bekunden
 Verb

εκφράζω Verb
(7)
διαδηλώνω Verb
(0)
διατρανώνω Verb
(0)
εκδηλώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich habe selbstverständlich für die Entschließungen im Zusammenhang mit den Sturmkatastrophen und der Ölpest gestimmt und möchte der betroffenen Bevölkerung mein tiefes Mitgefühl bekunden.Υπερψήφισα φυσικά τα ψηφίσματα σχετικά με τις θύελλες και την πετρελαιοκηλίδα και εκφράζω τα βαθιά μου συλλυπητήρια στους πληγέντες πληθυσμούς.

Übersetzung bestätigt

Im Namen von Euskal Herritarrok möchte ich mein Beileid zum Tode von Jesús María Pedrosa bekunden.Εξ ονόματος του βασκικού κόμματος Euskal Herritarrok θα ήθελα να εκφράζω τη λύπη μου για τον θάνατο του Jesϊs Marνa Pedrosa.

Übersetzung bestätigt

Aus all diesen Gründen, Herr Präsident, möchte ich erneut meine Unterstützung für die Stellungnahme der Berichterstatterin bekunden und sie nochmals aufrichtig zu ihrer Arbeit beglückwünschen.Για όλους αυτούς τους λόγους, κύριε Πρόεδρε, εκφράζω και πάλι την υποστήριξή μου στην έκθεση της εισηγήτριας και βέβαια επαναλαμβάνω τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια για την εργασία της.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, ich beginne mit einem Glückwunsch an den Kollegen Langen zu seinen Berichten, die die Probleme in die richtige Perspektive rücken, und möchte meine Übereinstimmung mit den vorgeschlagenen Änderungen bekunden, die den Sinn haben, bei den Anpassungen nicht über das hinauszugehen, was zur Erfüllung der in der Welthandelsorganisation eingegangenen Verpflichtungen unabdingbar ist.Κύριε Πρόεδρε, συγχαίρω καταρχή το συνάδελφο κ. Langen για τις εκθέσεις του, που τοποθετούν τα προβλήματα στην ορθή προοπτική, και εκφράζω τη συμφωνία μου με την κατεύθυνση των τροπολογιών που προτείνονται, καθώς δεν προχωρούν πέρα από τις προσαρμογές που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στους κόλπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Übersetzung bestätigt

Schließlich möchten wir natürlich den Angehörigen der Opfer unser Mitgefühl ausdrücken und unser Beileid bekundenΤέλος, εκφράζω τη συμπαράστασή μας προς τις οικογένειες των θυμάτων.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
kundtun
bekunden
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκφράζωεκφράζουμε, εκφράζομεεκφράζομαιεκφραζόμαστε
εκφράζειςεκφράζετεεκφράζεσαιεκφράζεστε, εκφραζόσαστε
εκφράζειεκφράζουν(ε)εκφράζεταιεκφράζονται
Imper
fekt
έκφραζα, εξέφραζαεκφράζαμεεκφραζόμουν(α)εκφραζόμαστε, εκφραζόμασταν
έκφραζες, εξέφραζεςεκφράζατεεκφραζόσουν(α)εκφραζόσαστε, εκφραζόσασταν
έκφραζε, εξέφραζεέκφραζαν, εξέφραζαν, εκφράζαν(ε)εκφραζόταν(ε)εκφράζονταν, εκφραζόντανε, εκφραζόντουσαν
Aoristέκφρασα, εξέφρασαεκφράσαμεεκφράστηκαεκφραστήκαμε
έκφρασες, εξέφρασεςεκφράσατεεκφράστηκεςεκφραστήκατε
έκφρασε, εξέφρασεέκφρασαν, εξέφρασαν, εκφράσαν(ε)εκφράστηκεεκφράστηκαν, εκφραστήκανε
Per
fekt
έχω εκφράσει
έχω εκφρασμένο
έχουμε εκφράσει
έχουμε εκφρασμένο
έχω εκφραστεί
είμαι εκφρασμένος, -η
έχουμε εκφραστεί
είμαστε εκφρασμένοι, -ες
έχεις εκφράσει
έχεις εκφρασμένο
έχετε εκφράσει
έχετε εκφρασμένο
έχεις εκφραστεί
είσαι εκφρασμένος, -η
έχετε εκφραστεί
είστε εκφρασμένοι, -ες
έχει εκφράσει
έχει εκφρασμένο
έχουν εκφράσει
έχουν εκφρασμένο
έχει εκφραστεί
είναι εκφρασμένος, -η, -ο
έχουν εκφραστεί
είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκφράσει
είχα εκφρασμένο
είχαμε εκφράσει
είχαμε εκφρασμένο
είχα εκφραστεί
ήμουν εκφρασμένος, -η
είχαμε εκφραστεί
ήμαστε εκφρασμένοι, -ες
είχες εκφράσει
είχες εκφρασμένο
είχατε εκφράσει
είχατε εκφρασμένο
είχες εκφραστεί
ήσουν εκφρασμένος, -η
είχατε εκφραστεί
ήσαστε εκφρασμένοι, -ες
είχε εκφράσει
είχε εκφρασμένο
είχαν εκφράσει
είχαν εκφρασμένο
είχε εκφραστεί
ήταν εκφρασμένος, -η, -ο
είχαν εκφραστεί
ήταν εκφρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκφράζωθα εκφράζουμε, θα εκφράζομεθα εκφράζομαιθα εκφραζόμαστε
θα εκφράζειςθα εκφράζετεθα εκφράζεσαιθα εκφράζεστε, θα εκφραζόσαστε
θα εκφράζειθα εκφράζουν(ε)θα εκφράζεταιθα εκφράζονται
Fut
ur
θα εκφράσωθα εκφράσουμε, θα εκφράσομεθα εκφραστώθα εκφραστούμε
θα εκφράσειςθα εκφράσετεθα εκφραστείςθα εκφραστείτε
θα εκφράσειθα εκφράσουν(ε)θα εκφραστείθα εκφραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκφράσει
θα έχω εκφρασμένο
θα έχουμε εκφράσει
θα έχουμε εκφρασμένο
θα έχω εκφραστεί
θα είμαι εκφρασμένος, -η
θα έχουμε εκφραστεί
θα είμαστε εκφρασμένοι, -ες
θα έχεις εκφράσει
θα έχεις εκφρασμένο
θα έχετε εκφράσει
θα έχετε εκφρασμένο
θα έχεις εκφραστεί
θα είσαι εκφρασμένος, -η
θα έχετε εκφραστεί
θα είστε εκφρασμένοι, -ες
θα έχει εκφράσει
θα έχει εκφρασμένο
θα έχουν εκφράσει
θα έχουν εκφρασμένο
θα έχει εκφραστεί
θα είναι εκφρασμένος, -η, -ο
θα έχουν εκφραστεί
θα είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκφράζωνα εκφράζουμε, να εκφράζομενα εκφράζομαινα εκφραζόμαστε
να εκφράζειςνα εκφράζετενα εκφράζεσαινα εκφράζεστε, να εκφραζόσαστε
να εκφράζεινα εκφράζουν(ε)να εκφράζεταινα εκφράζονται
Aoristνα εκφράσωνα εκφράσουμε, να εκφράσομενα εκφραστώνα εκφραστούμε
να εκφράσειςνα εκφράσετενα εκφραστείςνα εκφραστείτε
να εκφράσεινα εκφράσουννα εκφραστείνα εκφραστούν(ε)
Perfνα έχω εκφράσει
να έχω εκφρασμένο
να έχουμε εκφράσει
να έχουμε εκφρασμένο
να έχω εκφραστεί
να είμαι εκφρασμένος, -η
να έχουμε εκφραστεί
να είμαστε εκφρασμένοι, -ες
να έχεις εκφράσει
να έχεις εκφρασμένο
να έχετε εκφράσει
να έχετε εκφρασμένο
να έχεις εκφραστεί
να είσαι εκφρασμένος, -η
να έχετε εκφραστεί
να είστε εκφρασμένοι, -ες
να έχει εκφράσει
να έχει εκφρασμένο
να έχουν εκφράσει
να έχουν εκφρασμένο
να έχει εκφραστεί
να είναι εκφρασμένος, -η, -ο
να έχουν εκφραστεί
να είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέκφραζεεκφράζετεεκφράζεστε
Aoristέκφρασεεκφράστεεκφράσουεκφραστείτε
Part
izip
Presεκφράζονταςεκφραζόμενος
Perfέχοντας εκφράσει, έχοντας εκφρασμένοεκφρασμένος, -η, -οεκφρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκφράσειεκφραστεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκδηλώνωεκδηλώνουμε, εκδηλώνομεεκδηλώνομαιεκδηλωνόμαστε
εκδηλώνειςεκδηλώνετεεκδηλώνεσαιεκδηλώνεστε, εκδηλωνόσαστε
εκδηλώνειεκδηλώνουν(ε)εκδηλώνεταιεκδηλώνονται
Imper
fekt
εκδήλωναεκδηλώναμεεκδηλωνόμουν(α)εκδηλωνόμαστε, εκδηλωνόμασταν
εκδήλωνεςεκδηλώνατεεκδηλωνόσουν(α)εκδηλωνόσαστε, εκδηλωνόσασταν
εκδήλωνεεκδήλωναν, εκδηλώναν(ε)εκδηλωνόταν(ε)εκδηλώνονταν, εκδηλωνόντανε, εκδηλωνόντουσαν
Aoristεκδήλωσαεκδηλώσαμεεκδηλώθηκαεκδηλωθήκαμε
εκδήλωσεςεκδηλώσατεεκδηλώθηκεςεκδηλωθήκατε
εκδήλωσεεκδήλωσαν, εκδηλώσαν(ε)εκδηλώθηκεεκδηλώθηκαν, εκδηλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκδηλώσει
έχω εκδηλωμένο
έχουμε εκδηλώσει
έχουμε εκδηλωμένο
έχω εκδηλωθεί
είμαι εκδηλωμένος, -η
έχουμε εκδηλωθεί
είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
έχεις εκδηλώσει
έχεις εκδηλωμένο
έχετε εκδηλώσει
έχετε εκδηλωμένο
έχεις εκδηλωθεί
είσαι εκδηλωμένος, -η
έχετε εκδηλωθεί
είστε εκδηλωμένοι, -ες
έχει εκδηλώσει
έχει εκδηλωμένο
έχουν εκδηλώσει
έχουν εκδηλωμένο
έχει εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
έχουν εκδηλωθεί
είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκδηλώσει
είχα εκδηλωμένο
είχαμε εκδηλώσει
είχαμε εκδηλωμένο
είχα εκδηλωθεί
ήμουν εκδηλωμένος, -η
είχαμε εκδηλωθεί
ήμαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχες εκδηλώσει
είχες εκδηλωμένο
είχατε εκδηλώσει
είχατε εκδηλωμένο
είχες εκδηλωθεί
ήσουν εκδηλωμένος, -η
είχατε εκδηλωθεί
ήσαστε εκδηλωμένοι, -ες
είχε εκδηλώσει
είχε εκδηλωμένο
είχαν εκδηλώσει
είχαν εκδηλωμένο
είχε εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένος, -η, -ο
είχαν εκδηλωθεί
ήταν εκδηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκδηλώνωθα εκδηλώνουμε, θα εκδηλώνομεθα εκδηλώνομαιθα εκδηλωνόμαστε
θα εκδηλώνειςθα εκδηλώνετεθα εκδηλώνεσαιθα εκδηλώνεστε, θα εκδηλωνόσαστε
θα εκδηλώνειθα εκδηλώνουν(ε)θα εκδηλώνεταιθα εκδηλώνονται
Fut
ur
θα εκδηλώσωθα εκδηλώσουμε, θα εκδηλώσομεθα εκδηλωθώθα εκδηλωθούμε
θα εκδηλώσειςθα εκδηλώσετεθα εκδηλωθείςθα εκδηλωθείτε
θα εκδηλώσειθα εκδηλώσουνθα εκδηλωθείθα εκδηλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκδηλώσει
θα έχω εκδηλωμένο
θα έχουμε εκδηλώσει
θα έχουμε εκδηλωμένο
θα έχω εκδηλωθεί
θα είμαι εκδηλωμένος, -η
θα έχουμε εκδηλωθεί
θα είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχεις εκδηλώσει
θα έχεις εκδηλωμένο
θα έχετε εκδηλώσει
θα έχετε εκδηλωμένο
θα έχεις εκδηλωθεί
θα είσαι εκδηλωμένος, -η
θα έχετε εκδηλωθεί
θα είστε εκδηλωμένοι, -ες
θα έχει εκδηλώσει
θα έχει εκδηλωμένο
θα έχουν εκδηλώσει
θα έχουν εκδηλωμένο
θα έχει εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν εκδηλωθεί
θα είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκδηλώνωνα εκδηλώνουμε, να εκδηλώνομενα εκδηλώνομαινα εκδηλωνόμαστε
να εκδηλώνειςνα εκδηλώνετενα εκδηλώνεσαινα εκδηλώνεστε, να εκδηλωνόσαστε
να εκδηλώνεινα εκδηλώνουν(ε)να εκδηλώνεταινα εκδηλώνονται
Aoristνα εκδηλώσωνα εκδηλώσουμε, να εκδηλώσομενα εκδηλωθώνα εκδηλωθούμε
να εκδηλώσειςνα εκδηλώσετενα εκδηλωθείςνα εκδηλωθείτε
να εκδηλώσεινα εκδηλώσουν(ε)να εκδηλωθείνα εκδηλωθούν(ε)
Perfνα έχω εκδηλώσει
να έχω εκδηλωμένο
να έχουμε εκδηλώσει
να έχουμε εκδηλωμένο
να έχω εκδηλωθεί
να είμαι εκδηλωμένος, -η
να έχουμε εκδηλωθεί
να είμαστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχεις εκδηλώσει
να έχεις εκδηλωμένο
να έχετε εκδηλώσει
να έχετε εκδηλωμένο
να έχεις εκδηλωθεί
να είσαι εκδηλωμένος, -η
να έχετε εκδηλωθεί
να είστε εκδηλωμένοι, -ες
να έχει εκδηλώσει
να έχει εκδηλωμένο
να έχουν εκδηλώσει
να έχουν εκδηλωμένο
να έχει εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένος, -η, -ο
να έχουν εκδηλωθεί
να είναι εκδηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεκδήλωνεεκδηλώνετεεκδηλώνεστε
Aoristεκδήλωσεεκδηλώστε, εκδηλώσετεεκδηλώσουεκδηλωθείτε
Part
izip
Presεκδηλώνοντας
Perfέχοντας εκδηλώσει, έχοντας εκδηλωμένοεκδηλωμένος, -η, -οεκδηλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκδηλώσειεκδηλωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback