reden
 Verb

μιλάω 
(1047)
μιλώ Verb
(99)
DeutschGriechisch
Ich konnte auch einmal so reden.Κάποτε μπορούσα κι εγώ να μιλάω έτσι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will nicht so viel darüber reden.Δεν θέλω να μιλάω πάρα πολύ για...

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich kann mit meiner Frau reden wann immer ich willΚαι μπορώ να μιλάω στη γυναίκα μου όποτε θέλω να μιλάω στη γυναίκα μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Du kannst jetzt nicht mit ihre reden denn ICH rede jetzt mit ihr.Δεν μπορείς να της μιλήσεις τώρα, γιατί της μιλάω ΕΓΩ τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will nicht reden, wie die Leute bei dieser bestimmten Fahrzeugbehörde nah Daves Wohnort.Δεν θέλω να μιλάω, όπως αυτοί στο Τμήμα Αυτοκίνητων Οχημάτων κοντά στο σπίτι του Ντέιβ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik


Dieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Erweiterung. Wenn du Lust hast, beteilige dich daran und entferne diesen Baustein, sobald du den Eintrag ausgebaut hast. Bitte halte dich dabei aber an unsere Formatvorlage!

Folgendes ist zu erweitern: Referenz(en)





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μιλάω, μιλώμιλάμε, μιλούμεμιλιέμαιμιλιόμαστε
μιλάςμιλάτεμιλιέσαιμιλιέστε, μιλιόσαστε
μιλάει, μιλάμιλάν(ε), μιλούν(ε)μιλιέταιμιλιούνται, μιλιόνται
Imper
fekt
μιλούσα, μίλαγαμιλούσαμε, μιλάγαμεμιλιόμουν(α)μιλιόμαστε, μιλιόμασταν
μιλούσες, μίλαγεςμιλούσατε, μιλάγατεμιλιόσουν(α)μιλιόσαστε, μιλιόσασταν
μιλούσε, μίλαγεμιλούσαν(ε), μίλαγαν, μιλάγανεμιλιόταν(ε)μιλιόνταν(ε), μιλιούνταν, μιλιόντουσαν
Aoristμίλησαμιλήσαμεμιλήθηκαμιληθήκαμε
μίλησεςμιλήσατεμιλήθηκεςμιληθήκατε
μίλησεμίλησαν, μιλήσαν(ε)μιλήθηκεμιλήθηκαν, μιληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μιλήσει
έχω μιλημένο
έχουμε μιλήσει
έχουμε μιλημένο
έχω μιληθεί
είμαι μιλημένος, -η
έχουμε μιληθεί
είμαστε μιλημένοι, -ες
έχεις μιλήσει
έχεις μιλημένο
έχετε μιλήσει
έχετε μιλημένο
έχεις μιληθεί
είσαι μιλημένος, -η
έχετε μιληθεί
είστε μιλημένοι, -ες
έχει μιλήσει
έχει μιλημένο
έχουν μιλήσει
έχουν μιλημένο
έχει μιληθεί
είναι μιλημένος, -η, -ο
έχουν μιληθεί
είναι μιλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μιλήσει
είχα μιλημένο
είχαμε μιλήσει
είχαμε μιλημένο
είχα μιληθεί
ήμουν μιλημένος, -η
είχαμε μιληθεί
ήμαστε μιλημένοι, -ες
είχες μιλήσει
είχες μιλημένο
είχατε μιλήσει
είχατε μιλημένο
είχες μιληθεί
ήσουν μιλημένος, -η
είχατε μιληθεί
ήσαστε μιλημένοι, -ες
είχε μιλήσει
είχε μιλημένο
είχαν μιλήσει
είχαν μιλημένο
είχε μιληθεί
ήταν μιλημένος, -η, -ο
είχαν μιληθεί
ήταν μιλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μιλάω
θα μιλώ
θα μιλάμε
θα μιλούμε
θα μιλιέμαιθα μιλιόμαστε
θα μιλάςθα μιλάτεθα μιλιέσαιθα μιλιέστε
θα μιλιόσαστε
θα μιλάει
θα μιλά
θα μιλάν(ε)
θα μιλούν(ε)
θα μιλιέταιθα μιλιούνται
θα μιλιόνται
Fut
ur
θα μιλήσωθα μιλήσουμε
θα μιλήσομε (rare)
θα μιληθώθα μιληθούμε
θα μιλήσειςθα μιλήσετεθα μιληθείςθα μιληθείτε
θα μιλήσειθα μιλήσουν(ε)θα μιληθείθα μιληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μιλήσει
θα έχω μιλημένο
θα έχουμε μιλήσει
θα έχουμε μιλημένο
θα έχω μιληθεί
θα είμαι μιλημένος, -η
θα έχουμε μιληθεί
θα είμαστε μιλημένοι, -ες
θα έχεις μιλήσει
θα έχεις μιλημένο
θα έχετε μιλήσει
θα έχετε μιλημένο
θα έχεις μιληθεί
θα είσαι μιλημένος, -η
θα έχετε μιληθεί
θα είστε μιλημένοι, -ες
θα έχει μιλήσει
θα έχει μιλημένο
θα έχουν μιλήσει
θα έχουν μιλημένο
θα έχει μιληθεί
θα είναι μιλημένος, -η, -ο
θα έχουν μιληθεί
θα είναι μιλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μιλάω
να μιλώ
να μιλάμε
να μιλούμε
να μιλιέμαινα μιλιόμαστε
να μιλάςνα μιλάτενα μιλιέσαινα μιλιέστε
να μιλάει
να μιλά
να μιλάν(ε)
να μιλούν(ε)
να μιλιέταινα μιλιούνται
να μιλιόνται
Aoristνα μιλήσωνα μιλήσουμε
να μιλήσομε (rare)
να μιληθώνα μιληθούμε
να μιλήσειςνα μιλήσετενα μιληθείςνα μιληθείτε
να μιλήσεινα μιλήσουν(ε)να μιληθείνα μιληθούν(ε)
Perfνα έχω μιλήσει
να έχω μιλημένο
να έχουμε μιλήσει
να έχουμε μιλημένο
να έχω μιληθεί
να είμαι μιλημένος, -η
να έχουμε μιληθεί
να είμαστε μιλημένοι, -ες
να έχεις μιλήσει
να έχεις μιλημένο
να έχετε μιλήσει
να έχετε μιλημένο
να έχεις μιληθεί
να είσαι μιλημένος, -η
να έχετε μιληθεί
να είστε μιλημένοι, -η
να έχει μιλήσει
να έχει μιλημένο
να έχουν μιλήσει
να έχουν μιλημένο
να έχει μιληθεί
να είναι μιλημένος, -η, -ο
να έχουν μιληθεί
να είναι μιλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμίλα, μίλαγεμιλάτεμιλιέστε
Aoristμίλησε, μίλαμιλήστεμιλήσουμιληθείτε
Part
izip
Presμιλώντας
Perfέχοντας μιλήσει
έχοντας μιλημένο
μιλημένος, -η, -ομιλημένοι, -ες, -α
InfinAoristμιλήσειμιληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback