Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischδιεισδύω Koine-Griechisch διεισδύω / διεισδύνω διά + altgriechisch εἰσδύνω ( δύω)
νεωτερικός Koine-Griechisch νεωτερικός νέος
κακόπιστος Koine-Griechisch κακόπιστος κακός + πίστη
ευχαριστήριος (Katharevousa) εὐχαριστήριος Koine-Griechisch με τη σημερινή έννοια
ερμητισμός (entlehnt aus) französisch hermétisme hermétique Koine-Griechisch ἑρμητής altgriechisch Ἑρμῆς
αποτυπώνω Koine-Griechisch ἀποτυπόω / ἀποτυπῶ
απόδειπνο mittelgriechisch ἀπόδειπνον Koine-Griechisch ἀπόδειπνος ἀπό + altgriechisch δεῖπνον
περιστύλιο Koine-Griechisch περιστύλιον περί + altgriechisch στῦλος
ζωοποιός Koine-Griechisch ζωοποιός ζωή + -ποιός ( ποιῶ
ευδιαθεσία ευδιάθετος + -σία Koine-Griechisch εὐδιάθετος
ενεχυρίαση Koine-Griechisch ἐνεχυρίασις / ἐνεχυρασία
δαιμονικός Koine-Griechisch
διυλίζω (λόγιο) Koine-Griechisch διυλίζω[1]
ανώι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
υπονομευτής Koine-Griechisch ὑπονομευτής ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
μεταλλωρύχος Koine-Griechisch μεταλλωρύχος altgriechisch μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
ευθυβολία Koine-Griechisch εὐθυβολία εὐθύβολος altgriechisch εὐθύς + βάλλω
επιτηρητής (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρητής (επιστάτης φόρων)[1].
άμφιο Koine-Griechisch ἄμφιον altgriechisch ἀμφίον ἀμφιέννυμι
αμυγδαλέλαιο Koine-Griechisch ἀμυγδαλέλαιον
μάπας μάπα (με σημασία: πρόσωπο) + -ς από διάλεκτο italienisch mappa[1]. Δείτε επίσης την Koine-Griechisch μάππα lateinisch mappa[2]
εμψυχώνω Koine-Griechisch ἐμψυχόω / ἐμψυχῶ ἐν + altgriechisch ψυχή ((Lehnbedeutung) französisch animer)
αφοπλισμός mittelgriechisch ἀφοπλισμός Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ἀπό + ὅπλον
σκευοφύλακας Koine-Griechisch σκευοφύλαξ altgriechisch σκεῦος + φύλαξ ( φυλάσσω)
έγχυμα Koine-Griechisch ἔγχῠμα altgriechisch ἐγχέω χέω
βιογεωγραφία (entlehnt aus) englisch biogeography altgriechisch βίος + Koine-Griechisch γεωγραφία
παρακάμπτω Koine-Griechisch παρακάμπτω παρά + altgriechisch κάμπτω
καυλί Koine-Griechisch καυλίον altgriechisch καυλός
ευστροφία Koine-Griechisch εὐστροφία altgriechisch εὔστροφος
εκδηλώνω Koine-Griechisch ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ ἐκ + altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω) ((Lehnübersetzung) französisch manifester)
ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία
ραπάνι Koine-Griechisch ῥαπάνιον altgriechisch ῥάφανος / ῥαφανίς / ῥάπυς
υαλουργός Koine-Griechisch ὑαλουργός
κατάκριση mittelgriechisch κατάκρισις (παρόμοια σημασία) Koine-Griechisch κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω
φατνίο Koine-Griechisch φατνίον, υποκοριστικό του φάτνη
σύμφυρση Koine-Griechisch σύμφυρσις altgriechisch συμφύρω σύν + φύρω (2. (Lehnbedeutung) französisch contamination)
σκανδαλισμός Koine-Griechisch σκανδαλισμός σκανδαλίζω σκάνδαλον
κελάρυσμα Koine-Griechisch κελάρυσμα altgriechisch κελαρύζω
παρομοιάζω Koine-Griechisch
μύλη Koine-Griechisch μύλη (4) altgriechisch μύλη indoeuropäisch (Wurzel) *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω) ((Lehnbedeutung) französisch meule)
αναλήθεια Koine-Griechisch ἀναληθής α στερητικό και ἀληθής
επιδρομέας Koine-Griechisch ἐπιδρομεύς altgriechisch ἐπίδρομος
ενόραση Koine-Griechisch ἐνόρασις ((Lehnbedeutung) deutsch Εinsicht)
ειρήνευση Koine-Griechisch εἰρήνευσις
δικαιοπάροχος δίκαι(ο) + -ο- + Koine-Griechisch πάροχος (που παρέχει)[1]
αθετώ Koine-Griechisch ἀθετέω, -ῶ ἄθετος
σπαταλώ Koine-Griechisch σπαταλάω / σπαταλῶ σπατάλη
πρόχωμα Koine-Griechisch πρόχωμα πρό + altgriechisch χῶμα χόω / χώννυμι
πρεσβυτέριο (Lehnbedeutung) französisch presbytère spätlateinisch presbyterium Koine-Griechisch πρεσβυτέριον (=συμβούλιο γερόντων)
ολονύκτιος Koine-Griechisch ὁλονύκτιος ὅλος + νύξ
οικοσκευή Koine-Griechisch οἰκοσκευή
μετριοφροσύνη Koine-Griechisch μετριόφρων + -οσύνη
εναποθέτω Koine-Griechisch ἐναποτίθημι ἐν + altgriechisch ἀποτίθημι ἀπό + τίθημι
ρόγχος mittelgriechisch ρόγχος Koine-Griechisch ῥογχός
μαστίγωση Koine-Griechisch μαστίγωσις altgriechisch η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)
ευθιξία Koine-Griechisch εὐθιξία
εξημέρωση Koine-Griechisch ἐξημέρωσις altgriechisch ἐξημερόω
μετάπλαση (λόγιο) Koine-Griechisch μετάπλα(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + πλασ- (πλάθω) + -η (πλάση)
γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-
τσίρλα τσιρλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω
συναρμογή Koine-Griechisch συναρμογή altgriechisch συναρμόζω
μηδική Koine-Griechisch μηδική (πόα) altgriechisch Μηδικός Μῆδος
σκιαμαχία Koine-Griechisch σκιαμαχία σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)
ίζημα Koine-Griechisch ἵζημα ἱζάνω ἵζω indoeuropäisch (Wurzel) *sisdō / *sizdō *sed- (κάθομαι) (2. (Lehnbedeutung) französisch sédiment)
βουβωνοκήλη Koine-Griechisch βουβωνοκήλη
αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός + *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)
αναβάπτιση Koine-Griechisch ἀναβάπτισις
ωριμάζω Koine-Griechisch ὡριμάζω altgriechisch ὥριμος
φουντώνω φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-
ταΐζω mittelgriechisch ταγίζω Koine-Griechisch ταγή altgriechisch τάσσω indoeuropäisch (Wurzel) *taǵ-
μεταπράτης Koine-Griechisch μεταπράτης μεταπιπράσκω altgriechisch πιπράσκω / πέρνημι περάω indoeuropäisch (Wurzel) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός
προαίσθηση Koine-Griechisch προαίσθησις
μελαχρινός mittelgriechisch μελαχρινός Koine-Griechisch μελαγχρινός altgriechisch μελαγχρής / μελάγχροος / μελάγχρους + -ινός μέλας + χροός / χρώς
ερίφιο mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος
ανυφαντής Koine-Griechisch ἀνυφάντης altgriechisch ἀνυφαίνω
αντιπαθώ Koine-Griechisch ἀντιπαθέω / ἀντιπαθῶ altgriechisch ἀντιπαθής ἀντί + πάθος πάσχω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω)
στειλιάρι mittelgriechisch στειλειάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch στειλειός altgriechisch στειλεός
περίγελος Koine-Griechisch περίγελως + -ος περί + altgriechisch γέλως
αναρρώνω Koine-Griechisch ἀναρρώννυμι
νοσοκόμος Koine-Griechisch νοσοκόμος altgriechisch νόσος + κομέω, νοσο- + -κόμος
κονδύλιο mittelgriechisch κονδύλι(ν) Koine-Griechisch κονδύλιον, υποκοριστικό του κόνδυ (κύπελλο, ποτήρι) (παρετυμολογικά προς το κοντύλι)
κολασμός Koine-Griechisch κολασμός altgriechisch κολάζω
κλώσα Koine-Griechisch κλώσσω[1] (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch κλώζω Onomatopoetikum[2]
δόκανο mittelgriechisch δόκανον Koine-Griechisch δόκανα (τα) altgriechisch δοκός
αψίνθιο mittelgriechisch αψίνθιο Koine-Griechisch ἀψινθία
ασυνέχεια ασυνεχής + -εία Koine-Griechisch ἀσυνεχής ἀ- + altgriechisch συνεχής συνέχω σύν + ἔχω
αγροκήπιο Koine-Griechisch ἀγρός + κήπος + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
μετριοπάθεια Koine-Griechisch μετριοπάθεια μετριοπαθής altgriechisch μέτριος + πάσχω
εκζήτηση Koine-Griechisch ἐκζήτησις
γλυπτός Koine-Griechisch γλυπτός altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
αποσόβηση Koine-Griechisch ἀποσόβησις ἀποσοβέω-ῶ
απαύγασμα Koine-Griechisch ἀπαύγασμα ἀπαυγάζω ἀπό + altgriechisch αὐγάζω αὐγή
κλείδωση mittelgriechisch κλείδωσις Koine-Griechisch κλείδωσις κλειδόω / κλειδῶ altgriechisch κλείς proto-griechisch *klāwī́ds proto-indogermanisch *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
καταλογισμός Koine-Griechisch καταλογισμός altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
ζοχάδα mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω
εκλαμψία (entlehnt aus) französisch éclampsie Koine-Griechisch ἔκλαμψις altgriechisch ἐκλάμπω ἐκ + λάμπω
βουλιάζω mittelgriechisch βουλίζω & βουλιάζω Koine-Griechisch grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)
αψιθιά Koine-Griechisch ἀψινθία
συναίρεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίρε(σις) + -ση altgriechisch συναιρέω, συναιρῶ[1]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.