλοθελητής mittelgriechisch καλοθελητής καλο- + θέλω + -τής


καλόγρια

καλόγρια mittelgriechisch καλόγρια / καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλογραμμένος

καλογραμμένος mittelgriechisch καλογραμμένος καλο- + γραμμένος, Passiv Perfekt von γράφω[1]


καλογραία

καλογραία mittelgriechisch καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


καλοαναθρεμμένος

καλοαναθρεμμένος mittelgriechisch καλοαναθρεμμένος[1] καλοανατεθρεμμένος (λόγιο) καλο- + ἀνατεθραμμένος παθητική μετοχή παρακειμένου des altgriechischen ἀνατρέφω[2] (αναθρεμμένος), Passiv Perfekt von ανατρέφω)


κάλλιο

κάλλιο mittelgriechisch κάλλιο altgriechisch κάλλιον, συγκριτικό του καλῶς


καλικάντζαρος

καλικάντζαρος mittelgriechisch καλικάντζαρος καλίκι[1] + άντζα[2] + -αρος


καλιγώνω

καλιγώνω mittelgriechisch καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα lateinisch caliga calceus calx proto-indogermanisch (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)


καλίγωμα

καλίγωμα mittelgriechisch καλίγωμα / καλλίγωμα καλιγώνω / καλλιγώνω καλίγα / καλλίγα (παπούτσι) lateinisch caliga calceus calx indoeuropäisch (Wurzel) (s)kel-


καλησπέρα

καλησπέρα mittelgriechisch καλησπέρα καλή + εσπέρα


καλημέρα

καλημέρα mittelgriechisch καλημέρα καλή + ἡμέρα


κάλεσμα

κάλεσμα mittelgriechisch κάλεσμα altgriechisch καλέω / καλῶ


καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


καλαφατίζω

καλαφατίζω mittelgriechisch καλαφατίζω καλαφάτης + -ίζω


καλαφάτης

καλαφάτης mittelgriechisch καλαφάτης arabisch كلفت (qalafat) [1] [2]


καλαπόδι

καλαπόδι mittelgriechisch καλαπόδιν Koine-Griechisch καλαπόδιον altgriechisch καλάπους κᾶλον + πούς


καλαμπόκι

καλαμπόκι mittelgriechisch καλαμπόκι albanisch kallamboq


καλάμι

καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


κακοψυχώ

κακοψυχώ mittelgriechisch κακοψυχώ κακόψυχος


κακότυχος

κακότυχος mittelgriechisch κακότυχος altgriechisch κακοτυχής κακός + τύχη


κακοτοπιά

κακοτοπιά mittelgriechisch κακοτοπία altgriechisch κακός + τόπος


κακοπαντρεύω

κακοπαντρεύω mittelgriechisch κακοπαντρεύω κακο- + παντρεύω


κακομοίρης

κακομοίρης mittelgriechisch κακομοίρης κακός + -ο- + μοῖρα + -ης


κακομιλώ

κακομιλώ mittelgriechisch *κακομιλῶ (δείτε κακομίλητος). Αναλύεται κακο- + μιλώ [1]


κακόλογος

κακόλογος mittelgriechisch κακόλογος altgriechisch κακολόγος


κακολογιάζω

κακολογιάζω mittelgriechisch κακολογιάζω


κακοδιοικώ

κακοδιοικώ mittelgriechisch κακοδιοικώ κακο- + διοικώ


κακογράφος

κακογράφος mittelgriechisch κακογράφος κακο- + -γράφος. Διαφορετική η σημασία της ελληνιστικής λέξης κακόγραφος (που είναι γραμμένος άσχημα)[1]


κακογραμμένος

κακογραμμένος mittelgriechisch κακογραμμένος. Passiv Perfekt von κακογράφω, κακο- + γραμμένος[1]


κακαρώνω

κακαρώνω mittelgriechisch καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) altgriechisch καρῶ κάρος, αναισθησία, νάρκη


κακαρίζω

κακαρίζω mittelgriechisch, Onomatopoetikum von κα κα (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


κάθομαι

κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι


καθόλου

καθόλου mittelgriechisch καθόλου καθ' ὅλου


καθοίκι

καθοίκι mittelgriechisch καθοίκι(ν) κάθοικον (οικιακό σκεύος) συναρπαγή φράσης 'κατ' οἶκον' με δάσυνση [t > θ] χωρίς να υπάρχει δασεία στο 'οἶκος'. Ίσως von καθημερινός[1], ή von καθίζω[2]. Γι' αυτό, οι γραφές καθήκι, καθίκι


κάθε

κάθε mittelgriechisch κάθε altgriechisch καθέν, Maskulinum von καθείς κατά + εἷς


καημός

καημός mittelgriechisch καημός καίω + -μός altgriechisch καίω indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u- (ανάβω, καίω)


καζάντισμα

καζάντισμα καζαντίζω + -μα mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζαντίζω

καζαντίζω mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καζάντι

καζάντι καζαντίζω + -ι (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch καζαντίζω türkisch kazandı kazanmak osmanisch türkisch قزانمق (qazanmaq) prototürkisch *kaŕgan


καδής

καδής mittelgriechisch καδής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


καδένα

καδένα mittelgriechisch καδένα venezianisch cadena· δείτε επίσης την italienisch catena και την spanisch cadena (αλυσίδα) lateinisch catena


κάβουρας

κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]


κάβος

κάβος mittelgriechisch κάβος italienisch cavo λατινικά caput


καβγάς

καβγάς mittelgriechisch καβγάς türkisch kavga osmanisch türkisch غوغا (ğavğa, kavga) persisch غوغا (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)


καβαλώ

καβαλώ mittelgriechisch καβαλῶ καβάλα venezianisch cavala / spätlateinisch caballa lateinisch caballus


καβαλίνα

καβαλίνα mittelgriechisch καβαλλίνα με απλογράφηση neulateinisch *caballina lateinisch caballinus caballus. Συγκρίνετε με την italienisch cavallina.[1]


καβαλικεύω

καβαλικεύω mittelgriechisch καβαλικεύω / καβαλικεύγω / καβαλκεύγω / καβαλλικεύω / καβαλλικεύγω / καλλικεύω spätlateinisch caballicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caballico (ιππεύω) [1]


καβάλα

καβάλα mittelgriechisch καβάλα venezianisch cavala mittellateinisch caballa lateinisch caballus γαλατικά caballos


ιστορίζω

ιστορίζω mittelgriechisch ἱστορίζω


ισόποσος

ισόποσος mittelgriechisch ισόποσος ίσ(ος) + -ό- + ποσ(όν) + -ος


ίσκιος

ίσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά (παραβάλετε με το altgriechisch ἰσκιερός)


ίσκα

ίσκα mittelgriechisch lateinisch esca


ίσιος

ίσιος mittelgriechisch λέξη που προήλθε von επίσης μεσαιωνικό ισιάζω αρχ. ελληνικό ρήμα ἰσάζω αρχ. ελληνικό επίθετο ἴσος, αλλά ενώ η ριζική λέξη ἴσος παραμένει στη γλώσσα με την αρχική της έννοια ως ίσος, το παράγωγο ίσιος διαχωρίζεται σημαντικά ως έννοια


ισιάζω

ισιάζω mittelgriechisch ἰσιάζω ἴσιος altgriechisch ἴσος


ίντεξ

ίντεξ mittelgriechisch ἴνδιξ ἴνδηξ lateinisch index


ίνδικτος

ίνδικτος mittelgriechisch ἴνδικτος lateinisch indictus indico dico


ινδικτιώνα

ινδικτιώνα mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ινδικτιών

ινδικτιών mittelgriechisch ἰνδικτιών lateinisch indictio indico dico


ιερομόναχος

ιερομόναχος mittelgriechisch ἱερομόναχος ἱερο- + μοναχός


ιεροκήρυκας

ιεροκήρυκας mittelgriechisch ἱεροκῆρυξ altgriechisch ἱεροκῆρυξ


ιεροδιάκονος

ιεροδιάκονος mittelgriechisch ἱεροδιάκονος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διάκονος


ιδρώτας

ιδρώτας mittelgriechisch ἱδρώτας altgriechisch ἱδρώς proto-indogermanisch *swidrōs *sweyd- (ιδρώτας, ιδρώνω)


ιδρώνω

ιδρώνω mittelgriechisch ιδρώνω altgriechisch ἱδρῶ + -ώνω


ιδιόμελο

ιδιόμελο mittelgriechisch ἰδιόμελον ἴδιον + μέλος


ίγκλα

ίγκλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


ίγγλα

ίγγλα mittelgriechisch ίγκλα γίγκλα κίγκλα lateinisch *cingla cingula cingo


θωριά

θωριά mittelgriechisch θωριά altgriechisch θεωρία


θύραθεν

θύραθεν (λόγιο) mittelgriechisch θύραθεν (οι μη χριστιανοί) altgriechisch θύραθεν (έξω von πόρτα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θύρα + -θεν altgriechisch -θεν (από)


θυμούμαι

θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι


θυμιατό

θυμιατό mittelgriechisch θυμιατός altgriechisch θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμιατίζω

θυμιατίζω mittelgriechisch θυμιατίζω θυμιατός altgriechisch θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμιατήρι

θυμιατήρι mittelgriechisch θυμιατήρι(ν) altgriechisch θυμιατήριον θυμιατός θυμιάω / θυμιῶ


θυμιάζω

θυμιάζω mittelgriechisch θυμιάζω altgriechisch θυμιάω / θυμιῶ


θυμητικό

θυμητικό mittelgriechisch θυμούμαι


θύμηση

θύμηση θύμησις in Katharevousa mittelgriechisch θύμησις altgriechisch ἐνθύμησις ἐνθυμοῦμαι


θυμάμαι

θυμάμαι θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι


θρούμπι

θρούμπι mittelgriechisch θρύμβη altgriechisch θύμβρα


θρούμπα

θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)


θρονί

θρονί mittelgriechisch θρονί(ν) θρονίον Koine-Griechisch θρόνιον altgriechisch θρόνος


θρηνολογία

θρηνολογία mittelgriechisch θρηνολογία Koine-Griechisch θρηνολογέω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback