αναφέρω Verb (164) |
ανακοινώνω Verb (3) |
εισηγούμαι Verb (1) |
εκθέτω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich freue mich, berichten zu können, dass der Rat beschlossen hat, sich dieser Bedrohung mit aller Entschiedenheit entgegen zu stellen. | Μπορώ να αναφέρω με ικανοποίηση ενώπιον της παρούσας Συνέλευσης ότι το Συμβούλιο αποφάσισε να αντιμετωπίσει την απειλή αυτή με την μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte berichten, daß beides nicht der Fall ist, und das will ich in aller Deutlichkeit sagen. | Θέλω να αναφέρω και να δηλώσω ξεκάθαρα ότι τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Übersetzung bestätigt |
Frau Präsidentin! Leider muss ich das Wort zu einer Frage ergreifen, die kein Antrag zur Geschäftsordnung ist, aber ich halte es für angebracht zu berichten, was heute einigen Dolmetschern, Beamten und Abgeordneten widerfahren ist. | Κυρία Πρόεδρε, λυπάμαι που λαμβάνω το λόγο για ένα θέμα που δεν είναι διαδικαστικό, αλλά θεωρώ σκόπιμο να σας αναφέρω αυτό που μας συνέβη σήμερα σε ορισμένους διερμηνείς, υπαλλήλους και βουλευτές. Übersetzung bestätigt |
Ich werde dann auch gerne im Ausschuss über die Diskussion berichten. | Και τότε ευχαρίστως θα αναφέρω στην επιτροπή τα όσα ελέχθησαν στη συζήτηση. Übersetzung bestätigt |
. – Herr Präsident, fast schäme ich mich, Ihnen zu einem Zeitpunkt, da uns bedeutende aktuelle internationale Ereignisse beschäftigen und wir das Scheitern der Regierungskonferenz beklagen, von einem recht banalen Geschehnis zu berichten. | Κύριε Πρόεδρε, σχεδόν ντρέπομαι να σας αναφέρω ένα απλό περιστατικό, τη στιγμή που η διεθνής επικαιρότητα είναι τόσο σημαντική και που θρηνούμε την αποτυχία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
berichten |
äußern |
reden |
(eine) Äußerung tätigen |
den Mund aufmachen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | berichte | ||
du | berichtest | |||
er, sie, es | berichtet | |||
Präteritum | ich | berichtete | ||
Konjunktiv II | ich | berichtete | ||
Imperativ | Singular | berichte! | ||
Plural | berichtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
berichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:berichten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναφέρω | αναφέρουμε, αναφέρομε | αναφέρομαι | αναφερόμαστε |
αναφέρεις | αναφέρετε | αναφέρεσαι | αναφέρεστε, αναφερόσαστε | ||
αναφέρει | αναφέρουν(ε) | αναφέρεται | αναφέρονται | ||
Imper fekt | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφερόμουν(α) | αναφερόμαστε, αναφερόμασταν | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφερόσουν(α) | αναφερόσαστε, αναφερόσασταν | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφερόταν(ε) | αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν | ||
Aorist | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφέρθηκα | αναφερθήκαμε | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφέρθηκες | αναφερθήκατε | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφέρθηκε | αναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναφέρει | έχουμε αναφέρει | έχω αναφερθεί | έχουμε αναφερθεί | |
έχεις αναφέρει | έχετε αναφέρει | έχεις αναφερθεί | έχετε αναφερθεί | ||
έχει αναφέρει | έχουν αναφέρει | έχει αναφερθεί | έχουν αναφερθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναφέρει | είχαμε αναφέρει | είχα αναφερθεί | είχαμε αναφερθεί | |
είχες αναφέρει | είχατε αναφέρει | είχες αναφερθεί | είχατε αναφερθεί | ||
είχε αναφέρει | είχαν αναφέρει | είχε αναφερθεί | είχαν αναφερθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφέρομαι | θα αναφερόμαστε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφέρεσαι | θα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφέρεται | θα αναφέρονται | ||
Fut ur | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφερθώ | θα αναφερθούμε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφερθείς | θα αναφερθείτε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφερθεί | θα αναφερθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναφέρει | θα έχουμε αναφέρει | θα έχω αναφερθεί | θα έχουμε αναφερθεί | |
θα έχεις αναφέρει | θα έχετε αναφέρει | θα έχεις αναφερθεί | θα έχετε αναφερθεί | ||
θα έχει αναφέρει | θα έχουν αναφέρει | θα έχει αναφερθεί | θα έχουν αναφερθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφέρομαι | να αναφερόμαστε |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφέρεσαι | να αναφέρεστε, να αναφερόσαστε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφέρεται | να αναφέρονται | ||
Aorist | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφερθώ | να αναφερθούμε | |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφερθείς | να αναφερθείτε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφερθεί | να αναφερθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναφέρει | να έχουμε αναφέρει | να έχω αναφερθεί | να έχουμε αναφερθεί | |
να έχεις αναφέρει | να έχετε αναφέρει | να έχεις αναφερθεί | να έχετε αναφερθεί | ||
να έχει αναφέρει | να έχουν αναφέρει | να έχει αναφερθεί | να έχουν αναφερθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναφέρε | αναφέρετε | αναφέρεστε | |
Aorist | ανάφερε | αναφέρετε, αναφέρτε | αναφέρου | αναφερθείτε | |
Part izip | Pres | αναφέροντας | |||
Perf | έχοντας αναφέρει | ||||
Infin | Aorist | αναφέρει | αναφερθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκθέτω | εκθέτουμε, εκθέτομε | εκτίθεμαι | εκτιθέμεθα |
εκθέτεις | εκθέτετε | εκτίθεσαι | εκτίθεσθε | ||
εκθέτει | εκθέτουν(ε) | εκτίθεται | εκτίθενται | ||
Imper fekt | εξέθετα | εκθέταμε | |||
εξέθετες | εκθέτατε | ||||
εξέθετε | εξέθεταν, εκθέταν(ε) | εξετίθετο | εξετίθεντο | ||
Aorist | εξέθεσα | εκθέσαμε | εκτέθηκα | εκτεθήκαμε | |
εξέθεσες | εκθέσατε | εκτέθηκες | εκτεθήκατε | ||
εξέθεσε | εξέθεσαν, εκθέσαν(ε) | εκτέθηκε | εκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκθέτω | θα εκθέτουμε, | θα εκτίθεμαι | θα εκτιθέμεθα | |
θα εκθέτεις | θα εκθέτετε | θα εκτίθεσαι | θα εκτίθεσθε | ||
θα εκθέτει | θα εκθέτουν(ε) | θα εκτίθεται | θα εκτίθενται | ||
Fut ur | θα εκθέσω | θα εκθέσουμε, | θα εκτεθώ | θα εκτεθούμε | |
θα εκθέσεις | θα εκθέσετε | θα εκτεθείς | θα εκτεθείτε | ||
θα εκθέσει | θα εκθέσουν(ε) | θα εκτεθεί | θα εκτεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκθέτω | να εκθέτουμε, | να εκτίθεμαι | να εκτιθέμεθα |
να εκθέτεις | να εκθέτετε | να εκτίθεσαι | να εκτίθεσθε | ||
να εκθέτει | να εκθέτουν(ε) | να εκτίθεται | να εκτίθενται | ||
Aorist | να εκθέσω | να εκθέσουμε, | να εκτεθώ | να εκτεθούμε | |
να εκθέσεις | να εκθέσετε | να εκτεθείς | να εκτεθείτε | ||
να εκθέσει | να εκθέσουν(ε) | να εκτεθεί | να εκτεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | έκθετε | εκθέτετε | εκτίθεσθε | |
Aorist | έκθεσε | εκθέσετε, εκθέστε | εκθέσου | εκτεθείτε | |
Part izip | Pres | εκθέτοντας | |||
Perf | έχοντας εκθέσει | εκτεθειμένος, -η, -ο | εκτεθειμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκθέσει | εκτεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.