Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κουστωδία

κουστωδία Koine-Griechisch κουστωδία spätgriechisch κουστωδία λατινικά: custodia (la)


δενδροκομία

δενδροκομία δενδροκόμος + -ία Koine-Griechisch δενδροκόμος ((Lehnübersetzung) französisch arboriculture)


ασκητήριο

ασκητήριο Koine-Griechisch ἀσκητήριον (2. (Lehnbedeutung) französisch ermitage)


χρυσωρυχείο

χρυσωρυχείο Koine-Griechisch χρυσωρυχεῖον ((Lehnbedeutung) γαλλικά gold mine ή γαλλικά mine d'or)


υπερθεματίζω

υπερθεματίζω Koine-Griechisch ὑπερθεματίζω


κλειδώνω

κλειδώνω Koine-Griechisch κλειδόω / κλειδῶ altgriechisch κλείς proto-griechisch *klāwī́ds proto-indogermanisch *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)


εφίππιο

εφίππιο Koine-Griechisch ἐφίππιον altgriechisch ἐφίππιος ἵππος


διασκορπισμός

διασκορπισμός Koine-Griechisch διασκορπισμός διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


απλησίαστος

απλησίαστος Koine-Griechisch ἀπλησίαστος


ακρολοφία

ακρολοφία> (λόγιο) Koine-Griechisch ἀκρολοφία ἀκρόλοφος


αδέξιος

αδέξιος Koine-Griechisch ἀδέξιος ἀ- + δεξιός


κατόπτευση

κατόπτευση Koine-Griechisch κατόπτευσις altgriechisch κατοπτεύω κατά + ὀπτεύω ὀπτός ὁράω


καπνοδόχος

καπνοδόχος (Maskulinum) Koine-Griechisch καπνοδόχος


ιεροψάλτης

ιεροψάλτης Koine-Griechisch ἱεροψάλτης ἱερός + -ο- + ψάλτης


ζωοδότης

ζωοδότης Koine-Griechisch ζωή + -δότης ( δίδωμι)


επιζωοτία

επιζωοτία (entlehnt aus) französisch épizootie ἐπί + Koine-Griechisch ζῳότης altgriechisch ζῷον


θρεφτάρι

θρεφτάρι Koine-Griechisch θρεπτάριον altgriechisch τρέφω (με ανομοίωση)


επιμερισμός

επιμερισμός Koine-Griechisch ἐπιμερισμός


εισχωρώ

εισχωρώ (λόγιο) Koine-Griechisch εἰσχωρῶ, συνηρημένο τύπο του εἰσχωρέω[1] εἰς + altgriechisch χωρέω / χωρῶ χῶρος proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + χωρώ, χώρος


επιβραβεύω

επιβραβεύω Koine-Griechisch ἐπιβραβεύω


επανδρώνω

επανδρώνω Koine-Griechisch ἐπανδρόω / ἐπανδρῶ ((Lehnbedeutung) englisch man)


συγχρωτισμός

συγχρωτισμός συγχρωτίζομαι + -μός Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι


κατώι

κατώι mittelgriechisch κατώγι(ν) κατώγαιον Koine-Griechisch κατώγαιος


δροσό

δροσό mittelgriechisch δροσό / δροσιό δροσιά Koine-Griechisch δροσία / δροσίη altgriechisch δρόσος proto-indogermanisch *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)


ακροβυστία

ακροβυστία Koine-Griechisch ἀκροβυστία


αιχμαλωτίζω

αιχμαλωτίζω Koine-Griechisch αἰχμαλωτίζω αἰχμάλωτος


φρουμάζω

φρουμάζω Koine-Griechisch φριμάω / φριμῶ altgriechisch φριμάσσομαι Onomatopoetikum


δυσθυμία

δυσθυμία Koine-Griechisch δυσθυμία altgriechisch δύσθυμος δυσ- + θυμός


διχογνωμία

διχογνωμία διχογνωμώ + -ία Koine-Griechisch διχογνωμέω / διχογνωμῶ δίχα ( δίς) + altgriechisch γνώμη ( γιγνώσκω)


ανεπιτήδευτος

ανεπιτήδευτος Koine-Griechisch ἀνεπιτήδευτος ἀ- στερητικό + ἐπιτηδεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


φατρία

φατρία Koine-Griechisch altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)


σπλαχνικός

σπλαχνικός Koine-Griechisch σπλαγχνικός


ξοδεύω

ξοδεύω mittelgriechisch ξοδεύω Koine-Griechisch ἐξοδεύω ἔξοδος


λευίτης

λευίτης Koine-Griechisch Λευΐτης Λευΐ + -ίτης


κατάγω

κατάγω Koine-Griechisch κατάγω κατά + altgriechisch ἄγω


θεωρείο

θεωρείο, λόγια λέξη Koine-Griechisch θεωρεῖον


δουλοπρεπώς

δουλοπρεπώς Koine-Griechisch δουλοπρεπῶς altgriechisch δουλοπρεπής


γεφυροποιός

γεφυροποιός Koine-Griechisch γεφυροποιός altgriechisch γέφυρα + -ποιός


καθοσίωση

καθοσίωση Koine-Griechisch καθοσίωσις κατά + altgriechisch ὅσιος


Ενετός

Ενετός Koine-Griechisch Ἐνετός lateinisch Venetus


απότμημα

απότμημα Koine-Griechisch ἀπότμημα altgriechisch ἀποτέμνω ἀπό + τέμνω


μηχανορραφία

μηχανορραφία mittelgriechisch μηχανορραφία Koine-Griechisch μηχανορράφος altgriechisch μηχανή ( μῆχος) + ῥάπτω


ασπρίλα

ασπρίλα άσπρος + -ίλα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ολοψύχως

ολοψύχως Koine-Griechisch ὁλοψύχως


οικτίρμων

οικτίρμων Koine-Griechisch οἰκτίρμων


ξεπροβάλλω

ξεπροβάλλω mittelgriechisch ξε και προβάλλω ή von ρήμα ἐκπροβάλλω ( Koine-Griechisch, σήμαινε πετάω ή διώχνω) ή ἐκ και πρόβολος


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


συγκατάβαση

συγκατάβαση Koine-Griechisch συγκατάβασις altgriechisch συγκαταβαίνω σύν + κατά + βαίνω


ιδικός

ιδικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος


διαμελισμός

διαμελισμός Koine-Griechisch διαμελισμός διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος


εκδοχέας

εκδοχέας Koine-Griechisch ἐκδοχεύς


χοροστασία

χοροστασία mittelgriechisch χοροστασία Koine-Griechisch χοροστασία


κόλιαντρο

κόλιαντρο mittelgriechisch κολίαντρον Koine-Griechisch κολίανδρον κορίανδρον κόριον, υποκοριστικό του κόρις


εβραϊκός

εβραϊκός Koine-Griechisch ἑβραϊκός


γογγύζω

γογγύζω Koine-Griechisch γογγύζω Onomatopoetikum


αντιλογισμός

αντιλογισμός Koine-Griechisch ἀντιλογισμός ἀντιλογίζομαι ἀντί + λόγος


αθήρωμα

αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)


αδημονία

αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων


συσσωρεύω

συσσωρεύω Koine-Griechisch συσσωρεύω σύν + σωρεύω


σάπφειρος

σάπφειρος (λόγιο) Koine-Griechisch σάπφειρος. siehe auch ζαφείρι.


νουνεχής

νουνεχής Koine-Griechisch νουνεχής νοῦς + ἔχω


δελφίνος

δελφίνος Koine-Griechisch δελφῖνος δελφίν altgriechisch δελφίς ((Lehnbedeutung) französisch Dauphin)[1]


ριψοκινδυνεύω

ριψοκινδυνεύω Koine-Griechisch ῥιψοκινδυνέω / ῥιψοκινδυνῶ


παλιγγενεσία

παλιγγενεσία Koine-Griechisch παλιγγενεσία altgriechisch πάλιν + γένεσις


οκλαδόν

οκλαδόν Koine-Griechisch ὀκλαδόν ὀκλάζω, γονατίζω


κόμμωση

κόμμωση Koine-Griechisch κόμμωσις κομμόω (καλλωπίζω)


γλυκάδι

γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς


πευκώνας

πευκώνας Koine-Griechisch πευκών


μουρμουρίζω

μουρμουρίζω mittelgriechisch μουρμουρίζω Koine-Griechisch(;) μορμυρίζω altgriechisch μορμύρω


βδέλυγμα

βδέλυγμα Koine-Griechisch βδέλυγμα βδελύσσομαι


ακτινοβολώ

ακτινοβολώ Koine-Griechisch ἀκτινοβολῶ, συνηρημένου τύπου του ἀκτινοβολέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βολώ.[1]


αδιάλυτα

αδιάλυτα αδιάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀδιάλυτος ἀ- + διά + λύω


χωνεύω

χωνεύω Koine-Griechisch χωνεύω (αλλά τη σημερινή σημασία την πήρε το μεσαίωνα)


φιλευσπλαχνία

φιλευσπλαχνία φιλεύσπλαχνος + -ία Koine-Griechisch φιλεύσπλαγχνος φίλος + εὔσπλαγχνος εὖ + altgriechisch σπλάγχνον proto-indogermanisch *spelgh- (σπλήνα)


στηθαίο

στηθαίο Koine-Griechisch στηθαῖον altgriechisch στῆθος


έμπλαστρο

έμπλαστρο Koine-Griechisch ἔμπλαστρον ἡ ἔμπλαστρος altgriechisch ἔμπλαστος ἐμπλάσσω


απρονοησία

απρονοησία Koine-Griechisch ἀπρονοησία altgriechisch ἀπρονόητος προνοέω πρό + νοέω


άνθισμα

άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος


σείστρο

σείστρο Koine-Griechisch σεῖστρον σείω (5. (Lehnbedeutung) englisch rocker)


ρυμοτομία

ρυμοτομία Koine-Griechisch ῥυμοτομία altgriechisch ῥύμη + τέμνω


καταπράυνση

καταπράυνση Koine-Griechisch καταπραΰνσις


καμινάρης

καμινάρης mittelgriechisch καμινάρης καμίνι Koine-Griechisch καμίνιον altgriechisch κάμινος


κακόφημος

κακόφημος Koine-Griechisch κακόφημος altgriechisch κακός + φήμη


ευνόητος

ευνόητος Koine-Griechisch εὐνόητος altgriechisch εὖ + νοητός νόος / νοῦς


εκμεταλλεύομαι

εκμεταλλεύομαι Koine-Griechisch ἐκμεταλλεύω ((Lehnübersetzung) französisch exploiter une mine[1])


εκμαυλίζω

εκμαυλίζω εκ- + μαυλίζω Koine-Griechisch μαυλίζω μαῦλις


γαλουχία

γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω


βογκητό

βογκητό βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω


αδράχνω

αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


στολίζω

στολίζω Koine-Griechisch


σφρίγος

σφρίγος Koine-Griechisch σφρίγος


ευκτική

ευκτική Koine-Griechisch εὐκτική εὔχομαι


επίχριση

επίχριση Koine-Griechisch ἐπίχρισις ἐπιχρίω χρίω


κακοδοξία

κακοδοξία Koine-Griechisch κακοδοξία (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακοδοξία κακόδοξος κακός + δόξα


αμετάθετος

αμετάθετος Koine-Griechisch ἀμετάθετος


αμετροέπεια

αμετροέπεια Koine-Griechisch ἀμετροεπία altgriechisch ἀμετροεπής ἄμετρος + ἔπος


τοιχίο

τοιχίο Koine-Griechisch τοιχίον altgriechisch τοῖχος


εφημερεύω

εφημερεύω Koine-Griechisch ἐφημερεύω altgriechisch ἐφήμερος ἐπί + ἡμέρα


λεχώνα

λεχώνα mittelgriechisch λεχώνα Koine-Griechisch *λεχών altgriechisch λεχώ


πυξάρι

πυξάρι mittelgriechisch πυξάρι Koine-Griechisch *πυξάριον, υποκοριστικό του altgriechisch πύξος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback