εκφράζω Koine-Griechisch ἐκφράζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εκ μέρους όλων των μελών της ΕΟΚΕ, εκφράζω τη συμπαράστασή μου στους ασθενείς και στις οικογένειές τους που πλήττονται από αυτήν την τρομερή κατάσταση ". | Im Namen aller Mitglieder des EWSA möchte ich den von dieser schrecklichen Situation betroffenen Patienten und ihren Familien unser Mitgefühl aussprechen." Übersetzung bestätigt |
Σας ευχαριστώ, κυρία Dόhrkop Dόhrkop και σας εκφράζω τη φιλία μου και τον αμέριστο σεβασμό μου. | Ich danke Ihnen, Frau Dührkop Dührkop und möchte Ihnen meine Hochachtung aussprechen. Übersetzung bestätigt |
Σε όλους εσάς και είστε πολλοί που συμβάλατε σε αυτό εκφράζω και πάλι την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες μου. | All den zahlreichen Kollegen, die dazu beigetragen haben, möchte ich nochmals meinen herzlichen Dank aussprechen. Übersetzung bestätigt |
Τελειώνοντας, και αφού συγχαρώ και ευχαριστήσω τον εισηγητή, εκφράζω την ελπίδα ότι ο Ερμής, ο φτερωτός Θεός και ταχυδρόμος των Θεών, θα συνεχίσει να πετάει και στα πιο απομακρυσμένα σημεία όπου κατοικούν πολίτες και όταν μας χτυπάνε το πρωί την πόρτα, θα είναι ή ο γαλατάς ή ο ταχυδρόμος. | Abschließend möchte ich dem Berichterstatter meinen Glückwunsch und meinen Dank aussprechen und der Hoffnung Ausdruck verleihen, Hermes, der Gott mit den Flügelschuhen und Götterbote, möge auch künftig in die weit abgelegenen, bewohnten Orte fliegen. Und wenn es morgens an unsere Tür klopft, wird es entweder der Milchmann oder der Postbote sein. Übersetzung bestätigt |
Λυπάμαι για την τυχόν παρεξήγηση και εκφράζω την αμέριστη συμπαράστασή μου σε όλους όσοι επλήγησαν, ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκείας. | Ich bedauere jegliches Missverständnis und möchte allen Menschen, ganz gleich welcher Herkunft oder Religion, die Leid ertragen mussten, mein Mitgefühl aussprechen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκφράζω | εκφράζουμε, εκφράζομε | εκφράζομαι | εκφραζόμαστε |
εκφράζεις | εκφράζετε | εκφράζεσαι | εκφράζεστε, εκφραζόσαστε | ||
εκφράζει | εκφράζουν(ε) | εκφράζεται | εκφράζονται | ||
Imper fekt | έκφραζα, εξέφραζα | εκφράζαμε | εκφραζόμουν(α) | εκφραζόμαστε, εκφραζόμασταν | |
έκφραζες, εξέφραζες | εκφράζατε | εκφραζόσουν(α) | εκφραζόσαστε, εκφραζόσασταν | ||
έκφραζε, εξέφραζε | έκφραζαν, εξέφραζαν, εκφράζαν(ε) | εκφραζόταν(ε) | εκφράζονταν, εκφραζόντανε, εκφραζόντουσαν | ||
Aorist | έκφρασα, εξέφρασα | εκφράσαμε | εκφράστηκα | εκφραστήκαμε | |
έκφρασες, εξέφρασες | εκφράσατε | εκφράστηκες | εκφραστήκατε | ||
έκφρασε, εξέφρασε | έκφρασαν, εξέφρασαν, εκφράσαν(ε) | εκφράστηκε | εκφράστηκαν, εκφραστήκανε | ||
Per fekt | έχω εκφράσει έχω εκφρασμένο | έχουμε εκφράσει έχουμε εκφρασμένο | έχω εκφραστεί είμαι εκφρασμένος, -η | έχουμε εκφραστεί είμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
έχεις εκφράσει έχεις εκφρασμένο | έχετε εκφράσει έχετε εκφρασμένο | έχεις εκφραστεί είσαι εκφρασμένος, -η | έχετε εκφραστεί είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
έχει εκφράσει έχει εκφρασμένο | έχουν εκφράσει έχουν εκφρασμένο | έχει εκφραστεί είναι εκφρασμένος, -η, -ο | έχουν εκφραστεί είναι εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εκφράσει είχα εκφρασμένο | είχαμε εκφράσει είχαμε εκφρασμένο | είχα εκφραστεί ήμουν εκφρασμένος, -η | είχαμε εκφραστεί ήμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
είχες εκφράσει είχες εκφρασμένο | είχατε εκφράσει είχατε εκφρασμένο | είχες εκφραστεί ήσουν εκφρασμένος, -η | είχατε εκφραστεί ήσαστε εκφρασμένοι, -ες | ||
είχε εκφράσει είχε εκφρασμένο | είχαν εκφράσει είχαν εκφρασμένο | είχε εκφραστεί ήταν εκφρασμένος, -η, -ο | είχαν εκφραστεί ήταν εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκφράζω | θα εκφράζουμε, | θα εκφράζομαι | θα εκφραζόμαστε | |
θα εκφράζεις | θα εκφράζετε | θα εκφράζεσαι | θα εκφράζεστε, | ||
θα εκφράζει | θα εκφράζουν(ε) | θα εκφράζεται | θα εκφράζονται | ||
Fut ur | θα εκφράσω | θα εκφράσουμε, | θα εκφραστώ | θα εκφραστούμε | |
θα εκφράσεις | θα εκφράσετε | θα εκφραστείς | θα εκφραστείτε | ||
θα εκφράσει | θα εκφράσουν(ε) | θα εκφραστεί | θα εκφραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκφράσει θα έχω εκφρασμένο | θα έχουμε εκφράσει θα έχουμε εκφρασμένο | θα έχω εκφραστεί θα είμαι εκφρασμένος, -η | θα έχουμε εκφραστεί θα είμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
θα έχεις εκφράσει θα έχεις εκφρασμένο | θα έχετε εκφράσει θα έχετε εκφρασμένο | θα έχεις εκφραστεί θα είσαι εκφρασμένος, -η | θα έχετε εκφραστεί θα είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
θα έχει εκφράσει θα έχει εκφρασμένο | θα έχουν εκφράσει θα έχουν εκφρασμένο | θα έχει εκφραστεί θα είναι εκφρασμένος, -η, -ο | θα έχουν εκφραστεί θα είναι εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκφράζω | να εκφράζουμε, | να εκφράζομαι | να εκφραζόμαστε |
να εκφράζεις | να εκφράζετε | να εκφράζεσαι | να εκφράζεστε, | ||
να εκφράζει | να εκφράζουν(ε) | να εκφράζεται | να εκφράζονται | ||
Aorist | να εκφράσω | να εκφράσουμε, | να εκφραστώ | να εκφραστούμε | |
να εκφράσεις | να εκφράσετε | να εκφραστείς | να εκφραστείτε | ||
να εκφράσει | να εκφράσουν | να εκφραστεί | να εκφραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκφράσει να έχω εκφρασμένο | να έχουμε εκφρασμένο | να έχω εκφραστεί | να έχουμε εκφραστεί | |
να έχεις εκφρασμένο | να έχετε εκφράσει να έχετε εκφρασμένο | να έχεις εκφραστεί να είσαι εκφρασμένος, -η | να έχετε εκφραστεί να είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
να έχει εκφράσει να έχει εκφρασμένο | να έχουν εκφράσει να έχουν εκφρασμένο | να έχει εκφραστεί | να έχουν εκφραστεί | ||
Imper ativ | Pres | έκφραζε | εκφράζετε | εκφράζεστε | |
Aorist | έκφρασε | εκφράστε | εκφράσου | εκφραστείτε | |
Part izip | Pres | εκφράζοντας | εκφραζόμενος | ||
Perf | έχοντας εκφράσει, έχοντας εκφρασμένο | εκφρασμένος, -η, -ο | εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκφράσει | εκφραστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spreche aus | ||
du | sprichst aus | |||
er, sie, es | spricht aus | |||
Präteritum | ich | sprach aus | ||
Konjunktiv II | ich | spräche aus | ||
Imperativ | Singular | sprich aus! | ||
Plural | sprecht aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgesprochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aussprechen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | drücke aus | ||
du | drückst aus | |||
er, sie, es | drückt aus | |||
Präteritum | ich | drückte aus | ||
Konjunktiv II | ich | drückte aus | ||
Imperativ | Singular | drücke aus! | ||
Plural | drückt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgedrückt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausdrücken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | äußere | ||
du | äußerst | |||
er, sie, es | äußert | |||
Präteritum | ich | äußerte | ||
Konjunktiv II | ich | äußerte | ||
Imperativ | Singular | äußere! äußer! | ||
Plural | äußert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geäußert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:äußern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bekunde | ||
du | bekundest | |||
er, sie, es | bekundet | |||
Präteritum | ich | bekundete | ||
Konjunktiv II | ich | bekundete | ||
Imperativ | Singular | bekund! bekunde! | ||
Plural | bekundet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bekundet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bekunden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | manifestiere | ||
du | manifestierst | |||
er, sie, es | manifestiert | |||
Präteritum | ich | manifestierte | ||
Konjunktiv II | ich | manifestierte | ||
Imperativ | Singular | manifestiere! manifestier! | ||
Plural | manifestiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
manifestiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:manifestieren |
εκφράζω [ekfrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέφρασα, απαρέμφ. εκφράσει, παθ. αόρ. εκφράστηκα, απαρέμφ. εκφραστεί : 1. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ. που υπάρχει στο νου μου, στη συνείδησή μου. α. φανερώνω με λόγο μια σκέψη ή ένα συναίσθημα: Kανείς δεν εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Εκφράζει προσωπικές απόψεις. β. διατυπώνω τα διανοήματά μου, έτσι ώστε να γίνω κατανοητός: Είναι έξυπνος όμως έχει και το χάρισμα να εκφράζεται σωστά. γ. εκδηλώνω με λόγο ή με οποιαδήποτε άλλη πράξη ή συμπεριφορά μια σκέψη, ένα συναίσθημα κτλ.: εκφράζω τη λύπη μου / τα συγχαρητήριά μου / την αγανάκτησή μου / το θαυμασμό μου. Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές. Στις εκλογές ο λαός θα εκφράσει την εμπιστοσύνη του. Εκφρασμένη βούληση. Εκφράζονται υποψίες ότι είχε διασυνδέσεις με ύποπτα κυκλώματα. Εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεσπάσουν ταραχές στα κατεχόμενα. δ. (για πράξη, συμπεριφορά): Tο βλέμμα του εκφράζει μίσος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.