εκδηλώνω Verb  [ekdilono, ekthilono, ekdhlwnw]

  Verb
(0)

Etymologie zu εκδηλώνω

εκδηλώνω Koine-Griechisch ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ ἐκ + altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω) ((Lehnübersetzung) französisch manifester)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
kundtun
bekunden

Grammatik

Grammatik zu εκδηλώνω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκδηλώνωεκδηλώνουμε, εκδηλώνομεεκδηλώνομαιεκδηλωνόμαστε
εκδηλώνειςεκδηλώνετεεκδηλώνεσαιεκδηλώνεστε, εκδηλωνόσαστε
εκδηλώνειεκδηλώνουν(ε)εκδηλώνεταιεκδηλώνονται
Imper
fekt
εκδήλωναεκδηλώναμεεκδηλωνόμουν(α)εκδηλωνόμαστε, εκδηλωνόμασταν
εκδήλωνεςεκδηλώνατεεκδηλωνόσουν(α)εκδηλωνόσαστε, εκδηλωνόσασταν
εκδήλωνεεκδήλωναν, εκδηλώναν(ε)εκδηλωνόταν(ε)εκδηλώνονταν, εκδηλωνόντανε, εκδηλωνόντουσαν
Aoristεκδήλωσαεκδηλώσαμεεκδηλώθηκαεκδηλωθήκαμε
εκδήλωσεςεκδηλώσατεεκδηλώθηκεςεκδηλωθήκατε
εκδήλωσεεκδήλωσαν, εκδηλώσαν(ε)εκδηλώθηκεεκδηλώθηκαν, εκδηλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκδηλώσει
έχω εκδηλωμένο
έχουμε εκδηλώσει
έχουμε εκδηλωμένο
έχω εκδηλωθεί
είμαι εκδηλωμένος, -η
έχουμε εκδηλωθεί
είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
έχεις εκδηλώσει
έχεις εκδηλωμένο
έχετε εκδηλώσει
έχετε εκδηλωμένο
έχεις εκδηλωθεί
είσαι εκδηλωμένος, -η
έχετε εκδηλωθεί
είστε εκδηλωμένοι, -ες
έχει εκδηλώσει
έχει εκδηλωμένο
έχουν εκδηλώσει
έχουν εκδηλωμένο
έχει εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
έχουν εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκδηλώσει
είχα εκδηλωμένο
είχαμε εκδηλώσει
είχαμε εκδηλωμένο
είχα εκδηλωθεί
ήμουν εκδηλωμένος, -η
είχαμε εκδηλωθεί
ήμαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχες εκδηλώσει
είχες εκδηλωμένο
είχατε εκδηλώσει
είχατε εκδηλωμένο
είχες εκδηλωθεί
ήσουν εκδηλωμένος, -η
είχατε εκδηλωθεί
ήσαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχε εκδηλώσει
είχε εκδηλωμένο
είχαν εκδηλώσει
είχαν εκδηλωμένο
είχε εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένος, -η, -ο
είχαν εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκδηλώνωθα εκδηλώνουμε, θα εκδηλώνομεθα εκδηλώνομαιθα εκδηλωνόμαστε
θα εκδηλώνειςθα εκδηλώνετεθα εκδηλώνεσαιθα εκδηλώνεστε, θα εκδηλωνόσαστε
θα εκδηλώνειθα εκδηλώνουν(ε)θα εκδηλώνεταιθα εκδηλώνονται
Fut
ur
θα εκδηλώσωθα εκδηλώσουμε, θα εκδηλώσομεθα εκδηλωθώθα εκδηλωθούμε
θα εκδηλώσειςθα εκδηλώσετεθα εκδηλωθείςθα εκδηλωθείτε
θα εκδηλώσειθα εκδηλώσουνθα εκδηλωθείθα εκδηλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκδηλώσει
θα έχω εκδηλωμένο
θα έχουμε εκδηλώσει
θα έχουμε εκδηλωμένο
θα έχω εκδηλωθεί
θα είμαι εκδηλωμένος, -η
θα έχουμε εκδηλωθεί
θα είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχεις εκδηλώσει
θα έχεις εκδηλωμένο
θα έχετε εκδηλώσει
θα έχετε εκδηλωμένο
θα έχεις εκδηλωθεί
θα είσαι εκδηλωμένος, -η
θα έχετε εκδηλωθεί
θα είστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχει εκδηλώσει
θα έχει εκδηλωμένο
θα έχουν εκδηλώσει
θα έχουν εκδηλωμένο
θα έχει εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκδηλώνωνα εκδηλώνουμε, να εκδηλώνομενα εκδηλώνομαινα εκδηλωνόμαστε
να εκδηλώνειςνα εκδηλώνετενα εκδηλώνεσαινα εκδηλώνεστε, να εκδηλωνόσαστε
να εκδηλώνεινα εκδηλώνουν(ε)να εκδηλώνεταινα εκδηλώνονται
Aoristνα εκδηλώσωνα εκδηλώσουμε, να εκδηλώσομενα εκδηλωθώνα εκδηλωθούμε
να εκδηλώσειςνα εκδηλώσετενα εκδηλωθείςνα εκδηλωθείτε
να εκδηλώσεινα εκδηλώσουν(ε)να εκδηλωθείνα εκδηλωθούν(ε)
Perfνα έχω εκδηλώσει
να έχω εκδηλωμένο
να έχουμε εκδηλώσει
να έχουμε εκδηλωμένο
να έχω εκδηλωθεί
να είμαι εκδηλωμένος, -η
να έχουμε εκδηλωθεί
να είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχεις εκδηλώσει
να έχεις εκδηλωμένο
να έχετε εκδηλώσει
να έχετε εκδηλωμένο
να έχεις εκδηλωθεί
να είσαι εκδηλωμένος, -η
να έχετε εκδηλωθεί
να είστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχει εκδηλώσει
να έχει εκδηλωμένο
να έχουν εκδηλώσει
να έχουν εκδηλωμένο
να έχει εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
να έχουν εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεκδήλωνεεκδηλώνετεεκδηλώνεστε
Aoristεκδήλωσεεκδηλώστε, εκδηλώσετεεκδηλώσουεκδηλωθείτε
Part
izip
Presεκδηλώνοντας
Perfέχοντας εκδηλώσει, έχοντας εκδηλωμένοεκδηλωμένος, -η, -οεκδηλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκδηλώσειεκδηλωθεί





Griechische Definition zu εκδηλώνω

εκδηλώνω [ekδilóno] -ομαι : 1. με λόγο ή με συμπεριφορά, φανερώνω ένα συναίσθημά μου, μια διάθεσή μου, μια σκέψη μου· εκφράζω: εκδηλώνω την αγάπη μου / τη χαρά μου / τη θλίψη μου / τη συμπάθειά μου / την αγανάκτησή μου / την οργή μου. εκδηλώνω μια επιθυμία / μια πρόθεση. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κτ. Aπέφυγε να εκδηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback